Αρχείο για Δεκέμβριος 2011

31
Δεκ.
11

Γιώργος Χ. Θεοχάρης – Από μνήμης

Όπως εκείνος, που πλημμυρισμένος από συγκίνηση, με λυγμικά δάκρυα στα μάτια και τον κόμπο στο λαιμό, «πολύ…» είπε, «πολύ…», και τίποτε άλλο δεν μπόρεσε να προσθέσει, αφήνοντας έτσι αυτό το επίρρημα μόνο του να εκφράζει το μέγεθος του εσωτερικού του συγκλονισμού.

…και μόνο για τέτοιες στιγμές αξίζει κανείς, αν όχι να γίνει ποιητής, τουλάχιστο να γίνει αναγνώστης της˙ και μόνο για τέτοιες στιγμές αξίζει να υπάρχει η ποίηση, να τις κρυσταλλώσει σε στίχο. Κι αν γράφοντας ποιήματα βότσαλα μνήμης ρίχνουμε/στον σιωπηλό βυθό/του χρόνου κι αν τα ποιήματα δεν είναι τίποτα άλλο παρά ενέχυρα με το οποία δανειζόμαστε ψιχία αιωνιότητας και πάλι η οδυνηρή μας διαδρομή γλυκαίνεται, οι πόνοι μας διαχέονται στις λέξεις, μας δίνουν το άλλο χάδι για να πορευτούμε ακόμα πιο συνειδητοί.

Δεν χρειάζεται να βασιστεί κανείς στους τίτλους των συλλογών και των ποιημάτων του Γ. Χ. Θεοχάρη, ούτε καν στη διάκριση των γραπτών του εδώ σε μνημόσυνα και μνησιδωρήματα (τι υπέροχη λέξη, τι αχανής…) για να αντιληφθεί τον εναγκαλισμό του λόγου του με τη μνήμη. Η μνήμη βρίσκεται στην αφετηρία της συγγραφής του, η μνήμη και στην κατάληξη. Κι όλος ο ενδιάμεσος λεκτικός αγώνας αφιερώνεται σ’ εκείνη, ακόμα κι αν εμφανίζεται στην πλήρη σκληρότητά της. Ανάβω το καντήλι σου, /φροντίζω το κερί να μη σου λείψει./Τι άλλο θες και μού καρφώνεις στα πλευρά/μαχαίρια μνήμης; Πώς να προσποιηθείς μια δήθεν απουσία της, αφού: Όλα κάποτε αλλάζουν, σκέπτομαι. Η μνήμη μόνο επιμένει.

Αλλά πάλι θα πείτε προς τι τόσο πάθος αφού οι αναμνήσεις έρχονται μονάχα για να μας παιδέψουν και όσες φορές επιστρέφουμε δεν μας περιμένει κανένας όπως το μεταμεσονύκτιο τρένο φτάνει στην προκαθορισμένη ώρα και βρίσκει το σταθμό ερειπωμένο και ο μοναδικός επιβάτης κατεβαίνει στην αποβάθρα της αιωνιότητας …

Η πανταχού παρούσα και τα πάντα πληρούσα, συμπληρούσα, και οιονεί παραληρούσα μνήμη ανοίγει διάπλατα τις πόρτες αναρίθμητων προσωπικών διηγήσεων. Αλλά εδώ στιχουργούνται και πεζογραφούνται υποδείγματα σύμπλεξης και σύμπλευσης προσωπικής και συλλογικής Ιστορίας. Χρησιμοποιώ και τα δυο ρήματα, καθώς ποίηση και πεζογραφία βρίσκονται τόσο από μνήμης όσο και ειδικά στο παρόν βιβλίο σε διαλεχτή διαλεκτική. Και πώς είναι δυνατό να υπάρχει μνήμη χωρίς πόνο, χωρίς την αίσθηση του οριστικά χαμένου και αναπόδραστα οδυνηρού; Και πώς να μη ζητά η απώλεια μερίδιο στις λέξεις και τα πνεύματα στα πνεύματα και τις στίξεις; Και πώς να μη συνομιλεί κανείς με τους χαμένους του και τους νεκρούς του; Ποιος είπε ότι είναι εύκολο να νοιώσεις το νεκροταφείο κοιμητήριο;

Όπως όταν βρίσκεσαι κάτω από συγκεκριμένη ψυχολογική πίεση: βαριά ασθένεια ή επαπειλούμενος θάνατος προσφιλούς, θεωρείς πως οι στίχοι των τραγουδιών που ακούγονται στο ραδιόφωνο γράφτηκαν για τη δική σου περίπτωση.

