Ένα τσακ είναι. Ένα κλικ. Ένα μπαμ. Τίποτα παραπάνω. Ένα πέρασμα αδιόρατο, ένα βήμα λοξό σε μια ολόκληρη πορεία ζωής. Περπατάς και σκοντάφτεις. Βαδίζεις και το ένα πόδι πάει από μόνο του αλλού. Και ψάχνεις μετά να βρεις το γιατί. Γιατί έτσι. Μικρά και μεγάλα καθημερινά εγκλήματα, γεννιούνται σαν φαντασιώσεις και καταλήγουν σε εφιάλτες… (σ. 77) διηγείται μια εκ των πολλών αφηγητών, προσθέτοντας την πιο απλή και γι’ αυτό την πιο ανατριχιαστική ερμηνεία σε μια σειρά ατέλειωτων εκδοχών για ένα εφηβικό έγκλημα που έστειλε τις δυο αυτουργούς Φανή και Κάτια στη φυλακή και το ηλικιωμένο θύμα στον θάνατο. Κι αυτόματα θυμάμαι μια πρόσφατη ζωντανή συνομιλία με την Όλια Λαζαρίδου, που αναφερόμενη, με αφορμή θεατρική παράσταση στις φυλακές, σ’ εκείνους που βρίσκονται «μέσα» κι εκείνους που είμαστε «απ’ έξω», έλεγε: μια τρίχα μας χωρίζει, που νομίζουμε ότι είμαστε εμείς άλλο κι αυτοί άλλο…ψήγματα του ακραίου έχουμε όλοι ήδη μέσα μας.
Φυσικά ο παραπάνω ενδεχόμενος φωτισμός δεν είναι ο μόνος. Η αποτρόπαια απρόκλητη σφαγή ενός ανθρώπου για ελάχιστα χρήματα (ως εισιτήρια φυγής) συγκεντρώνει σε κύκλο αφανή δεκάδες πρόσωπα που μιλούν, ερμηνεύουν, ομολογούν κι εξομολογούνται. Την εμπλοκή τους, την άποψή τους, την κριτική τους, την κραυγή τους. Ο καθένας στον κόσμο του, ο καθένας την δική του αλήθεια, ή ο καθένας με το ζόρι του; Προκύπτει άραγε κάποια ενότητα ή όλα διασπείρονται σε εντροπία ομόκεντρων και ουδέποτε εφαπτόμενων αληθειών; Ποιος θα μιλήσει, ποιος θα διηγηθεί, ποιος δικαιούται άποψης, ποιος θα πιστευτεί;
Ας μιλήσουν λοιπόν όλες οι φωνές. Οι αυτουργοί και συμμέτοχοι, το πρόσωπο του τελευταίου τους ραντεβού με την «κανονικότητα», ο αστυνομικός, η φιλόλογος (το γραπτό που θα λείπει, το έχω ήδη διαβάσει. Και δεν ξέρω τι βαθμό να του βάλω), ο γραφειοκράτης, η συγκρατούμενη, ο ιερέας, ο δημοσιογράφος, ο δικηγόρος, ο κτελατζής. Όλοι κι όλα εδώ: μια παιδική έκθεση για εκείνον, το βλέμμα του καθηγητή, το γράμμα της κολλητής, η κρίση του ανακριτή, η εκπορνευόμενη του γέροντα, η αναγάπητη, ως ισχυρίζεται, μητέρα, ο κουρέας του θύματος και ο εγκλειστής των θυτών, ο ορφανός εγγονός, η μυήτρια της φυλακής, τα επισκεπτήρια της φυλακής και του θανάτου, ένα κατεστραμμένο σχολείο, οι παραπονούμενοι του απέξω κι οι αφοριστικοί του μακριά, η αποφυλακισμένη Κάτια, που εξακολουθεί να γράφει στη Φανή γράμματα αναπάντητα με σχέδια κοινά, ένα ποίημα της Φανής αντί κραυγής. Και γύρω τους, ένα κυκλωτικό, πνιγηρό επαρχιακό κι επαρχιώτικο πέπλο, που όπως πάντα θρέφει προκαταλήψεις και θεριεύει σιωπές κι αποσιωπές. Αναρωτιέμαι πώς θα μιλούσε ο αντίστοιχος αστικός περίγυρος.
