Αρχείο για Μαρτίου 2011

31
Μαρ.
11

The Athens Review of Books, τεύχος 16 (Μάρτιος 2011)

Το τεύχος ξεκινάει με συνέντευξη του Ρόμπερτ Σίλβερς, διευθυντή της New York Review of Books, την πιο φημισμένη και έγκυρη πνευματική επιθεώρηση του αγγλοσαξονικού κόσμου (με την οποία σχετίζεται και συνεργάζεται η ARB, βλ. περισσότερα εδώ). Το έντυπο γεννήθηκε από ένα συλλογικό σχέδιο το 1963, επωφελούμενη από μια τρίμηνη απεργία στους New York Times. Η αρχική ομάδα φίλων (όπου ανήκε και ο ποιητής Ρόμπερτ Λόουελ) είχε την πεποίθηση ότι το επίπεδο της λογοτεχνικής κριτικής ήταν μέτριο και έλλειπε η ίδια η αίσθηση της λογοτεχνίας. Η αφετηριακή ιδέα υπήρξε ο θαυμασμός τους για συγγραφείς όπως οι Γ.Χ. Όντεν, Νόρμαν Μέιλερ, Γουίλιαμ Στάιρον, Αϊζάια Μπερλίν, Έντμουντ Γουίλσον, Τρούμαν Καπότε. Άλλωστε το έντυπο μέχρι σήμερα δίνει θέση σε εξαιρετικούς συγγραφείς που αποδεικνύονται και οξυδερκέστατοι κριτικοί, όπως ο τακτικός συνεργάτης Τζ. Μ. Κουτσί.