Γι’ αυτά υπάρχει η ποίηση: Για τη νονά του δεκαπεντάχρονου που ανελήφθη με τη μοτοσικλέτα του, που έγραψε ένα ποίημα για τον αναδεξιμιό της, το τύπωσε και το μοίρασε στο μνημόσυνο για μπομπονιέρες. Για μια γυναίκα ο χορός της οποίας μελωδούσε το άλγος της ψυχής και η αύρα της μύρωνε το μαγαζί. Για τον όποιον γνωρίζει πως η τυραννία του χρόνου είναι προδήλως άγρια σ’ ένα δωμάτιο νοσοκομείου, όπως ο αφηγητής που απευθύνεται σε παραλήπτη που δεν θα αναφέρω: Μας φαινότανε από το χρώμα των σπασμένων φθόγγων, άλλοτε πώς παρακαλούσες, άλλοτε πώς έβριζες. Ποιάν άλλη αλήθεια μάταια υπερασπιζόσουν; Και δίπλα στο παραλήρημα του ασθενούς, συλλαβίζει κι ο αφηγητής σιμά του, παράλληλα παραληρήματα, φωτογραφικές μνήμες και μνήμες φωτογραφιών. Πού πάνε οι προσδοκίες μας; Και τι είδους σχιζοφρένεια είναι να σκέπτομαι, καθώς ψυχορραγείς, ότι η μνήμη της πορείας σου προς το θάνατο μπορεί να γίνει καλό φαΐ για τον Μινώταυρο στης Τέχνης μου… («Γενικό Νοσοκομείο Λειβαδειάς»).

Κι αν τις περισσότερες φορές η ποίηση μπορεί να γίνει από μόνη της θρησκεία («Στου Όσιου Λουκά το μοναστήρι 73 χρόνια αργότερα»), δικαιούσαι κάποιες άλλες κάτω από το βάρος του αβάσταχτου πόνου να πιαστείς από τη χειρολαβή της πίστης («Ένας αγνωστικιστής ονειρεύεται»). Αλλά ακριβώς όλα τα βιώματα, δραματικά και αδράματα, αξίζουν μια δεύτερη ζωή στην ποίηση. Γι’ αυτό και, όταν μικρός ο ποιητής κολλούσε το μούτρο του στο τζάμι ενός κουρείου, ένας άλλος Γιώργος του ψιθύριζε: Όταν μεγαλώσουμε θα τα ιστορήσω όλα τούτα. Μην κάθεσαι στο κρύο, θα τα διαβάσεις τότε. Τρέξε κι εσύ ν’ αποταμιεύσεις μνήμες.

Να ποιοι άλλοι κατοικούν στις κυψέλες της μνήμης: οι φίλοι, ζώντες και τεθνεώτες, εν γνώσει ή εν αγνοία τους συνοδοιπόροι – ένας κύκλος παρών και ξέχειλος στην γραφή του συγγραφέα. Και αυτοί αξίζουν την ποιητική συγγραφή, αφιέρωση και μνημόνευση: από τον φίλο που χαμογελούσε μ εκείνον τον μορφασμό που αποτελεί εισαγωγική εικόνα στο κλάμα, όταν τα νήπια μαντεύουν το πικρό παρελθόν του μέλλοντός τους ως την αναζήτηση όλων μαζί, όπως σε μια κυριολεκτική χαρτογράφηση φιλίας, σε μια αναζήτηση φίλων που έχουν φύγει από τα μέρη τους, αλλά κάναν την γλώσσα ρούχο τους, τη μνήμη τους πατρίδα, σώζονται στα λευκά χαρτιά στα μαύρα τα μελάνια, σε τόπους όπως [αλιεύω τυχαία ταχέως] η Πρέβεζα του Αιμίλιου Καλλιακάτσου, η Φιλιππιάδα του Γιάννη Δάλλα, η Γρανίτσα του Βασίλη Γκουρογιάννη, τα Γιάννενα του Νίκου Χουλιαρά, η Οξυά Κονίτσης του Πάνου Κυπαρίσση, ο Άγιος Κοσμάς Πωγωνίου του Τάσου Πορφύρη, το Περιστέρι Πωγωνίου του Χριστόφορου Μηλιώνη, η Πόβλα Θεσπρωτίας του Σωτήρη Δημητρίου, ο Τσαμαντάς Θεσπρωτίας του Μιχάλη Γκανά… («Εκδρομή στην άλλη μνήμη ή τι ζητούσε ένας Ρουμελιώτης στην Ήπειρο»).

