Ωραία λοιπόν, κατακτήσατε με το μελανοφόρο σας σπαθί την ιδιότητα του θεματικού λεξικογράφου. Πώς σκεφτήκατε όμως ένα λεξικό που… παίζει με τον θάνατο (Presto o tardi /το λεξικάκι που… παίζει με το θάνατο, εκδ. Νεφέλη, 2011, παρουσίαση εδώ);
Λόγω ηλικίας, μάλλον. Μετά τα 50 κάνεις κάποιες σκέψεις που πριν δεν έκανες. Με κείνο και με τ’ άλλο, πάντως, σκέφτηκα πως αν κατάφερνα να φτιάξω ένα βιβλίο για τον θάνατο που θα το ξεφυλλίζει περιχαρής ο αναγνώστης, γελώντας εδώ κι εκεί, θα είχα επιτύχει μία κάποια (μικρούλα, τόση δα) ρωγμή στην όλη θανατοπληξία. Είμαι… ρωγμώδης τύπος, από χαρακτήρα. Η ιδέα να κοντραριστώ με το απόλυτο ταμπού, έμοιαζε συναρπαστική (από δημιουργικής απόψεως, κυρίως).
Πότε πρωτοσυλλάβατε την ιδέα;
Προ χρόνων. Έτσι, τυχαία! Μια όμορφη χειμωνιάτικη νύχτα που βολτάριζα στην ακτή της Πειραϊκής με τα χέρια στις τσέπες του μπουφάν, μαγεμένος από το κοντράστ του λευκού του σώματος των ανεμοπορούντων γλάρων στον κατάμαυρο ουρανό. Χαίρονταν τη ζωή τους, ήσαν ευτυχισμένοι, με μια ταπεινότητα και μια σοφία που με συνάρπασε.
Αποφασίζετε λοιπόν να συντάξετε ένα τέτοιο λεξικό. Πώς οργανώνετε το υλικό σας;
Με λεξικιστικό τρόπο. Εν πρώτοις, στήνω τον βασικό πυρήνα του λεξικού, κάνω την πρώτη λημματοποίηση δηλαδή (τις λέξεις-τίτλους των λημμάτων του). Το πρωταρχικό INDEX. Στη συνέχεια, αναζητώ παντού και… παντείω τρόπω τις σχετικές πληροφορίες (κείμενα, εικόνες, ήχους και βίντεο) που αφορούν τα λήμματα αυτά. Διαβάζω, φωτογραφίζω, σερφάρω στο ίντερνετ, τηλεφωνώ, ξεφυλλίζω σώματα παλιών εφημερίδων, επινοώ νέα λήμματα, βλέπω ταινίες σχετικές και τσεκάρω τις σκηνές που θα κάνω στοπ καρέ, ζαλίζω με ερωτήματα γνωστούς και φίλους (ειδικούς και μη), τρέχω σε νεκροταφεία, μνημόσυνα και κηδείες, κοιμάμαι και ψελλίζω… ακατάληπτα λόγια, κι όλο αυτό το… συνονθύλευμα αποθηκεύεται σ’ ένα αρχείο του υπολογιστή μου (με πολλούς υποφακέλλους). Ακολούθως αποδελτιώνω αυτές τις πληροφορίες, τις… ανακατεύω, τις επεξεργάζομαι… καταλλήλως και αφού περάσουν, στο μεταξύ, 4 με 5 χρόνια δουλειάς συστηματικής, βγάζω όπως ο ταχυδακτυλουργός το λαγό από το ημίψηλο καπέλο του, εμφανίζω το PRESTO O TARDI / το λεξικάκι που… παίζει με τον θάνατο! Όλο το εγχείρημα περιέχεται, πλέον, σε δύο κομπιουτερικούς φακέλλους. Ένας των 26,5 ΜΒ (όπου το βασικό κείμενο σκηνοθετημένο μαζί με τις φωτογραφίες και τις αναλογούσες λεζάντες) και ένας φάκελλος των 311 ΜΒ (το αρχείο με τις φωτογραφίες).