Μια από τις σταθερές της NYRB είναι η εκστρατεία καταγγελίας κάθε περίπτωσης συστηματικής παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (π.χ. στη Λατινική Αμερική, τη Σοβιετική Ένωση, την Κούβα, το Ιράν επί Σάχη και Χομεϊνί κ.ά.). Οι έρευνες συχνά ανατίθενται όχι σε επαγγελματίες ρεπόρτερ αλλά σε συγγραφείς όπως η Σούζαν Σόνταγκ, ο Β.Σ.Νάιπολ ή η Τζόαν Ντίντιον, που επισκέφτηκε και έγραψε για το Σαλβαδόρ την εποχή του καταπιεστικού καθεστώτος που υποστηριζόταν από τη Ουάσινγκτον, ενώ η Μέρι Μακάρθι είχε γράψει για το Γουότεργκεϊτ. Ενδεικτική είναι η περίπτωση της στάσης ως προς το Βιετνάμ: η δημοσίευση μιας παρέμβασης του Ρόναλντ Ντουόρκιν σχετικά με το δικαίωμα άρνησης στράτευσης σ’ έναν πόλρμο που χαρακτήρισε παράνομο προκάλεσε την οργή της κυβέρνησης και πλήθος αντιδράσεων. Πιο πρόσφατα το άρθρο ενός (αν και Ρεπουμπλικάνου) ανώτατου δικαστικού σχετικά με την αντισυνταγματικότητα και την παρανομία της θανατικής ποινής άσκησε πελώρια επίδραση.
Δυο κείμενα εκκινούν από ισάριθμες εκδόσεις από και για τον Φερνάντο Πεσσόα. Ο Βίκτωρ Ιβάνοβιτς εξετάζει «Τα μπαούλα των ποιητών και τα αφηγηματικά ετερώνυμα του Πεσσόα». Στα πρώτα ανήκουν τόσο τα ιδεατά όσο και τα υπαρκτά – από τα οποία ο συντάκτης επιλέγει δυο: του Ρουμάνου δικαστικού υπαλλήλου Δημητρίου Δημητρέσκου – Μπουζάου, αυτόχειρα συγγραφέα των «Αλλόκοτων σελίδων», «πρόδρομο του Υπερρεαλισμού και της λογοτεχνίας του παραλόγου» και του Λόρκα, απ’ όπου ξεπήδησαν «Η μητέρα του Σαρλώ» και τα «Σονέτα του Σκοτεινού Έρωτα». Το περιώνυμο κιβώτιο του Πεσσόα (απ’ όπου αποκαλύφθηκαν και τα ετερώνυμά του) εβδομήντα πέντε έτη μετά τον θάνατό του εξακολουθεί, ως υστερική μήτρα, να γεννοβολάει, προς χαρά των αναδόχων pessoanos. Μια εξ αυτών, η βασική μεταφράστρια και μελετήτρια του έργου του Μαρία Παπαδήμα, («Κ.Π.Καβάφης – Φ. Πεσσόα: το χρονικό ενός μύθου») εξετάζει τις εκλεκτικές συγγένειες των δυο ποιητών που ενέπνευσαν ήδη μια ταινία, ένα βιβλίο, ένα κείμενο, εμπλούτισαν τις συγκρίσεις του Πορτογάλου λογοτέχνη με άλλους ομότεχνους, και τις ήδη υπάρχουσες διακειμενικές και διαπροσωπικές μυθοπλασίες, συνομιλίες, αφηγήματα και θεατρικές παραστάσεις.
Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον πεντασέλιδο κείμενο 30 ευσύνοπτων ενοτήτων του Χρήστου Χρυσόπουλου («Το «κογκνιταριάτο» και η ιεράρχηση της πληροφορίας. Ένα επιχείρημα για το ηλεκτρονικό βιβλίο, την ψηφιακή υπόσχεση και τον ρόλο των διανοούμενων») προσθέτει (και ξεκαθαρίζει πολλά ζητήματα) στην συζήτηση γύρω από το ηλεκτρονικό βιβλίο. Αφετηρία αποτελεί η κριτική των Αγκάμπεν, Μπεράρντι, Ντην και Ζίζεκ και άλλων σχετικά με τους κινδύνους του διαφαινόμενου πληροφοριακού καπιταλισμού, που υποτίθεται πως κερδίζει την ψυχή των διανοούμενων, οι οποίοι επενδύουν άμεσα στον ψηφιακό κόσμο τις πιο μύχιες, ποιητικές, «ανθρώπινες» ιδιότητές τους, δραστηριοποιούνται κατεξοχήν στους νέους τόπους ψηφιακής διασύνδεσης και φαντασιώνονται πως εκεί προάγονται ζωτικές δημοκρατικές αξίες (ανοιχτή πρόσβαση, ελεύθερη συζήτηση, ίση συμμετοχή κλπ.), όλα προς όφελος της επιχείρησης της διαδικτυακής πλατφόρμας. Έτσι οι διανοούμενοι πέφτουν θύματα της πλάνης ενός δήθεν δημοκρατικού διαλόγου, χειραφέτησης και διασποράς των ιδεών.
Ο Χρυσόπουλος εκκινεί από τη θεμελιώδη συνθήκη αυτού που ο Ρίτσαρντ Σένετ ονόμασε Ευέλικτος Καπιταλισμός (Flexible Capitalism), που οδηγεί στη διαρκή αναζήτηση τεχνολογικών καινοτομιών. Την ίδια στιγμή τίθεται η ανάγκη οριοθέτησης ακόμα και αναστολής τους, ώστε να διατηρηθεί ο έλεγχος των διαδικασιών παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης. Ο Γιόζεφ Σουμπέτερ έχει μιλήσει εκτενώς γι’ αυτές τις Περιοριστικές Πρακτικές (κατοχύρωση πνευματικής ιδιοκτησίας, πατέντες, μονοπωλιακές πρακτικές) που ελέγχουν το εύρος και το ρυθμό διάχυσης της τεχνολογίας. Οι παραπάνω αντίρροπες δυνάμεις δεν αποτελούν διαλεκτική αντίφαση αλλά μάλλον συστατική του καπιταλισμού αντίθεση.
Ποια θα όφειλε να είναι η στάση των διανοούμενων απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα; Οι συγγραφείς καλούνται να διαχειριστούν μια διεκδικητική θέση ανάμεσα στους δυο πόλους της δημιουργικότητας και του ελέγχου, με γνώμονα την διασφάλιση των δικαιωμάτων του δημιουργού, την δυνατότητα ελεύθερης έκφρασης και διάδρασης με το ψηφιακό κοινό και την ελεύθερη διάνοιξη νέων τρόπων έκφρασης. Ο Φράνκο (Μπίφο) Μπεράρντι μίλησε για προσωρινές αυτόνομες ζώνες, ανοιχτό κώδικα (open source), δωρεάν περιεχόμενο (freeware). Καθώς η ψηφιοποίηση έχει πλέον άρει το δίλημμα πρωτότυπο/αντίγραφο και αμφισβητείται το δικαίωμα ελέγχου του πνευματικού προϊόντος, το δίλημμα αφορά συγγραφείς και εκδότες και τίθεται ανάμεσα στον κλειστό («κλείδωμα» αρχείων) ή ανοιχτό ψηφιακό περιεχόμενο (που στα καθ’ ημάς τολμήθηκε μόνο από τις εκδ. Καστανιώτη).
Η δεύτερη πρακτική βασίζεται στην οικονομία του δώρου, στην διαπίστωση ότι το ψηφιακό προϊόν μπορεί κανείς να το δωρίσει δίχως να το απολέσει, δημιουργώντας έτσι ένα πεδίο κοινοκτημοσύνης (intellectual commons), ενώ η έννοια του κατοχυρωμένου δικαιώματος (copyright) μεταλλάσσεται σε άδεια χρήσης (copy left). O συντάκτης αναπτύσσει τις προϋποθέσεις και τις παραμέτρους της παραπάνω επιλογής, με βάση και την περίπτωση του βιβλίου του «Ο βομβιστής του Παρθενώνα», η ηλεκτρονική μορφή του οποίου έχει δημιουργήσει ένα διαρκώς εμπλουτιζόμενο «επαυξημένο» σύνολο (βιβλίο – ebook – blog – forum) που δεν ανταγωνίζεται αλλά συνυπάρχει με το παραδοσιακό βιβλίο.
Ακόμα: Ξεθωριάζει το Όνειρο της Ευρώπης (Ορχάν Παμούκ), Ιστορία και ατομική μοίρα (Σταύρος Ζουμπουλάκης για τον Τελευταίο Βαρλάμη του Θανάση Βαλτινού) και ορισμένοι ενδεικτικοί τίτλοι παρουσιάσεων βιβλίων και θεμάτων: Φάρος, μοντέλο ή εξαίρεση; Οι εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο και η Αίγυπτος / Αδελφοί Μουσουλμάνοι και δημοκρατία / Μια φιλελεύθερη θεώρηση της νεώτερης ελληνικής ιστορίας / Φιλοσοφίας γένος. Από τη σοφία στη φιλοσοφία./ Πέντε μύθοι για την καινοτομία / Η κρίση στην Ελλάδα / Η «ιδρυτική διακήρυξη» της «Σπίθας» και γιατί πρέπει να διαβαστεί (όπου ασκείται έντονη αρνητική κριτική στο κείμενο) κ.ά.
Στην φωτογραφίες: ένας από τους Πεσσόες και η Τζόαν Ντίντιον το 1981, την εποχή του Σαλβαντόρ και…κάπως έτσι είναι το ηλεκτρονικό βιβλίο;
30
Μαρ.
11