Ανάμεσα σε μνημοφυλάκια παρομοιώσεων, μνήστρα της αβύσσου (αλησμόνητες εκφράσεις του ποιητή και οπωσδήποτε αξιόκλεπτες) και «κινηματογραφικές» εικόνες όπως εκείνη της «γυναίκας άλλων καιρών που ανέβηκε στον υδατόπυργο με την παλιά σκουριά στις κολόνες και πέταξε στον ουρανό ακολουθώντας την παρδαλή της κατσίκα» ή της «εαρινής λιτανείας των παιδιών που ψάλλει τον Κωνσταντίνο ενώ η Γλυκερία ανεβασμένη στην αχλαδιά στολίζει με ανθάκια λευκά το σγουρό της εφηβαίο», η μνήμη στέκει συντριμμένη αλλά καταφάσκουσα τη ζωή, μέρος της οποίας είμαστε όλοι όσοι συναντιόμαστε στις σελίδες εκείνες. Αυτά πρέπει να θυμόμαστε «στην ευτυχία της ειρηνικής μας ζωής», χωρίς να ξεχνάμε «να κλείνουμε το μάτι στα αγάλματα για να τους δείξουμε πως θυμόμαστε».

…αν σωστά ερμηνεύω, κανένα αίνιγμα δεν λύνεται αν δεν φτάσεις ματωμένος στο τρίστρατο-

Κι έτσι είναι, ποιητή, σωστά ερμηνεύεις, και ήδη γνωρίζεις πριν από μας πως και η μνήμη ματώνει, περισσότερο δε από οτιδήποτε άλλο, αλλά πάντα θα προτιμούμε χίλιες φορές ο λόγος μας να είναι κατακόκκινος απ’ τις ματώσεις της.

Πρώτες δημοσιεύσεις των κειμένων: Το Δέντρο, Πλανόδιον, Νέα Εστία, (δε)κατα, Πάροδος, Κυριακάτικη Αυγή, Εμβόλιμον, Ανθολογία Συμποσίου Ποίησης, Δρομολόγιο, Poeticanet. / Ποιητικές συλλογές: Πτωχόν Μετάλλευμα (Εμβόλιμον, 1990), Αμειψισπορά (Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Λεβαδειάς, 1996), Ενθύμιον (Καστανιώτης, 2004). Έρευνα: Δίστομο 10 Ιουνίου 1944 – το Ολοκαύτωμα (Σύγχρονη Έκφραση, 2010).

Εκδ. Μελάνι, 2010, σελ. 64.

… και, παρ’ όλ’ αυτά βέβαια, ο χρόνος συνεχίζει να ρέει ακάθεκτα, καταποντίζοντας σε βυθό αφανείας και λήθης τις αυταπάτες μας.

Σημ. Ο συγγραφέας και εκδότης του περιοδικού Εμβόλιμον φιλοξενούμενος στο Αίθριο του Πανδοχείου, εδώ.  Παρουσίαση τευχών του περιοδικού σύντομα στο Πανδοχείο μας.  Στις φωτογραφίες της δεξιάς στήλης, τόποι που περιέβαλαν την πλούσια δημιουργική πορεία του συγγραφέα: η Μονή Οσίου Λουκά στο Δίστομο και τα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας, όπως φαίνονται κατεβαίνοντας από το Δίστομο.

30
Δεκ.
11

Στο Αίθριο του Πανδοχείου, 73. Γιώργος Κυριαζής

Διακονείτε το κοπιώδες έργο της μετάφρασης. Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Τι είδους σχέση συνδέει τον μεταφραστή και τον συγγραφέα που ο πρώτος μεταφράζει; 

Προτιμώ να βουτάω μονομιάς σε ένα νέο λογοτεχνικό κείμενο προς μετάφραση, χωρίς να το έχω διαβάσει πρώτα, για να μη χάσω την αίσθηση της έκπληξης που θα απολάμβανα ως αναγνώστης του. Το λεγόμενο «πρώτο πέρασμα» που κάνω δεν είναι ποτέ πρόχειρο, αλλά εξαντλητικό, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι θα χάσω χρόνο από τα επόμενα περάσματα. Επίσης έχω την τάση να ερευνώ ακόμη και πράγματα για τα οποία είμαι σίγουρος.

Η σχέση του μεταφραστή είναι πρωτίστως με το κείμενο, και όχι με τον συγγραφέα (είμαι υπέρμαχος της αυτονομίας του κειμένου), αλλά σε περιπτώσεις που ο συγγραφέας είναι αυτό που λέμε «στυλίστας», είναι πολύ χρήσιμο να έχει διαβάσει κανείς άλλα βιβλία του, έτσι ώστε να αποφύγει ατοπήματα ως προς το ύφος. Και αν ο μεταφραστής έχει την τύχη να εργαστεί πάνω σε δύο ή περισσότερα βιβλία του ίδιου συγγραφέα, τότε μπορεί να τον αντιμετωπίσει πιο ολοκληρωμένα και, κατά κάποιον τρόπο, να δημιουργήσει ένα ενιαίο ύφος, αναγεννώντας έτσι, ουσιαστικά, το κείμενο σε μια νέα γλώσσα (εάν, βεβαίως, όλα πάνε καλά).

