Το τεύχος ξεκινάει με συνέντευξη του Ρόμπερτ Σίλβερς, διευθυντή της New York Review of Books, την πιο φημισμένη και έγκυρη πνευματική επιθεώρηση του αγγλοσαξονικού κόσμου (με την οποία σχετίζεται και συνεργάζεται η ARB, βλ. περισσότερα εδώ). Το έντυπο γεννήθηκε από ένα συλλογικό σχέδιο το 1963, επωφελούμενη από μια τρίμηνη απεργία στους New York Times. Η αρχική ομάδα φίλων (όπου ανήκε και ο ποιητής Ρόμπερτ Λόουελ) είχε την πεποίθηση ότι το επίπεδο της λογοτεχνικής κριτικής ήταν μέτριο και έλλειπε η ίδια η αίσθηση της λογοτεχνίας. Η αφετηριακή ιδέα υπήρξε ο θαυμασμός τους για συγγραφείς όπως οι Γ.Χ. Όντεν, Νόρμαν Μέιλερ, Γουίλιαμ Στάιρον, Αϊζάια Μπερλίν, Έντμουντ Γουίλσον, Τρούμαν Καπότε. Άλλωστε το έντυπο μέχρι σήμερα δίνει θέση σε εξαιρετικούς συγγραφείς που αποδεικνύονται και οξυδερκέστατοι κριτικοί, όπως ο τακτικός συνεργάτης Τζ. Μ. Κουτσί.
Δυο κείμενα εκκινούν από ισάριθμες εκδόσεις από και για τον Φερνάντο Πεσσόα. Ο Βίκτωρ Ιβάνοβιτς εξετάζει «Τα μπαούλα των ποιητών και τα αφηγηματικά ετερώνυμα του Πεσσόα». Στα πρώτα ανήκουν τόσο τα ιδεατά όσο και τα υπαρκτά – από τα οποία ο συντάκτης επιλέγει δυο: του Ρουμάνου δικαστικού υπαλλήλου Δημητρίου Δημητρέσκου – Μπουζάου, αυτόχειρα συγγραφέα των «Αλλόκοτων σελίδων», «πρόδρομο του Υπερρεαλισμού και της λογοτεχνίας του παραλόγου» και του Λόρκα, απ’ όπου ξεπήδησαν «Η μητέρα του Σαρλώ» και τα «Σονέτα του Σκοτεινού Έρωτα». Το περιώνυμο κιβώτιο του Πεσσόα (απ’ όπου αποκαλύφθηκαν και τα ετερώνυμά του) εβδομήντα πέντε έτη μετά τον θάνατό του εξακολουθεί, ως υστερική μήτρα, να γεννοβολάει, προς χαρά των αναδόχων pessoanos. Μια εξ αυτών, η βασική μεταφράστρια και μελετήτρια του έργου του Μαρία Παπαδήμα, («Κ.Π.Καβάφης – Φ. Πεσσόα: το χρονικό ενός μύθου») εξετάζει τις εκλεκτικές συγγένειες των δυο ποιητών που ενέπνευσαν ήδη μια ταινία, ένα βιβλίο, ένα κείμενο, εμπλούτισαν τις συγκρίσεις του Πορτογάλου λογοτέχνη με άλλους ομότεχνους, και τις ήδη υπάρχουσες διακειμενικές και διαπροσωπικές μυθοπλασίες, συνομιλίες, αφηγήματα και θεατρικές παραστάσεις.
Ο Χρυσόπουλος εκκινεί από τη θεμελιώδη συνθήκη αυτού που ο Ρίτσαρντ Σένετ ονόμασε Ευέλικτος Καπιταλισμός (Flexible Capitalism), που οδηγεί στη διαρκή αναζήτηση τεχνολογικών καινοτομιών. Την ίδια στιγμή τίθεται η ανάγκη οριοθέτησης ακόμα και αναστολής τους, ώστε να διατηρηθεί ο έλεγχος των διαδικασιών παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης. Ο Γιόζεφ Σουμπέτερ έχει μιλήσει εκτενώς γι’ αυτές τις Περιοριστικές Πρακτικές (κατοχύρωση πνευματικής ιδιοκτησίας, πατέντες, μονοπωλιακές πρακτικές) που ελέγχουν το εύρος και το ρυθμό διάχυσης της τεχνολογίας. Οι παραπάνω αντίρροπες δυνάμεις δεν αποτελούν διαλεκτική αντίφαση αλλά μάλλον συστατική του καπιταλισμού αντίθεση.
Η δεύτερη πρακτική βασίζεται στην οικονομία του δώρου, στην διαπίστωση ότι το ψηφιακό προϊόν μπορεί κανείς να το δωρίσει δίχως να το απολέσει, δημιουργώντας έτσι ένα πεδίο κοινοκτημοσύνης (intellectual commons), ενώ η έννοια του κατοχυρωμένου δικαιώματος (copyright) μεταλλάσσεται σε άδεια χρήσης (copy left). O συντάκτης αναπτύσσει τις προϋποθέσεις και τις παραμέτρους της παραπάνω επιλογής, με βάση και την περίπτωση του βιβλίου του «Ο βομβιστής του Παρθενώνα», η ηλεκτρονική μορφή του οποίου έχει δημιουργήσει ένα διαρκώς εμπλουτιζόμενο «επαυξημένο» σύνολο (βιβλίο – ebook – blog – forum) που δεν ανταγωνίζεται αλλά συνυπάρχει με το παραδοσιακό βιβλίο.