Μίκης Θεοδωράκης – Άξιος Εστί. Από τον μεσοπόλεμο στη χρεοκοπία

 Τα άγραφα σάουντρακ

Θα μπορούσα να το κάνω, αν είχε τελείως άλλη ζωή και άλλες προτεραιότητες, οι οποίες δεν ήταν μουσικές τότε, ήταν καθαρά πολιτικές. Και έτσι εγκατέλειψα αυτή την προοπτική, που θα ήταν για μένα πραγματικά μια απογείωση. Το αντιλαμβάνομαι τώρα, γιατί εκτιμώ πάρα πολύ τον κινηματογράφο, και ακούγοντας τις μουσικές επενδύσεις κάποιων ταινιών, ξέρω ότι θα μπορούσα να γράψω θείες μουσικές. Αλλά – δυστυχώς – μετά την Ηλέκτρα, ακόμη και με τον Ζορμπά, είχα μπει για καλά μέσα στους Λαμπράκηδες και δεν μπόρεσα να ασχοληθώ όσο ήθελα με αυτό το υπέροχο πράγμα που είναι ο κινηματογράφος. Ακόμα και το Ζ το έγραψα στη Ζάτουνα και φυσικά και πάλι άλλος το ενορχήστρωσε. Μετά, όταν ηχογραφούσα τη μουσική για την Κατάσταση Πολιορκίας στο Παρίσι, το μυαλό μου δεν ήταν εκεί, μα στις συνεδριάσεις για την αντίσταση. Η αντίσταση έφαγε όλη την καριέρα που θα μπορούσα να κάνω στον κινηματογράφο, όχι μόνο εμπορική αλλά κυρίως μουσική. Γιατί είχα ιδέες, λάτρευα τον κινηματογράφο…Οι Αμερικανοί μου έδιναν όλα τα μέσα. Αυτό είναι το μείον της ζωής μου, το ομολογώ… (σ. 694)