Από τις μεταφράσεις σας ποια σας δυσκόλεψε περισσότερο και ποια σας πρόσφερε τις μεγαλύτερες ηδονές;

Η ίδια, και στις δυο περιπτώσεις: Το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας, του Τόμας Πίντσον. Απίστευτα δύσκολο βιβλίο, που όμως επιβραβεύει και με το παραπάνω την προσπάθεια, και του μεταφραστή και του αναγνώστη. Υπάρχουν εκεί μέσα πολλές παράγραφοι, ή και ολόκληρες σελίδες, που ακόμη και τώρα τις διαβάζω και μένω άφωνος.

Από τα βιβλία που μεταφράσατε υπάρχουν κάποια στα οποία επιθυμείτε να κάνετε ιδιαίτερη αναφορά ή να συστήσετε στους αναγνώστες;

Όλα του Τόμας Πίντσον. Και αυτά που έχω κάνει εγώ (Το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας, Μέισον και Ντίξον, Ενάντια στη Μέρα, Έμφυτο Ελάττωμα), και αυτά που έχουν κάνει άλλοι άξιοι συνάδελφοι (Η Συλλογή των 49 στο Σφυρί, Βάινλαντ, V., Βραδείας Καύσεως). Μη με παρεξηγείτε, ο Πίντσον είναι η εμμονή μου.

Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία; Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την ανάγνωση και την μετάφραση;

Επειδή η εναλλαγή χαρτιού-οθόνης με κουράζει, το πρώτο πράγμα που κάνω είναι να «σαρώνω» το πρωτότυπο, ώστε να το έχω, έστω και ως εικόνα, σε ηλεκτρονική μορφή. Έτσι, έχοντας στην οθόνη το πρωτότυπο, τον επεξεργαστή κειμένου, το λεξικό και τη μηχανή αναζήτησης, νιώθω ετοιμοπόλεμος και μπορώ να ξεκινήσω. Συνήθως αποφεύγω να δουλεύω με μουσική υπόκρουση, γιατί, ακριβώς επειδή είμαι και μουσικός, ο νους μου στρέφεται αμετάκλητα εκεί. Αν χρειάζομαι κάτι για να σπάσει η μονοτονία της σιωπής, βάζω (πάλι στον υπολογιστή) κάποια αδιάφορη ταινία ή σειρά, η οποία παίζει στο φόντο χωρίς να διεκδικεί την προσοχή μου.

Ασχολείστε και με την μουσική. Με ποιο τρόπο; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;

Είμαι εδώ και χρόνια μέλος της χορωδίας της ΕΡΤ, με την οποία έχω πάρει μέρος σε πάρα πολλές συναυλίες και παραστάσεις με ένα ευρύτατο φάσμα μουσικών έργων. Για ένα διάστημα συνεργάστηκα και με την Πειραματική Λυρική Σκηνή, ως σολίστας. Επίσης συμμετέχω σε δύο φωνητικά σύνολα (Εμμέλεια και Πολυφωνία) τα οποία είναι προσανατολισμένα κυρίως στη μουσική της αναγέννησης. Παλιότερα συμμετείχα στο μεσαιωνικό συγκρότημα Lyrae Cantus, καθώς και στο ποπ συγκρότημα One Night Suzan. Υπήρξα και ψάλτης.

Η μουσική που ακούω είναι πολυποίκιλη, με κάποια προτίμηση στην κλασική, το μπαρόκ και την παλιά τζαζ, αλλά όποτε νιώθω ότι θέλω να «εξανθρωπιστώ» καταφεύγω πάντοτε στη φωνητική αναγεννησιακή μουσική, και ιδιαίτερα της φλαμανδικής σχολής. Βέβαια, μια μικρή γωνιά στην καρδιά μου είναι πάντοτε φυλαγμένη για τους Pink Floyd και για την παιδική μου αγάπη, τους Doors. (Και μια άλλη, όχι και τόσο μικρή, ανήκει στον μέγιστο Μπαχ.) Από τη φετινή δισκογραφική παραγωγή, πάντως, ξεχωρίζω τους δίσκους του Tom Waits και της Bjork.

