Χαρούκι Μουρακάμι – Νορβηγικό δάσος

Χαλάρωσε κι αμέσως θα νοιώσεις καλύτερα. Αυτό μου λένε όλοι. Μα αν χαλαρώσω το κορμί μου τώρα, θα διαλυθώ. Θα γίνω χίλια κομμάτια. Έτσι ζούσα πάντα και μόνο έτσι μπορώ να συνεχίσω να ζω. Αν χαλάρωνα έστω και για ένα δευτερόλεπτο δε θα ξανάβρισκα το δρόμο για να γυρίσω πίσω. Κάπως έτσι μας συστήνεται ο αφηγητής Τόρου Οκάντα, φοιτητής στα τέλη των ιαπωνικών 60ς, εποχής των πανεπιστημιακών αναβρασμών, των κοινωνικών οραμάτων και των νέων σεξουαλικών νοοτροπιών.

Το Δάσος γράφτηκε από τον Μουρακάμι σε ένα ταξίδι φυγής στην Ρώμη και ήταν το έργο που τον καθιέρωσε στην χώρα του και ιδίως στη νεότητά της. Με τη γνωστή του λεπτομερή και ψυχογραφική γραφή (συγγενεύοντας ανεπαίσθητα με τους Κόμπο Αμπέ και Κενζαμπούρο Οε), τοποθετεί γύρω από τον κεντρικό του ήρωα (που διαβάζει Καπότε, Άπνταϊκ, Τσάντλερ και Φιτζέραλντ και κουρντίζει κάθε πρωί τον εαυτό του περίπου 36 φορές) μια σειρά ιδιαίτερων χαρακτήρων, όπως τον ιδιόμορφο συγκάτοικο στην εστία που γυμνάζεται με τα παραγγέλματα του ραδιοφώνου «παρέα με το υπόλοιπο έθνος» και τον αποπλανητικό Ναγκασάβα – ένα αδιόρθωτο ρεμάλι με εκπληκτική ευγένεια, αχόρταγο αναγνώστη αλλά αποφασισμένο να μην αγγίζει βιβλίο από συγγραφέα που δεν ήταν τουλάχιστο τριάντα χρόνια πεθαμένος («Μόνο αυτά τα βιβλία εμπιστεύομαι»).

Οι φοιτητικές εστίες με τα μικρά δωμάτια και τους σκοτεινούς κοινόχρηστους χώρους «θυμίζοντας παλιές πολωνικές ταινίες» και η πανταχού διεσπαρμένη μουσική των Morrison, Ο. Coleman, Β. Bacharach, Lennon/McCartney, Thelonious Monk, Β. Dylan, A.C. Jobim, R. Charles, H. Mancini, και πολλών κλασικών, προκλασικών και μετακλασικών αποτελούν απλώς το πλαίσιο που οι χαρακτήρες του πρέπει να διαχειριστούν θανατηφόρα θέματα: αυτοκτονία φίλου, σχιζοφρένεια φίλης, απώλεια γονέων. Σε αυτές τις πλέον σκοτεινές όψεις της ζωής αντιτίθενται οι ποικίλες εκφάνσεις του ερωτισμού και της σεξουαλικότητας (ορισμένες σεξουαλικές περιγραφές έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον) που και πάλι πασχίζει να διαχειριστεί ο Τ., κυρίως με τρεις αρχετυπικές γυναικείες φυσιογνωμίες: την υπερευαίσθητη Ναόκο του σανατορίου, την ενεργειακή Μίντορι των αυθορμητισμών και την καλλίτεχνη Ρέικο που γίνεται παρανάλωμα του ταλέντου της. Σε αυτές τις απλές εκ πρώτης όψεως και ανάγνωσης αλλά τελικά πολυπλοκότατες επαφές συχνά διακρίνεται μια απεγνωσμένη προσπάθεια να τηρηθεί η άποψη του Τόρου: πως στη ζωή δε χρειάζεται κανείς ιδανικά. Χρειάζεται πρωτόκολλα δράσης.

Περισσότερο γήινο και πιο «γραμμικό» από το Κουρδιστό Πουλί, δίχασε την κριτική (ο στριμμένος Marcel Reich-Ranicki το εκθείασε, η Αυστριακή Sigrid Löffler το τικετάρισε ως πορνογραφικό φαστ φουντ) αλλά λατρεύτηκε φανατικά από το Ιαπωνικό κοινό, το οποίο μαζί με τους επισκέπτες της ανατολικοδυτικής χώρας ρίχτηκε στο παιχνίδι της ανακάλυψης των τοποθεσιών, των μπαρ και των εστιατορίων που αναφέρει, ενώ φτιάχτηκαν μέχρι και compilations με τα τραγούδια που αγαπούν οι χαρακτήρες του. Η γενικότερη εμπορική φρενίτιδα του βιβλίου στέρησε από τον Μ. την ιδιωτικότητά του, στέλνοντάς τον στην Αμερική, όπου έγραψε το Κουρδιστό Πουλί, ενώ νωρίτερα είχε αρνηθεί να παραχωρήσει τα δικαιώματα για κινηματογραφική διασκευή. Και ναι, ο τίτλος προέρχεται από το Μπητλικό Norwegian wood και ήδη απ’ τις πρώτες σελίδες μαθαίνουμε γιατί.

Καρτέλα φιλοξενούμενου: Υπάρχει στο κείμενο για το Κουρδιστό Πουλί.

Απόσπασμα: Ποτέ δε μπορώ να πω αυτό που θέλω… Προσπαθώ να πω κάτι, αλλά οι λέξεις που βρίσκω είναι όλες λάθος – λάθος ή και ακριβώς αντίθετες απ’ αυτές που θα ’θελα. Προσπαθώ να διορθώσω τα λόγια μου, αλλά τα κάνω χειρότερα….Λες και είμαι χωρισμένη στα δύο και παίζω κρυφτό με τον εαυτό μου ή κυνηγητό κι ο μισός εαυτός μου κυνηγάει τον άλλον μισό γύρω απ’ αυτόν τον χοντρό ψηλό στύλο. Ο άλλος μισός μου εαυτός έχει τις σωστές λέξεις. Όμως ο εαυτός μου δεν μπορεί να τον πιάσει. (σ. 41)

Συντεταγμένες: Haruki Murakami, Norwegian Wood, 2000. Στα ελληνικά: εκδόσεις Ωκεανίδα, 2007, μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, σελ. 505.

Πρώτη δημοσίευση σε συντομευμένη μορφή: http://www.mic.gr/books.asp?id=15651

Σχολιάστε