Η φορτισμένη εξομολόγηση του Μίκη Θεοδωράκη μού λύνει μια απορία χρόνων, ακούγοντας την μουσική από το Σέρπικο (στην οποία άλλωστε αναφέρεται). Πώς και δεν ασχολήθηκε περισσότερο με την κινηματογραφική μουσική ο κατεξοχήν εικονοποιητικός συνθέτης. Μαζί με την γλυκόπικρη παραδοχή μας μένει η ιστορία του συγκεκριμένου σάουντρακ: πρόταση του σκηνοθέτη Σίντνεϊ Λιούμετ που είχε ερωτευτεί το κομμάτι Δρόμοι Παλιοί κι ήθελε όλη η μουσική της ταινίας να γραφτεί πάνω τους, ευγενής προσέγγιση σ’ έναν Μίκη που δεν γνώριζε καν αγγλικά και νόμιζε πως του μιλούσε κάποιος βοηθός, γράψιμό της στα διάφορα ξενοδοχεία – σταθμούς της αμερικάνικης περιοδείας του. Αλλά πολύ περισσότερο (και) σ’ αυτό το απόσπασμα κυριαρχεί ο διττός πυρήνας και συνάμα διχασμός της ύπαρξής του: ένα θυελλικό μουσικό «ταλέντο» και μια ασυγκράτητη επιθυμία πολιτικής δράσης και ηθικών στόχων. Ο Μ. υπέταξε το πρώτο στα δεύτερα και δεν διαχώρισε τις μουσικές του δημιουργίες από το προσωπικό ιδανικό της καλύτερης χώρας και του καλύτερου κόσμου, χωρίς παράπλευρες σκοπιμότητες.
Βίος ασυμβίβαστος
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Μίκης βιογράφει και βιογραφείται. Σε τόμους ολόκληρους απομνημονευμάτων και πολλές άλλες εκδόσεις (θυμάμαι ακόμα και δεκάδες σελίδες διηγήσεων σε παλιά Ποπ και Ροκ, στην πρώτη περίοδο του περιοδικού) μάς έχει κοινωνήσει πλείστες φορές την δική του συγκλονιστική ζωή, μονίμως στη δίνη του δημιουργικού-μουσικού και κοινωνικού-πολιτικού κυκλώνα. Πάντα μέσα, ποτέ έξω. Η συγκεκριμένη έκδοση όμως (όπου επανεκδίδονται δυο παλαιότεροι τόμοι [2004, 2005] και ενοποιούνται σε έναν, μαζί με πρόσθετο τρίτο κεφάλαιο με κείμενα για το σήμερα) έχει την μορφή μιας ποταμώδους, σχεδόν χιλιοσέλιδης συνομιλίας μαζί του. Αυτή το στοιχείο πέρα από την απολαυστική προφορικότητα έχει και το μέγιστο αναγνωστικό πλεονέκτημα να μπορείς να ξεκινήσεις το διάβασμα απ’ οπουδήποτε ή ν’ απολαύσεις ένα μεμονωμένο κομμάτι χωρίς χάσματα από τα πριν και μετά. Ο γνώριμος πρωτογενής και ηφαιστειώδης «συμφωνικός» του λόγος ως συνήθως δεν υπακούει σε καμία υποχρεωτική γραμμικότητα, αλλά κάνει όσα άλματα θέλει, μη ξεχνώντας να επιστρέψει στο συζητούμενο.

Μεγαλώνοντας στον ελληνικό Μεσοπόλεμο, κρητικές καταβολές, Γκεστάπο, Ενάτη, Χριστιανισμός, Σοσιαλισμός, Κατοχή, Μυρτώ, Δεκεμβριανά, ΕΑΜ, ένας συμφωνικός συνθέτης στη Μακρόνησο, πώς γεννιέται ένα μεγάλο όραμα, ένας ξαφνικός έρωτας με τη λαϊκή μουσική στην Ικαρία, από την ΕΟΝ στην ΕΠΟΝ («βάλαμε ένα Π και πήγαμε να σκοτωθούμε»), ζώντας κυνηγημένος στην Αθήνα, διδάσκοντας το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ στους φυλακισμένους, καταπίνοντας μπαρούτι στην Αλεξανδρούπολη, Παρίσι, Μόσχα, Επιτάφιος, Βουκουρέστι, Αριστεράς Διχασμός, Κομσομόλ, Τσε, Νεολαία Λαμπράκη, Μακάριος, Ιουλιανά, Δικτατορία, Ζάτουνα, Ωρωπός, Τασκένδη, Μεταπολιτεύσεις, Λύση Καραμανλή, Καντάφι, 89, Σήμερα, Κρίση, Σήμερα: Δεν είναι παρά ελάχιστοι τίτλοι και υπότιτλοι των αμέτρητων κεφαλαίων του βιβλίου, απλώς και μόνο ενδεικτικά οδοσήματα της ζωής ενός ανθρώπου που δεν σταμάτησε να παίρνει θέση, να πολεμάει για ό,τι έκρινε ως καλύτερο, προκαλώντας σχεδόν πάντα αντιδράσεις.