Υπάρχουν συγκεκριμένοι συγγραφείς με τη μετάφραση των οποίων θα επιθυμούσατε να αναμετρηθείτε;

Δεν θα αναφέρω ονόματα, αλλά ναι, υπάρχουν, και είναι όλοι Αμερικανοί. Τυχαίο; Δεν νομίζω…

Τις περισσότερες φορές ο μεταφραστής τίθεται στο περιθώριο. Τα φώτα στρέφονται αποκλειστικά στον συγγραφέα, ενώ σπάνια οι κριτικές αναφέρονται στο έργο του. Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό και τι θα προτείνατε ώστε να έχει τη θέση που του αρμόζει;

Η θέση του μεταφραστή δεν είναι μέσα στην εκτυφλωτική δέσμη των προβολέων της δημοσιότητας. Μάλιστα, θα έλεγα πως ούτε και η θέση του συγγραφέα είναι εκεί. Για μένα, επίκεντρο θα πρέπει να είναι το κείμενο, και η αλληλεπίδρασή του με τον αναγνώστη. Το κείμενο κυριαρχεί, αλλά ο αναγνώστης είναι ο πραγματικός ανθρώπινος πρωταγωνιστής, από αυτόν εξαρτάται κατά πόσο το κείμενο θα καταφέρει να μεταδώσει τα νοήματά του. Εξάλλου, ο αναγνώστης είναι και ο ίδιος φορέας νοημάτων, και τελικά καθένας διαβάζει στο κείμενο τον εαυτό του, γι’ αυτό και ταυτίζεται με κάποια κείμενα, ενώ με άλλα όχι. Πέραν αυτού, και ο συγγραφέας αξίζει την αναγνώριση, ως εφευρετικός δημιουργός, αλλά και ο μεταφραστής, ως δημιουργικός τεχνίτης. Το πρόβλημα με την κριτική είναι ότι συχνά αγνοεί εντελώς τον δεύτερο, και στρέφει την προσοχή της επάνω του μόνο στις περιπτώσεις που το τελικό αποτέλεσμα παρουσιάζει προβλήματα. Δεν περιμένω από έναν κριτικό να αναφερθεί διεξοδικά στη μετάφραση, καθώς κάτι τέτοιο θα απαιτούσε πάρα πολύ χρόνο (είδος εν ανεπαρκεία, σήμερα), αλλά μια έστω και μικρή αναφορά σ’ αυτήν είναι βάλσαμο. Ας μην ξεχνάμε ότι μια μετάφραση, ακόμη και μέτρια, είναι προϊόν κακοπληρωμένου μόχθου. Κατ’ αυτή την έννοια, ο μεταφραστής είναι σαν τον μουσικό: και οι δυο «ερμηνεύουν» τις δημιουργίες άλλων, και ουσιαστικά αντλούν τη μοναδική τους ικανοποίηση από το χειροκρότημα, είτε του ακροατή είτε του αναγνώστη.

Από την άλλη οι επιμελητές και διορθωτές τίθενται σε ακόμα μεγαλύτερη «αφάνεια». Τι προβλήματα παρουσιάζει η συνεργασία μαζί τους και ποια θα ήταν η ιδανικότερη μορφή της;

Οι επιμελητές και οι διορθωτές κατ’ ανάγκη λάμπουν δια της απουσίας τους. Είναι η φύση της δουλειάς τους τέτοια. Μόνο οι άνθρωποι του χώρου μπορούν να εκτιμήσουν την προσφορά τους, η οποία (το ξέρω από πρώτο χέρι) είναι τεράστια. Δεν είναι λίγες οι φορές που ένας καλός επιμελητής έσωσε μια κακή μετάφραση, μόνο και μόνο για να εισπράξει αργότερα ο μεταφραστής τα εύσημα.

Ως προς τη συνεργασία, πολλοί, απ’ ό,τι βλέπω, επιλέγουν να δουλεύουν μόνοι, κάνοντας μόνο σποραδικά μερικές ερωτήσεις σχετικά με το κείμενο. Άλλοι βρίσκονται σε συνεχή επαφή με το μεταφραστή, πράγμα που προσωπικά προτιμώ. Δεν είχα ποτέ κάποιο πρόβλημα με κανέναν, αλλά νιώθω ότι πρέπει να κάνω ιδιαίτερη αναφορά στον επιμελητή των δύο βιβλίων του Πίντσον που βγήκαν από τις εκδόσεις Καστανιώτη, τον Δημήτρη Πήχα, ο οποίος αγάπησε πολύ τα βιβλία, μπήκε στο ύφος του συγγραφέα, έψαξε εξαντλητικά τα πάντα, και με γλίτωσε από κάμποσες κακοτοπιές.