Η συλλογή του υλικού σας ήταν εύκολη;
Όχι, καθόλου! Υπάρχει, ασφαλώς, ένα ατέλειωτο κοίτασμα πληροφοριών που αφορούν στα του θανάτου. Εγώ, όμως, δεν μάζευα ό,τι έβρισκα μπροστά μου. Οι πληροφορίες μου έπρεπε να ανταποκρίνονται σε κάποιες προδιαγραφές, σ’ ένα κριτήριο. Εμένα μ’ ενδιέφερε να προσεγγίσω τον θάνατο με τρυφερό, γλυκόπικρο και χιουμοριστικό τρόπο. Και με δεδομένο το ό,τι είμαστε αναλώσιμοι, δεν υπάρχει άλλη όχθη, ούτε κι επιστροφή.
Ποια ήταν η πιο ευφορική στιγμή της λημματογράφησης;
Όταν πια είχα τιθασεύσει το υλικό μου, είχα πάρει… το κολάι του. Οπότε δεν είχα παρά να κάτσω να γράψω και να συνθέσω λόγο και εικόνα, να αναδείξω το θέμα μου.
Σε ποιο λήμμα χάσατε, έστω και στιγμιαία, το χαμόγελό σας;
Στο λήμμα: ορφανός γονιός. Εξ όσων γνωρίζω δεν υπάρχει λέξη σε καμία γλώσσα που να είναι ειδικά αφιερωμένη σ’ αυτόν, ίσως γιατί δεν θα μπορούσε σε μια λέξη να χωρέσει τόση απόλυτη οδύνη, ενώ υπάρχουν λέξεις για κείνους που απώλεσαν τους γονείς τους (ορφανά), τον σύζυγό τους (χήρες, χήροι) κ.τλ.
Κατά τη διάρκεια της έρευνας και της συγγραφής άλλαξαν καθόλου οι απόψεις σας για τον θάνατο;
Όχι, απλώς άλλαξαν γενιά. Άλλες έγιναν τρίτης και κάποιες άλλες απόψεις μου έγιναν τέταρτης γενιάς. Όσο ασχολείσαι μ’ ένα θέμα τόσο πιο βαθιά μπαίνεις μέσα σ’ αυτό.
Ήταν τελικά για σας ένα παιχνίδι με τον θάνατο το βιβλίο σας αυτό; Αισθάνεστε υπεράνω του θανάτου;
Πως θα μπορούσα κάτι τέτοιο;! Η έννοια του θανάτου δεν είναι κάποιο παιχνίδι με τις λέξεις. Μπορεί το PRESTO O TARDI / να είναι ένα λεξικό που… παίζει με τον θάνατο, εγώ όμως (ο συγγραφέας του) δεν είμαι υπεράνω του όλου θέματος. Και για να εξηγούμαι. Δηλώνω απλά ότι είμαι υπεράνω σε ό,τι έχει να κάνει με τον δικό μου θάνατο. Δεν με πειράζει που κάποτε δεν θα υπάρχω (όπως δεν με πείραζε που δεν υπήρχα και πριν γεννηθώ). Και δηλώνω κατηγορηματικά πως είμαι … υποκάτω του θανάτου των δικών μου ανθρώπων. Είμαι υποκείμενος (όπως όλοι μας) στο βαθύ πόνο του θανάτου, δεν αισθάνομαι (ούτε θα ήθελα να είμαι) υπεράνω του θέματος της απώλειας.
Εν τέλει, τι; Τι ακριβώς είναι το PRESTO O TARDI, πέρα από ένα χαρούμενο βιβλίο;
Σκοπός του βιβλίου μου είναι να απαλύνει το φόβο, να εξοικειώσει τον αναγνώστη με το αναπόφευκτο του θανάτου, εξορκίζοντας την κρατούσα θανατοπληξία με το γέλιο, τη σκέψη, τη φιλοσοφική καρτερία και τη συμπόνια.