Εξουσίες/Αντεξουσίες

Ο Μ. πάντα πάλευε γι’ αυτό που πίστευε και ουδέποτε συμβιβάστηκε. Όσο πιο δύσκολες ήταν οι καταστάσεις, τόσο πιο σκληρή και συγκρουσιακή υπήρξε η δική του θέση. Κι όντως μέχρι σήμερα συγκρούστηκε περίπου με τους πάντες: με Δεξιά και Αριστερά σε όλες τις εκδοχές της, με Αμερική και Σοβιετική Ένωση, με κόμματα, δικτατορίες, πολιτικούς. Ιδού ένα μείζον στοιχείο της προσωπικότητάς του: η ανυποταξία σε κανόνες, δομές, δυνάμεις, καθεστώτα, σχήματα, και ταυτόχρονα ο λόγος που ολόκληρο το πολιτικό σύστημα δεν μπόρεσε ούτε να τον κατατάξει ούτε να τον χρησιμοποιήσει ούτε και να τον αγνοήσει, ούτε να μην τον σεβαστεί.

Ήταν ο πρώτος που κατηγόρησε ευθέως τη Φρειδερίκη ως ηθική αυτουργό της δολοφονίας του Λαμπράκη, ενώ στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου κατηγόρησε τους Σοβιετικούς ως «σύγχρονους πρίγκιπες» προκαλώντας παγκόσμιο σάλο. Με το Τραγούδι του νεκρού αδελφού έβαλε έναν κομμουνιστή κι ένα χωροφύλακα να σφίγγουν τα χέρια πάνω απ’ το πτώμα της μάνας τους γεφυρώνοντας τις δυο πλευρές του εμφυλίου (οπότε και καθαιρέθηκε από την Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη, ενώ την είχε ιδρύσει και ήταν πρόεδρός της!). Για τα είχε αλλεπάλληλα φλερτ και διαζύγια με πολιτικούς χώρους στην μεταπολιτευτική περίοδο λέει: Δεν άλλαξα εγώ, τα κόμματα άλλαξαν.

Στο βάθος πιστεύω ένας εξουσιαστής κρύβει μέσα του μια τεράστια ανασφάλεια, ένα κενό – και η ανασφάλεια είναι από τα πιο δυνατά ένστικτα του ανθρώπου. Αν ο άνθρωπος είναι ένα πορτοκάλι, ο πολιτισμένος άνθρωπος είναι η φλούδα του κι όλο το εσωτερικό του είναι η ανασφάλειά του./ … άμα το εξετάσεις, όσο πιο πολύ ανεβαίνεις στην πυραμίδα, τόσο πιο δυστυχής γίνεσαι. Πότε θα καταλάβει ο άνθρωπος ότι η ζωή είναι κάτι πεπερασμένο; / Βρίσκομαι εις τα δυσμάς του βίου μου, δεν ήμουν ποτέ στην εξουσία, δεν είχα ποτέ ουσιαστική εξουσία. Αν με ρωτήσεις τι θα προτιμούσα, αυτή τη ζωή που έχω κάνει ή μια άλλη στην οποία να συμμετείχα σε μια εξουσία θα έλεγα «Όχι, προτιμώ αυτή που έχω κάνει».

Χιλή/Canto General

Αναπόφευκτα μέσα από τις διηγήσεις για το Θεοδωρακικό Canto General και τις αναρίθμητες ανά τον κόσμο ιστορίες του, ξεχωρίζει η Χιλιανή. Οι Χιλιανοί άλλωστε το γνώριζαν ήδη από την δικτατορία τους, καθώς τύπωναν τους δίσκους με άλλο εξώφυλλο κι ετικέτες (γνώριμη κι εδώ τακτική). Ειρωνεία: όταν ελευθερωνόταν η Ελλάδα, η Χιλή άρχιζε τον δικό της ανήφορο. Ο συνθέτης είχε λάβει ως δώρο από τον «ιδεαλιστή αιθεροβάμμονα» Αλιέντε τους δυο τόμους του Κάντο από την βιβλιοθήκη του. Ο ίδιος του είχε πει πως ο καλύτερος συνομιλητής του στο στρατό ήταν ο … Πινοσέτ, στον οποίο μάλιστα είχε εξομολογηθεί πως σκόπευε να αναλάβει την ηγεσία του στρατού. Η συνέχεια γνωστή…