Σας ακολούθησαν ποτέ ήρωες των βιβλίων που μεταφράσατε; Μάθατε τα νέα τους;

Πολλές φορές νιώθω σαν τον Ταϊρόν Σλόθροπ, τον «πρωταγωνιστή» (τα εισαγωγικά απαραίτητα) του Ουράνιου Τόξου της Βαρύτητας, χαμένος μέσα σ’ αυτά που γίνονται γύρω μου, πασχίζοντας να βρω μια διέξοδο, με τη μόνιμη αίσθηση ότι κάποια σκευωρία εξυφαίνεται σε βάρος μου. Πολλοί άλλοι άνθρωποι νιώθουν το ίδιο, φαντάζομαι.

Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.

Σαίξπηρ, Ντίκενς, Καλβίνο, Βιάν, Βερν, Ντικ, Γουέλς, Λάβκραφτ, Μπρινκ, Άπνταϊκ, Τζόις, Πάουντ, Κάμινγκς, Πόε, Μπέκετ, Φιτζέραλντ, Καμύ, Κρούμι, Ναμπόκοφ, Πίντσον, κι άλλοι πολλοί.

Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.

Πφιτς, Περιμένοντας τον Γκοντό, Ο Μεγάλος Γκάτσμπι, Οδυσσέας, Ο Αφρός των Ημερών, Οι Αόρατες Πόλεις, Ιστορία Δύο Πόλεων, Άμλετ, Ούμπικ, Λολίτα, τα σονέτα του Σαίξπηρ, τα άπαντα του Κάμινγκς, και φυσικά το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας.

Αγαπημένα σας διηγήματα.

Λιγεία και Η Πτώση του Οίκου των Άσερ, του Πόε.

Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;

Τους νέους έλληνες λογοτέχνες δεν τους έχω διαβάσει όσο θα ήθελα. Δεν φταίνε αυτοί, εγώ φταίω. Σκοπεύω να ανακτήσω σύντομα το χαμένο έδαφος.

Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας.

Ο Τζερεμάια Ντίξον, από το Μέισον και Ντίξον του Τόμας Πίντσον. Ζωηρός, κεφάτος, αισιόδοξος, ερωτευμένος με τη ζωή και πανέτοιμος ανά πάσα στιγμή να γευτεί τις χαρές της, κυνηγώντας τις έντονες γεύσεις, τα εξαίσια αρώματα και τις όμορφες γυναίκες, αλλά ταυτόχρονα με υψηλό αίσθημα δικαιοσύνης και προσωπική ακεραιότητα.

Οι εμπειρίες σας από το ιστολογείν και το διαδικτυώνεσθαι εν γένει;

Το διαδίκτυο είναι σπουδαίο εργαλείο, αρκεί να γνωρίζει κανείς μερικά στοιχειώδη πράγματα για τη λειτουργία, τη λογική και την ψυχολογία του μέσου, αλλιώς εύκολα απογοητεύεται και γίνεται αφοριστικός. Για παράδειγμα, δεν χρειαζόμαστε όλα όσα προσφέρονται, και πρέπει να έχουμε το κριτήριο να επιλέξουμε τι μας κάνει και τι όχι. Επίσης είναι σημαντικό να έχουμε υπόψη ότι οι περισσότεροι άνθρωποι συμπεριφέρονται διαφορετικά στο ίντερνετ και διαφορετικά στην πραγματική ζωή. Περιηγούμαι στο διαδίκτυο εδώ και πάνω από 6 χρόνια, και βλέπω ότι υπάρχουν μπόλικα πολύ καλά ελληνικά ιστολόγια, για κάθε θεματολογία. Δυστυχώς, τη μερίδα του λέοντος ως προς την επισκεψιμότητα την έχουν όσοι αναπαράγουν απλώς  ειδήσεις από τα παραδοσιακά ΜΜΕ, ειδικά αν αυτές έχουν (ή μπορούν εύκολα να αποκτήσουν) και μια λαϊκιστική χροιά. Αλλά αυτό που μετράει, τελικά, είναι το πρωτότυπο περιεχόμενο, και προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να κινηθεί όποιος θέλει να ασχοληθεί πιο ενεργά με το αντικείμενο.

Ιστολογείτε με το Πυντσονικόν – Σημειώσεις ενός μεταφραστή για τα έργα του Thomas Pynchon [http://pynchonikon.wordpress.com/]. Πως σας δημιουργήθηκε η επιθυμία της δημιουργίας του και πως το ζείτε ως σήμερα;

Είχα περάσει πολλά χρόνια μεταφράζοντας κυρίως Πίντσον, και ήθελα να αρχίσω να μιλάω περισσότερο γι’ αυτόν, αν και μια επίσκεψη στο ιστολόγιο θα σας δώσει την εντύπωση πως είμαι λιγομίλητος, γιατί δεν γράφω και πολύ συχνά. Εξάλλου, με τόσο περιορισμένη θεματολογία, πόσο συχνά μπορεί να γράφει κανείς; Αλλά δεν ήθελα ένα προσωπικό ιστολόγιο, όπου θα έγραφα γενικότερες σκέψεις και απόψεις, οι οποίες, στο κάτω-κάτω, δεν ενδιαφέρουν κανέναν. Ήθελα κάτι πολύ συγκεκριμένο. Και έτσι θα συνεχίσω.

