Στο αίθριο του Πανδοχείου, 95. Βίκυ Θεοδωροπούλου

Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.

Σαν να μη γίνεται αλλιώς, οι αγαπημένοι μου συγγραφείς είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με τις προσωπικές αγαπημένες μου στιγμές. Που σημαίνει πως θησαυρίζω συγγραφείς με τον ίδιο περήφανο υποκειμενισμό που θησαυρίζει κάποιος τις προσωπικές στιγμές του.  Τα πρώτα αγαπημένα διαβάσματα λοιπόν, έγιναν με τη μικρασιάτισα γιαγιά Βασιλεία δίπλα στη σόμπα τους χειμώνες στο σπίτι της, στο Νέο Ηράκλειο. Εκτόρ Μαλό, Βίκτωρ Ουγκώ και κυρίως γάλλοι συγγραφείς κάθονταν δίπλα μας καθώς εκείνη μου διάβαζε κι εγώ ταξίδευα στις ιστορίες τους, είχε μια αγάπη για τους γάλλους και τη γαλλική γλώσσα, μια σχεδόν εμμονή, αλλά κάποιες βραδιές έλεγε, έλα τώρα να διαβάσουμε Γεροστάθη, και διάβαζε τότε μία ιστορία από τον Γεροστάθη του Λέοντα Μελά. Πάντα μία ιστορία, ποτέ περισσότερο σε μία βραδιά παρά τα παρακάλια, μεγαλώνοντας κατάλαβα πως αυτό ήταν ένα μέρος από την υπέροχη σκηνοθεσία της ανάγνωσης-μύησης. Κάθε κάποιες μέρες, έπαιρνε τη τσάντα της με τα δικά της βιβλία, το καπέλο της, το μπαστούνι της κι εμένα, και φεύγαμε για κάποιο άλλο σπίτι, ένα νεοκλασσικό με τεράστιους ευκαλύπτους στο μεγάλο κήπο του – σήμερα κληροδότημα στο Δήμο Νέου Ηρακλείου που το έχει κάνει Πολιτιστικό Κέντρο – κι εκεί τις θυμάμαι, γυναίκες όλες σε κύκλο, να διαβάζουν, να κουβεντιάζουν και να κρατούν σημειώσεις καθώς εγώ το μόνο παιδί, σουλάτσερνα ανάμεσά τους. Όταν η γιαγιά, στα 101 της, έφυγε για άλλες πολιτείες, εγώ στα 19 τότε, βρήκα μέσα στα βιβλία της σημειώσεις, μερικές σε χαρτονάκια από κουτιά φαρμάκων.

Έτσι άρχισαν οι αγάπες με τους συγγραφείς, για τους οποίους αποφεύγω να ανοίγω κουβέντες αμφισβήτησης δηλώνοντας αδιαπραγμάτευτος, την εποχή που καλά καλά δεν γνώριζα ούτε γραφή ούτε ανάγνωση – μη ξεχάσω να σημειώσω πως αν ήταν να έχουμε ανάγνωση δίπλα στη σόμπα, το βραδυνό θα ήταν κάτι σπέσιαλ όπως ας πούμε «σουβλάκι» δηλαδή, θρύμματα πικάντικης φέτας τυλιγμένα σε πίτα χειροποίητη της στιγμής. Και επίσης να μη ξεχάσω να σημειώσω πως αντίθετα με κάποιον καλό σύγχρονο έλληνα συγγραφέα που τον άκουσα πρόσφατα να λέει πως μικρός στο σχολείο πίστευε πως όλοι οι συγγραφείς είναι πεθαμένοι, εγώ είχα μια σιγουριά για το ότι όχι μόνο όλοι τους είναι ζωντανοί αλλά και για το ότι όποτε θα το ήθελα θα μπορούσα να τους συναντήσω αυτοπροσώπως αφού μ’ αυτά και με τα άλλα, οι συγγραφείς ήταν «δικοί μας» άνθρωποι. Και θυμάμαι πολύ καθαρά τη λύπη μου όταν, ολόκληρη γαϊδούρα πλέον, έμαθα για το θάνατο του Μπέκετ τον οποίο λάτρεψα στην εφηβεία μου. Αχ, και τώρα, δεν θα μπορούσα λοιπόν να τον συναντήσω τη μέρα που στα σίγουρα θα του χτυπούσα την πόρτα ε