Εδώ ενδιαφέρουσα η διαπίστωση σχετικά με την μέγιστη δημοτικότητα του Πινοσέτ: είχε γαλουχήσει μια ολόκληρη γενιά, που δεν γνώριζε τίποτε άλλο. Ιδού πώς μπορεί ένας δικτάτορας να ανεβάσει ποσοστά: αναθρέφοντας μια γενιά που τον έχει ως μόνη εικόνα και πρότυπο. Εξαιρετικά κινηματογραφικές οι εικόνες από τα οικήματα – παράγκες του Νερούντα, με τα κρεμασμένα απ’ το ταβάνι πρωραία παλιών πλοίων, με τις αιωρούμενες γοργόνες και η στιγμή όπου βρίσκονται στον τάφο του ποιητή έτοιμοι να παίξουν στο μαγνητόφωνο – παλιό τάμα– το έργο: καθώς ακούγεται το Έρχονται τα πουλιά κι η μουσική σμίγει με τους ήχους των κυμάτων του Ειρηνικού, ακούγεται ένας γδούπος και ένα πολύχρωμο πουλί πέφτει και νεκρώνεται πάνω στον τάφο…

Φιντέλ  Ιδιαίτερα απολαυστικές είναι οι σελίδες «Με τον Φιντέλ στην Κούβα». Πριν την παρουσίαση του Κάντο Χενεράλ ο Μίκης ζητάει από τον δήμαρχο να ανοίξει τις πόρτες του τεράστιου καθεδρικού της πλατείας, να τον φωταγωγήσει και να χτυπήσουν οι καμπάνες. Ο δήμαρχος δεν διανοείται να το τολμήσει αλλά ο Μίκης τον ψήνει πως θα το πάρει πάνω του. Τη στιγμή του πρώτου κομματιού γίνεται το παγώνουν όλοι, σηκώνεται ο Κάστρο, έτοιμος να τραβήξει το πιστόλι του, τον αγκαλιάζει ο Μ., ησύχασε, εγώ το έκανα. «Τι μου κάνατε! Αλλά πάλι καλά. Μπορεί να πιστεύουν ότι εδώ γινόταν αντεπανάσταση»…

Άλλες σπαρταριστές διηγήσεις εδώ: οι κοινές περιπλανήσεις με τον Κάστρο πάντα με το βαλιτσάκι του με το κόκκινο τηλέφωνο (καθώς πάντα αναμενόταν κάποια απόβαση), ο τρόπος που υποτάχθηκε στα παράπονα μιας γυναίκας και της ζητούσε συγνώμη, η επίσκεψη στην περίφημη vaca (αγελάδα) που παράγει πάνω από εκατό κιλά γάλα τη μέρα και στις μελέτες για τις αμερικανικές επιθέσεις μικροβίων μέσω αέρα και κουνουπιών, η παράκληση ενός ταπεινού έλληνα ψαρά να μεσολαβήσει σε συνάντηση με τον Φιντέλ (που τελικά αποδεικνύεται …πράκτορας των Ανατολικογερμανών).
Ο Κάστρο τού παραπονιέται για την δήλωσή του πως οι χώρες του σοσιαλισμού έχουν εκφυλιστεί σε σύγχρονες μοναρχίες κι ο Μ. δεν μασάει τα λόγια του, σε σημείο ο ηγέτης να συμφωνήσει. Ο Κάστρο ήταν ένας φιλελεύθερος αστός, αλλά η βλακεία των Αμερικανών τον έσπρωξε να γίνει αυτός που ξέρουμε όλοι σήμερα. Αλλά ήδη από τότε ο Μ. δεν ανησυχούσε για την μετα-Κάστρο εποχή, πιστεύοντας στην ίδια τη νοοτροπία του Κουβανικού λαού, βλέποντας πως παρά τους τόσους αποκλεισμούς, κανείς δεν ξεσηκώνεται, σε αντίθεση με ότι θα συνέβαινε σε άλλους λαούς.
Ε.Τ.
Ολόκληρο κεφάλαιο αφιερώνεται στο θέμα της ελληνοτουρκικής φιλίας, που ο Θ. γνώριζε πως θα ξεκινούσε μόνο από τα λαϊκά στρώματα, εφόσον οι κυβερνήσεις θα ήταν εφ’ όρου ζωής μπλοκαρισμένες. Συνέλαβε την ιδέα σε μια παραβοσπόρεια ταβέρνα, έχοντας απέναντι τον γνωστό κουρδικής καταγωγής τούρκο συγγραφέα Γιασάρ Κεμάλ (που ο Μιτεράν με κάθε ευκαιρία τον συμβουλευόταν). Όπως οι περισσότερες ιδέες του συνάντησε κι αυτή πολιτικές αντιδράσεις αλλά μετέπειτα εφαρμογή: όταν ο Αντρέας αιφνιδιαστικά συναντά τον Οζάλ στο Νταβός όλοι υπερθεματίζουν. Οι γνώστες απορούν, υπενθυμίζουν στον Θ. πως προηγήθηκε, πως θα έπρεπε να έχει ένα μερίδιο στο εύψυχο κλίμα. Εκείνος όπως πάντα επιδεικνύει ανωτερότητα, αδιαφορεί για το «σχολικό», όπως λέει, «εγώ ήρθα πρώτος». Ο ίδιος ο Ανδρέας κατ’ ιδίαν του το παραδέχεται: «Εσύ είδες, εγώ όχι». Για άλλη μια φορά αποδεικνύεται πως οι αντιθέσεις του με τα σημαντικά πολιτικά πρόσωπα της εξουσίας ήταν πολιτικές, όχι προσωπικές.