Επίσης, γνωρίζοντας πολύ καλά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο αναγνώστης του Πίντσον, ξεκίνησα έναν Πιντσονικό Οδηγό [http://pynchonguide.wordpress.com/], με σημειώσεις και επεξηγήσεις πάνω στα σημεία εκείνα στα οποία είναι πιθανόν να σκοντάψει κανείς κατά την ανάγνωση. Προς το παρόν το περιεχόμενο καλύπτει μόνο ενάμισι βιβλίο, αλλά σιγά-σιγά θα επεκτείνεται.

Η εξοικείωσή σας με το Πυντσονικό Σύμπαν είναι εμφανής. Τι σας έχει προσελκύσει στον συγγραφέα αυτόν; Με ποιο βιβλίο σας μπορεί, κατά τη γνώμη σας, να ξεκινήσει ο αμύητος αναγνώστης και ποιο είναι το δικό σας αγαπημένο;

Είναι ακόμη χαραγμένη μέσα μου η μαγική αίσθηση που είχα όταν ήμουν μικρός και διάβαζα τα μυθιστορήματα του Βερν. Είχα την τύχη να τη νιώσω κι άλλες φορές, με πολλούς συγγραφείς. Αλλά ο μόνος που κατάφερε να την υπερβεί ήταν ο Πίντσον, με αυτό το ακαταμάχητο κράμα αχαλίνωτης φαντασίας και εγκυκλοπαιδικού ρεαλισμού, και με αυτό το ανυπέρβλητο γλωσσικό ύφος, που σε στέλνει αδιάβαστο, ό,τι κι αν έχεις διαβάσει ποτέ σου. Αρκεί να δεχτείς να συμμετάσχεις στο παιχνίδι, γιατί η ανάγνωση του Πίντσον απαιτεί ενεργό συμμετοχή, η γραφή του δεν είναι μια απλή εξιστόρηση, είναι ένα παιχνίδι με το μυαλό σου.

Για μια πρώτη προσέγγιση, το πιο κατάλληλο είναι το τελευταίο του μυθιστόρημα, το Έμφυτο Ελάττωμα (εκδόσεις Καστανιώτη). Η αφήγηση είναι συμπαγής και γραμμική, κι έτσι δεν χάνεται κανείς εύκολα, όπως σε άλλα βιβλία του, ενώ βοηθά και η νουάρ πλοκή. Εξάλλου, ο αναγνώστης θα μπορέσει να επωφεληθεί πλήρως και από τον Πιντσονικό Οδηγό, μια που το Έμφυτο Ελάττωμα είναι το μοναδικό βιβλίο στο οποίο έχω ολοκληρώσει τις σημειώσεις εκεί.

Το δικό μου αγαπημένο είναι αναμφισβήτητα το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας. Δεν υποτιμώ σε καμία περίπτωση τα υπόλοιπα, αντίθετα. Κατά μία έννοια, μάλιστα, το Μέισον και Ντίξον και το Ενάντια στη Μέρα είναι πιο ώριμα και πιο μεστά έργα. Αλλά το Ουράνιο Τόξο είναι πιο ξέφρενο, πιο οργιώδες, πιο αιχμηρό. Εξάλλου, ήταν και το πρώτο βιβλίο του που διάβασα (χάρη στον Γιάννη Τσιώλη), και μετέφρασα (χάρη στην Ιωάννα Χατζηνικολή).

Συμμετέχετε στην έκδοση του The Zone, του πρώτου ελληνικού διαδικτυακού περιοδικού για το έργο του Τόμας Πίντσον [http://www.thezone.gr/]. Ποιοι είστε, τι κάνετε, πώς και γιατί;

Είμαστε μια παρέα Πιντσονόφιλων, που συναντιόμαστε διαδικτυακά στο Facebook [http://www.facebook.com/groups/253860511066/], με πρωτοβουλία του Βασίλειου Δρόλια [http://ficciones.wordpress.com/], ο οποίος είχε την ιδέα και έχει αναλάβει και  την υλοποίηση του περιοδικού. Ο σκοπός μας είναι να αρχίσουν να γράφονται περισσότερα κείμενα στα ελληνικά για τον Πίντσον, για θέματα που σχετίζονται με το έργο του, για επιρροές, για επιδράσεις, αλλά και για άλλους συγγραφείς αυτής της γενιάς. Κεντρικός άξονάς μας είναι ο Πίντσον, αλλά δεν θα περιοριστούμε εκεί.

