Τζερόμ Τζερόμ, Τρεις άντρες σε μια βάρκα (χώρια ο σκύλος), εκδ. Τεκμήριο, 1980, μτφ. Γιάννης Ευαγγελίδης, σ. 73 [Jerome K. Jerome, Three Men in a Boat (To Say Nothing of the Dog), 1889]
Είμαστε, άντρες και γυναίκες, πλασμένοι για τον ήλιο. Αγαπάμε τη ζωή και το φως. Γι’ αυτό και στριμωχνόμαστε στις μεγάλες πόλεις κι αφήνουμε την ύπαιθρο, χρόνο με το χρόνο, να ερημώνεται. Τη μέρα, στο φως του ήλιου, όταν η φύση είναι ξύπνια και γεμάτη κίνηση, οι πλαγιές των λόφων και τα πυκνά δάση μας γοητεύουν. Μα τη νύχτα, όταν η Μάνα Γη κοιμάται και μεις μένουμε ξάγρυπνοι, α! ο κόσμος, τότε, μας φαίνεται πολύ έρημος και μας πιάνει φόβος, σαν παιδιά που μείναν μόνα σ’ ένα άδειο σπίτι. Αναστενάζουμε με νοσταλγία και λαχταράμε τους φωτισμένους δρόμους της πόλης, την ανθρώπινη φωνή και τον καθησυχαστικό παλμό της ζωής. Μέσα στη βαθιά σιωπή νοιώθουμε μικροί κι αβοήθητοι. Όταν τα φύλλα των δέντρων θροΐζουν με τον νυχτερινό αέρα, μας τριγυρίζουν ένα σωρό φαντάσματα που αναστενάζουν με παράπονο, μας γεμίζουν μελαγχολία. Τρέχουμε, τότε, όλοι μαζί στις πόλεις, ανάβουμε μεγάλα βεγγαλικά από εκατομμύρια φώτα γκαζιού, φωνάζουμε και τραγουδάμε για να νοιώσουμε πάλι γενναίοι.