Έχετε στις αρχειοθήκες σας υλικό για πιθανά μελλοντικά λεξικά; Ή πρώτα επιλέγετε ένα θέμα κι ύστερα αρχίζετε την συγκομιδή;
Συνήθως, δεν επιλέγω εγώ τα θέματά μου, αυτά… επιλέγουν εμένα. Δεν είναι κομπασμός αυτό, αλλά μια… εμπειρική διαπίστωση. Στο σκληρό δίσκο μου υπάρχουν εν… τη γενέσει (και τη αναπτύξει) τους τρία θεματικά λεξικά. Το «Index Maledictus / το βρωμολεξικό», το «Κολοκοτρωνέικο λεξικό» και το «Γελαστικό λεξικό».
Σε ποιους προσφιλείς σας νεκρούς (οικείους σας, ή λογοτέχνες ή καλλιτέχνες ή ό,τι άλλο) θα θέλατε να στείλετε ένα αντίτυπο;
Στην «κυρά-Γιώτα» (την πεθερά μου), στον ευθυμογράφο ιστορικό (και δάσκαλό μου) Νίκο Τσιφόρο. Στον μέγα φιλόσοφο Επίκουρο. Και στον σκηνοθέτη του «Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας» Λιουις Μπουνιουέλ. Στην μεν πρώτη γιατί είχε μια εξαιρετική αξιοπρέπεια θανάτου (όταν κατάλαβε πως έκλεισε ο κύκλος της, απλώς τα… μάζεψε κι έφυγε). Στον δε Τσιφόρο διότι με φράσεις του τύπου: «τα σανίδωσε ο Γοδεφρίδος» και «ο κύριος Λουδοβίκος ντε Σαμπλίτ, άρχοντας της Βουργουνδίας, πάει απόθανε, λόγω θανάτου […]» μ’ εξοικείωσε λεκτικά και νοητικά με τα του θανάτου, με εύθυμο, γελαστικό τρόπο. Στον μέγα Επίκουρο, επειδή η φιλοσοφία του δεν προοριζόταν για τους συνήθεις… εστέτ της σκέψης, αλλά στους απλούς, καθημερινούς, ανθρώπους, επειδή ήταν παρηγορητικός ο λόγος του γι’ αυτούς («Κανένας δεν καταλήγει στο βάραθρο και στα σκοτεινά Τάρταρα» ), αλλά και γιατί έβαλε τα πράγματα στη θέση τους, εν τέλει: « η ζωή δεν δίνεται σε κανέναν ως ιδιοκτησία – δίνεται για προσωρινή χρήση».
Και στον Σπανιόλο μπουρζουά Μπουνιουέλ επειδή παρέμεινε μέχρι τέλους χαριτωμένος και δημιουργικός, χωρίς ούτε στιγμή να χάσει κάτι από το υποδόριο χιούμορ του. Είναι αυτός που, λίγο πριν το θάνατό του, έγραψε πως: «[…] παρόλο το μίσος μου για την πληροφόρηση, θα μ’ άρεσε να μπορούσα, κάθε δέκα χρόνια, να σηκώνομαι μέσα από τους νεκρούς, να προχωράω μέχρι ένα περίπτερο μ’ εφημερίδες και ν’ αγοράζω μερικές. Δεν θα ζητούσα τίποτε περισσότερο. Με τις εφημερίδες μου κάτω από τη μασχάλη, χλωμός, προχωρώντας σύρριζα στους τοίχους, θα ξαναγύριζα στο νεκροταφείο και θα διάβαζα για τις καταστροφές του κόσμου, πριν ξανακοιμηθώ, ικανοποιημένος, στο ασφαλές καταφύγιο του τάφου μου».
Σημ. Μη διανοηθεί κανείς πως ο Νίκος Πλατής έχει διαφύγει των καθιερωμένων ερωτήσεων του Αιθρίου. Τις έχει ήδη απαντήσει, σε κρυφίως ενσωματωμένο αίθριο εδώ. Στις φωτογραφίες: η τέχνη της αναπαράστασης [τίνος άραγε;] για την Dia de los Muertos στο Μεξικό, o κατεξοχήν ματαιογράφος φιλόσοφος και ο Σπανιόλος που κοιτούσε τον Θάνατο κάπως έτσι.