Παρακολουθείτε σύγχρονο κινηματογράφο ή θέατρο; Σας γοήτευσε ή σας ενέπνευσε κάποιος σκηνοθέτης, ταινία, θεατρική σκηνή;

Δεν παρακολουθώ θέατρο, και ο λόγος είναι ότι πολύ σπάνια πλέον βγαίνω έξω τα βράδια. Το θέατρο είναι ζωντανή τέχνη, όπως η συναυλία, απαιτεί φυσική παρουσία, αυτό που συμβαίνει εκεί δεν μπορεί να αποτυπωθεί στη βιντεοσκόπηση ή την ηχογράφηση. Είναι άλλος ένας τομέας στον οποίο θα πρέπει να προσπαθήσω να βελτιωθώ.

Με τον κινηματογράφο τα πάω λίγο καλύτερα. Μου αρέσουν δημιουργοί όπως ο Λιντς, οι Κοέν, ο Ίστγουντ, ο Ταραντίνο, ο Άντερσον και ο Μπάρτον. Η τελευταία ταινία που είδα και με μάγεψε ήταν το Μεσάνυχτα στο Παρίσι, του Γούντι Άλεν. Αλλά μου αρέσει πολύ και η φαντασία, ιδίως η επιστημονική. Προτείνω ανεπιφύλακτα, σε όποιον έχει πρόσβαση, την τηλεοπτική σειρά Battlestar Galactica (2004-2009), αναβίωση της παλιάς ομώνυμης σειράς, αλλά με πολύ πιο σκοτεινό ύφος.

Αγαπημένο σας ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό, «ενεργό» ή μη; Κάποιες λέξεις για τον λόγο της προτίμησης;

Έχω συνεργαστεί κατά καιρούς με τα περιοδικά Διαβάζω, Δέντρο, Πλανόδιο, Ρεύματα, και (δε)κατα, αλλά γενικότερα θεωρώ ήρωα οποιονδήποτε εκδίδει σήμερα λογοτεχνικό περιοδικό, και του βγάζω το καπέλο.

Έχετε μπει στον πειρασμό της συγγραφής; Έχετε γράψει ή δημοσιεύσει κάτι; Αν ναι, θα υπάρξει συνέχεια; Αν όχι, για ποιο λόγο;

Η φιλοδοξία υπάρχει από παλιά, αλλά μόνο ένα ποίημα έχω δημοσιεύσει, στο περιοδικό Ρεύματα, αν θυμάμαι καλά. Στο μεταξύ άφησα κατά μέρος την ποίηση (ελπίζω προσωρινά): είχε αρχίσει να μου φαίνεται εύκολη, σίγουρη ένδειξη πως κάτι έκανα λάθος. Τώρα δουλεύω το προσχέδιο ενός μυθιστορήματος, αλλά αυτό είναι κάτι που θέλει τρομερή αφοσίωση και άφθονο χρόνο. Θα φανεί στην πορεία αν τα έχω.

Τι διαβάζετε και τι μεταφράζετε αυτό τον καιρό;

Μεταφράζω το Poor People του William T. Vollmann, για τον Κέδρο. Στα διαλείμματα, διαβάζω το Lowside of the Road (μια βιογραφία του Tom Waits), και όπου να ’ναι θα ξαναπιάσω τον Οδυσσέα του Τζόις, αυτήν τη φορά στα ελληνικά.

Αν κάποιος σας χάριζε την αιώνια νιότη με αντίτιμο την απώλεια της μεταφραστικής ή της αναγνωστικής σας ιδιότητας, θα δεχόσασταν τη συναλλαγή;

Τι; Και να χάσω την ευκαιρία να δουλεύω τον κόσμο προσποιούμενος ότι δεν ακούω καλά λόγω γήρατος; Θα αστειεύεστε…

[Σημ. Πανδοχείου: Στις φωτογραφίες, εκτός των μεταφρασμένων από τον φιλοξενούμενο βιβλίων, δυο από τις εικόνες που αναδύονται στη διαδικτυακή επιφάνεια όταν πληκτρολογηθεί το όνομα Thomas Pynchon, το πιο αγαπημένο μας εξώφυλλο και οπισθόφυλλο Πυντσονικού Βιβλίου και, τελευταία, η φωτογραφία της ταυτότητας του μεταφραστή.  Δημοσίευση, φυσικά, και στο mic.gr]




Δεκέμβριος 2011
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 1234
567891011
12131415161718
19202122232425
262728293031  

Blog Stats

  • 1.138.670 hits

Αρχείο