Κλασικά Ηχογραφημένα

…έχω μέσα στο νου μου ένα εκατομμύριο νότες που πρέπει να τιθασεύσω… 

Σύντομα θα κλείσουν σαράντα χρόνια από την μαζική μεταπολιτευτική παραγωγή των απαγορευμένων του τραγουδιών, τότε που το εργοστάσιο της Κολούμπια (που είχε το μεγαλύτερο ποσοστό τους κι είχε κρύψει τις μήτρες σε κρύπτες) δούλευε τρεις βάρδιες, κόβοντας συνεχώς βινύλια. Αλλά ο συνθέτης που έβαλε την ποίηση στο τραγούδι και θεώρησε πως «η μελοποίηση των ποιητών είναι μια πράξη κατεξοχήν πολιτική» θέλησε να πάει ακόμα παραπέρα: στις όπερες, τα ορατόρια και τις συμφωνίες. Η φόρμα του τραγουδιού του είναι πλέον λίγη, έχει ιδέες ακόμα και για την μουσική μεταγραφή αρχαιοελληνικών κειμένων αλλά του λείπει μια αίθουσα, μια υποδομή για την παρουσίαση όλων αυτών. Η επιθυμία του έχει μείνει απραγματοποίητη καθώς το κράτος προτιμά να διαθέτει όλο το χρήμα σε ξένους συνθέτες. Το ιδιαίτερο κεφάλαιο της ελληνικής συμφωνικής μουσικής και όπερας παραμένει αναφομοίωτο στη χώρα μας. Χρόνια πριν οι Σουηδοί είχαν μετατρέψει σε όπερα ακόμα και τη φράση που είχε πει στον Λαδά: «Όταν τα τανκς θα έχουν σκουριάσει, τα τραγούδια μου θα ζουν». Αλλάζουν κι οι εποχές. Το 1975 όλοι τραγουδούσαν «τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις» αλλά το 1984 δεν άκουγε πια κανείς το «τη Ρωμιοσύνη τώρα να την κλαις» από το έργο Διόνυσος.

Ποια έργα άραγε προκρίνει ο συνθέτης από το παρελθόν της κλασικής; Σοστακόβιτς, Στραβίσνκι, Κατά Λουκάν του Πεντερέσκι, Μεταστάσεις του Ξενάκη. Στον εγκλεισμό του στο Βραχάτι όταν είχε χάσει τις μεταπολιτευτικές εκλογές άκουγε ορατόρια του Μπαχ. Το σύστημα τονάλ βρίσκεται πιο κοντά στο μονοθεϊσμό, που είναι το αντίπαλο δέος στο ιδανικό της ελληνικές σκέψης και δημιουργίας, της «Λαϊκής Δημοκρατίας» και του πανθεϊσμού των Ελλήνων, που αντιστοιχεί στη μουσική μοντάλ, γιατί στην κλίμακα των αρχαίων Ελλήνων, στον τρόπο τον δωρικό, τον ιωνικό, το λυδικό όπως τους ονόμαζαν, δεν μπορούμε να πούμε ότι σε εφτά νότες υπήρχε μια κυρίαρχη. Θεωρητικά όλες οι νότες της κλίμακας ήταν ισότιμες. Με το τονικό σύστημα, που επιβεβαιώνει ο Μπαχ με «Το καλώς Συγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο» περνάμε στο μονοθεϊσμό.

