Άντριου Κράμεϋ, Πφιτς, εκδ. Πόλις, 2003, μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης, σ. 194 – 195 (Andrew Crumey, Pfitz, 1995)
Είσαι καθισμένος στο γραφείο σου. Σου αρέσει η μυρωδιά του μελανιού, σου αρέσει το χαρτί, σου αρέσει και η δερμάτινη πολυθρόνα που τη βρίσκεις τόσο άνετη. Σου αρέσει η υφή του χαρτιού, το τρέξιμο της πένας πάνω στο χαρτί. Σου έστειλαν άλλο ένα απόσπασμα που υποτίθεται ότι είναι γραμμένο απ’ αυτόν. Αισθάνεται ότι ήδη ξέρεις ποιος είναι, τι είναι, κι ωστόσο, καθετί που του προσθέτεις τον κάνει λιγότερο οικείο· τον απομακρύνει όλο και πιο πολύ από αυτό που ήθελες να δημιουργήσεις. Μα αυτός, ωστόσο, πέραν πάσης προσδοκίας σου, συνεχίζει να μεγαλώνει. Νόμιζες ότι θα μπορούσες να ελέγχεις την προσωπικότητά του, πλασμένη κατά μια εικόνα της επιλογής σου – φρούδη ελπίδα· εκείνος δεν θ’ αργήσει ν’ απαλλαγεί από τα δεσμά με τα οποία νόμισες ότι θα μπορούσες να τον συγκρατήσεις και να τον περιορίσεις. Οι λέξεις τον γεννούν, κι αυτός γεννάει εσένα. Σε λίγο, μπορεί να μεγαλώσει τόσο, ώστε να σε θεωρήσει αναλώσιμο.
Δεν είμαι εγώ ο συγγραφέας αυτών των λέξεων – τον έψαξα (τους έψαξα) κι εγώ. Τους βλέπω μέσα μου, στα σκοτεινά, όταν ξαπλώνω στο αχυρένιο στρώμα μου και κλείνω τα μάτια. Τους βλέπω να με δημιουργούν και να δημιουργούν όλους αυτούς τους άλλους που μπορεί ακόμα να γίνω.
Στον Κυριάκο Αθανασιάδη
1 Σχόλιο to “Λογοτεχνείο, αρ. 68”