Και τελικά τόση αλήθεια και τόσο ψέμα βρίσκονται ταυτόχρονα στις ίδιες λέξεις κι ο καθένας παραμένει στον κόσμο του, απ’ όπου δεν ξεφύγει ποτέ, άρα δεν θα δει την αλήθεια του άλλου, ούτε καν του πλέον κοντινού του. Κι αν το άτυχο θύμα ως αλλοτινός αντάρτης έζησε τη δική του ένδοξη Ιστορία, όλοι αυτοί είναι καταδικασμένοι να ζουν μέσα από τις θλιβερές ιστορίες των άλλων. Δική τους δεν θα έχουν ποτέ. Μόνο τις οπτικές τους θα διατηρούν, προσκολλημένες στο λόγο και την λογική του καθενός τους, όλες αδιάψευστες μα κάποιες συγκλονιστικές, όπως εκείνη της «δεύτερης» που επιζητά πλέον τον θάνατο απ’ την «πρώτη»: Εδώ με σαπίζει στο ξύλο για τα 14άρια που της φέρνω. Ενώ εσένα, όλοι σ’ αφήνουν ήσυχη. Δύσκολο παιδί, κλειστή, δεν μιλάει και δεν της μιλάνε. Ενώ εγώ είμαι η «χαζή», εγώ στη σκιά σου, εγώ η ηλίθια που πάντα σ’ άκουγα. Εσύ η Αντιγόνη κι εγώ η Ισμήνη που μας λέγανε και στο σχολείο, ε; Σε βόλευε ο ρόλος. Εμείς σφάξαμε όμως, ενώ αυτές θάψανε. Βρες μου τώρα το μύθο. Βρες τον μου. Η Φόνισσα είμαστε. Δυο φόνισσες. (…) Πότε μου πες καλό λόγο; Τώρα το βλέπω καθαρά. Γιατί είχα τη χαρά μέσα μου κι εσύ τα σκοτάδι. Να μου μαυρίσεις το μέσα μου, αυτό ήθελες. Μόνο να φεύγεις ήξερες, δεν είχε όνειρα κι έπνιγες τα δικά μου. (σ. 55)
Για άλλη μια φορά ο καθένας θα βρει αφορμή να μιλήσει για την δική του ιστορία, όπως ο συγχωριανός του νεκρού (που αδυνατεί να μην συνδέσει τις δικές του μεταναστευτικές μνήμες με το συμβάν), για άλλη μια φορά ο καθένας θα προτιμήσει να παραμείνει στο δικό του παραμύθι, όπως η μητέρα της μιας: «το δικό μου παιδί ήταν ήσυχο, η άλλη φταίει» – φράσεις τόσο γνώριμες, τόσο συχνές… Τουλάχιστο μέσα από τους τραγικά στερεότυπους λόγους των περισσοτέρων, κάποιες χαραμάδες φωτός κιτρινίζουν στο σκοτάδι, όπως της κοινωνικής λειτουργού: Μου ζήτησε η δικηγόρος, όταν γίνει η δίκη, να διαγνώσω κατάθλιψη. Είναι έφηβες, για όνομα του Θεού. Δείξε μου εσύ έναν έφηβο χωρίς κατάθλιψη. Λες και η διάγνωση είναι εξετάσεις σε τομογράφο, μια εκτύπωση, μια ακτινογραφία ψυχής, και εντοπίζεις το μελανό σημείο. (σ. 78).
Με την πρώτη ανάγνωση το βιβλίο καταπίνεται μα δεν απορροφάται. Αργότερα επιζητάς μια δεύτερη, να «ξανακούσεις» τις γνώμες, τις εκδοχές και τις υπεκφυγές των αμέτοχων συμμετόχων. Εδώ ακούς περισσότερο αυτά που δεν λένε και διαβάζεις αυτά που δεν έγραψαν. Ούτε και μ’ αυτή ξεμπερδεύεις. Το έγκλημα δεν λευκαίνει ποτέ. Το βιβλίο παραμένει ανοιχτό, όσο οι πληγές μένουν χαίνουσες, υπαρκτές. «Ευτυχώς» για την λογοτεχνία, δυστυχώς για την πραγματικότητα.
Εκδ. Πόλις, 2011, σελ. 89