Ζάτουνα/Αρκαδίες

Ένα Θεοδωρακικό Κεφάλαιο που δεν βαριέμαι να διαβάζω και να ξαναδιαβάζω. Ακόμα θυμάμαι την προ ετών επίσκεψή μου εκεί, σ’ ένα καφενείο πνιγμένο στις «παλιατσαρίες», ανέγγιχτο απ’ το χρόνο και το βάρος του. Νυχτερινή οδήγηση στην Αρκαδία, ο Θ. είναι βέβαιος πως θα τον πετάξουν σε κάποια απ’ τις χαράδρες έξω από τη Δημητσάνα, σε μια πεσμένη πινακίδα βλέπει το όνομα του χωριού που θα γίνει ίσως η πιο ιδιόμορφη εξορία του. Σ’ ένα σπίτι, με είκοσι φρουρούς, με προβολείς ΔΕΗ διαρκώς αναμμένους τη νύχτα και αιφνιδιαστικές επισκέψεις στη μέση της καταιγίδας. Απογοήτευση που από το κρυφό τρανζίστορ αντιλαμβάνεται πως το Ράδιο Μόσχα σιωπά για την σύλληψή του. Η περίφημη μεταφορά του πιάνου με φορτηγό, παίξιμο των τραγουδιών του που τα παρουσιάζει σαν …χατζηδακικά, οι φιλίες με τους χωροφύλακες, ορισμένοι γίνονται και η χορωδία του, ο ενωμοτάρχης του δίνει το δικό του ραδιοφωνάκι, κάποιοι του προτείνουν να ξεκινήσει από τη Ζάτουνα η ελεύθερη Ελλάδα και κάνουν ασκήσεις στο δρόμο…

Ανταλλαγές μηνυμάτων με αόρατη μελάνη σε περιτυλίγματα φρούτων και σχέδια απόδρασης (νύχτες αναμονής ενός ελικοπτέρου στο αλώνι) ή κρυφής φωτογράφησης, όπως εκείνο με τον δημοσιογράφο του Paris Match που ήρθε νύχτα στο χωριό χάρη σε χάρτη που έφτιαξε από μνήμης η μικρή Μαργαρίτα αλλά σταμάτησε σ’ ένα δέντρο πίσω απ’ το σπίτι λόγω επίθεσης σκυλιών (!). Εκεί γεννήθηκαν οι Αρκαδίες, από εκεί έφυγε η πρώτη, με ταινίες ενσωματωμένες στα πέντε κουμπιά στο πανωφόρι του μικρού του γιου, για να τις ακούσει αργότερα ηχογραφημένες απ’ το ραδιοφωνάκι, και να νοιώθει την μεγάλη κρυφή νίκη. Ο Μάνος Ελευθερίου ήταν ο μόνος ποιητής που δεν είχε φοβηθεί να του δώσει καινούργιους στίχους. Όταν πλέον τέλος είχε σαγηνεύσει όλους τους φύλακες, η μεταφορά στον Ωρωπό κρίθηκε απαραίτητη, με 4 διαφορετικές συνοδείες, μην τις μαγέψει κι αυτές.

Σελίδα 1000 – τέρμα

Τελικά ίσως αυτή είναι η ζηλευτή ζωή: να την μπλέξεις με την πορεία ενός τόπου, να είσαι φίλος και συνομιλητής μερικών από τους καθοριστικότερους ηγέτες του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, να μιλάς για τις γύρες σου ανά τον πλανήτη σα να μιλάς για βόλτες σ’ ένα νομό, να φτιάξεις μοναδική σχέση με ολόκληρους λαούς μέσα από τη μουσική σου, να αποτελείς ζωντανό μήνυμα ελευθερίας και αξιοπρέπειας ανά τον κόσμο.

Σ’ αυτόν άλλωστε ανήκε ολοκληρωτικά ο στίχος του Μιχάλη Γκανά στους Δρόμους του Αρχάγγελου απ’ το Ασίκικο Πουλάκη: Χάλκινο το τραγούδι μας στο στόμα/τίποτα δεν το φίμωσε ακόμα.

Εκδ. Κυριακίδη, 2010, 942 σελ. + 110 σελ. φωτογραφίες. Υπότιτλος: Ο συγγραφέας αφηγείται τη ζωή του στον Γιάννη Π. Μαλούχο και μιλά για την ιστορία της νεότερης Ελλάδας. [Ο Γ.Μ. είναι δημοσιογράφος, παλαιότερα συνεργάτης, μεταξύ άλλων, ΣΚΑΪ και Καθημερινής, σήμερα ΕΡΤ και Βήματος].

Στις φωτογραφίες: Με συνεξόριστους στην Ικαρία (1947), στη Μακρόνησο, στη Χιλή με Πάμπλο Νερούντα, σε συντροφική ομήγυρη στην Κούβα, στην πίσω αυλή του σπιτιού στη Ζάτουνα. Και ο δίσκος με τον αγνοημένο στίχο «Την Ρωμιοσύνη τώρα να την κλαις».

Πρώτη δημοσίευση: εδώ.




Μαρτίου 2011
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123456
78910111213
14151617181920
21222324252627
28293031  

Blog Stats

  • 1.138.395 hits

Αρχείο