Φύγαμε από το σπίτι της γιαγιάς στα 8 μου και μεγαλώνοντας, διάλεγα βιβλία και συγγραφείς από τη βιβλιοθήκη του μπαμπά μου. Ο Αντώνης, ο γυιός της Βασιλείας είχε σπουδάσει Νομική κι έτσι πολλά βιβλία του ήταν νομικά, τα υπόλοιπα φιλοσοφικά και ιστορικά, αρχαίοι έλληνες κλασσικοί και ξένη λογοτεχνία. Έτσι είναι να χαμογελάς αλλά το πρώτο αξέχαστα ενδιαφέρον βιβλίο της πρώιμης εφηβείας μου ήταν «Το Έγκλημα της Αιμομιξίας» κι ούτε που θυμάμαι τον συγγραφέα του, κάποιος νομικός προφανώς, ενώ αγαπημένοι της ίδιας περιόδου ήταν ο Καρλ Γιάσπερς και ο δικός μας Ευάγγελος Παπανούτσος κυρίως το «Αγώνες και Αγωνία για την Παιδεία». Χοντρό κόλλημα είχα φάει με τους δυο τους, υπογραμμίσεις και κόντρα υπογραμμίσεις και εννοείται πως δυσκολευόμουν να κατανοήσω και πως διάβαζα δύο και τρεις φορές την ίδια παράγραφο αφού ίσα που είχα ξεμπερδέψει με την αγαπημένη μου «Πολυάννα» της Έλενορ Πόρτερ στις χίλιες της περιπέτειες. Από αυτή την εποχή νομίζω πως αρχίζει η προτίμησή μου για τα δοκίμια η οποία αντέχει ως σήμερα, με τη λογοτεχνία να κρατά τη δεύτερη θέση ως τα 30 μου περίπου που την κερδίζουν τα θεατρικά με αδιαπραγμάτευτο συγγραφέα τον Αύγουστο Στριντμπεργκ.

Όταν μεγαλώνοντας ανοίγομαι πια στα δικά μου διαβάσματα αγοράζοντας τα δικά μου βιβλία, αρχίζουν και οι ωραίοι τσακωμοί με τον μπαμπά μου, αιθεροβάμων δεξιός αυτός, δρομολογημένα αριστερή η αφεντομουτσουνάρα μου. Κι έτσι π.χ ο Έρικ Χόμπσμπαουμ που τον πρωτοβρίσκω στη βιβλιοθήκη του, γίνεται ο συγγραφέας που κατ’ αρχήν με γοήτευε να τον αρνούμαι – πατέρας και θείος να συμφωνούν κουβεντιάζοντας με τις εξαιρετικές απόψεις του, τον τσουβάλιαζε πάραυτα στη δεξιά μεριά –  κάτι που με καθυστέρησε αδίκως στο να τον αγαπήσω.

Μετά; Ε, μετά πολλοί αγαπημένοι, συγγραφείς,  έλληνες και ξένοι, φιλόσοφοι, ιστορικοί και μυθιστοριογράφοι. Μαρκούζε, Τρότσκι, Κώστας Αξελός, Τσβετάν Τοντόροφ, Νίκος Σβορώνος, Τόμας Μανν, Ντέιβιντ Χερμπερτ Λόρενς, Τένεσσυ Ουίλιαμς, Ίταλο Καλβίνο, Δανιήλ Χάρμς, Νόαμ Τσόμσκι, Νίκος Βασιλειάδης, Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος και ένα σωρό άλλοι.

Αγαπημένα σας διηγήματα.

Μπα, δεν μπορώ να πω πως έχω αγαπημένα διηγήματα. Διηγηματογράφους, ναι. Εκτιμώ το είδος και η αλήθεια είναι πως έχω βρεθεί μπροστά σε μαργαριτάρια, όμως η άλλη αλήθεια είναι πως ως αναγνώστης αγαπώ τη νουβέλα και το μυθιστόρημα. Ωσάν το άπλωμα των ηρώων στις περισσότερες σελίδες να προσφέρει τη δυνατότητα για μια σε βάθος γνωριμία και όχι μια χειραψία μαζί τους. Οι διηγηματογράφοι έχω την εντύπωση πως διηγούνται τον κόσμο τους ή αν θέλετε το βλέμμα τους στον κόσμο οπότε ναι, αν αυτό μου αρέσει, τους αγαπώ.  Οι μυθιστοριογράφοι πιστεύω πως χτίζουν το μύθο, δουλεύουν τη μυθοπλασία με μεγαλύτερη επάρκεια έτσι ώστε μέσα από το αυτήν θα γνωρίσουμε οι αναγνώστες κυρίως τους ήρωες και τον κόσμο τους ενώ οι ίδιοι (οι μυθιστοριογράφοι) επιθυμούν διακαώς να μείνουν κρυμμένοι πίσω από αυτόν, το μύθο.  Κι αυτό μου αρέσει κατ αρχήν ως λογοτεχνική πρόθεση ε, κι όταν υπάρχει και το χάρισμα τότε με γοητεύει και ως λογοτεχνικό κατόρθωμα.

Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;

Ναι. Με κάποιο βιβλίο του όμως και όχι με το σύνολο του έργου του. Πιστεύω εξ άλλου πως αν ένας συγγραφέας μου έχει δώσει ένα βιβλίο που με έχει γοητεύσει, τον παραδέχομαι γι αυτό και δε ζητάω να με γοητεύει με το κάθε επόμενο. Η Ιωάννα Καριστιάνη με τη «Μικρά Αγγλία», η Σώτη Τριανταφύλλου με το «Εργοστάσιο των Μολυβιών», ο Νίκος Βασιλειάδης με τον «Αγαθο», ο Γιάννης Μακριδάκης με το «Η Δεξιά Τσέπη του Ράσου», μμ… ποιός άλλος; Πραγματικά δεν θυμάμαι κάποιον άλλον αυτή τη στιγμή.

Σας ακολούθησε ποτέ κανένας από τους ήρωες των βιβλίων σας; Μαθαίνετε τα νέα τους;

Όχι. Η αλήθεια είναι πως δεν με ακολούθησε. Τους παραδίδω στους αναγνώστες και προχωράω.  Από αυτούς μαθαίνω νέα τους. Μερικές φορές μαθαίνω τόσο ενδιαφέροντα πράγματα που μένω άφωνη. Φοβερή δύναμη ο αναγνώστης.  Προσωπικά υποκλίνομαι στη δύναμή του αν και μερικές φορές με έχει αφήσει απορημένη με την ανάγνωσή του. Παντελώς απροσδόκητη. Αλλά αυτό με ιντριγκάρει απίστευτα ως συγγραφέα, θεωρώ πολύτιμη την ανάγνωση των κειμένων μου και τις πολλαπλές τους ερμηνείες. Τις εκλαμβάνω ως περιουσία μου, προβληματίζομαι και τις επεξεργάζομαι. Θεωρώ πως ο αναγνώστης έχει κατά κάποιο τρόπο συμμετοχή στη μυθοπλασία η οποία κατά τη γνώμη μου συνεχίζεται και ολοκληρώνεται με το βλέμμα του αναγνώστη.

Εκείνο που με χαλάει είναι όταν οι αναγνώστες ψάχνουν να ξεσκεπάσουν το μύθο. Το έζησα πολύ έντονα με το μυθιστόρημά μου «Γράμμα απ το Δουβλίνο» στο οποίο κεντρική ηρωίδα είναι η Μαρίνα. Η πλειοψηφία έψαχνε να βρει στη Μαρίνα εμένα και αν ο Νάσος, ο δεύτερος κεντρικός ήρωας και αφηγητής, ήταν ο τότε άντρας μου ή κάποιος πρώην γκόμενος, αν είχα όντως φτάσει στο Δουβλίνο ένα βράδυ που ’βρεχε κι αν τελικά ήθελα να έχω παντρευτεί τον Νάσο ή τον πρώην άντρα μου.  Δεν θα ξεχάσω δε ποτέ, την πρόταση γάμου, μάλιστα την πρόταση γάμου, που μου έγινε από αναγνώστη.  Μία Μαρίνα ήθελε, λέει, να γνωρίσει στη ζωή του και ήμουν εγώ! Μα εγώ ήμουν η Βίκυ Θεοδωροπούλου όχι; Όχι! Για κείνον συγγραφέας και ηρωίδα του μυθιστορήματος ήταν αναμφισβήτητα το ένα και το αυτό πρόσωπο. Ε, εκεί είπα, ήμαρτον παιδιά, έχω μπερδέψει ζώντες με τεθνεόντες συγγραφείς σε ένα σακούλι και απολαμβάνω επί δεκαετίες τη σαχλαμάρα μου αλλά δεν τόλμησα να μπερδέψω τους ίδιους με τους ήρωές τους. Μη τρελαθούμε.

Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας.

Μεγάλη αγαπημένη η Λαίδη Τσάτερλυ και ο κηπουρός στο «Ο Εραστής της Λαίδης Τσάτερλυ», η Μπλάνς Ντιμπουά και ο Κοβάλσκι στο “Λεωφορείον ο Πόθος” και πάνω απ όλους ο Χανς Κάστορπ στο “Μαγικό Βουνό”. Αδιαπραγμάτευτοι.

Έχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;

Όχι. Ποτέ. Η λογοτεχνική γραφή για μένα είναι ιεροτελεστία – άρθρα και άλλα τα γράφω παντού. Όταν όμως γράφω μυθιστόρημα, δεν μπορώ να κοιτάω τη θάλασσα και να γράφω, κάτι που θα μπορούσα να κάνω στο σπίτι μου στη Σέριφο και όλοι οι γνωστοί μου απορούν για το πώς είναι δυνατόν να μην το κάνω.  Χρειάζομαι όμως το γραφείο μου, το να μη με αποσπά η οποιαδήποτε ομορφιά απέναντι και το να μπορώ να χωθώ στην ιστορία μου, να αγγίξω τους ήρωές μου, να δουλέψω τις λέξεις μία μία.  Κι αυτό μόνο στο γραφείο μου στο σπίτι μου στο Νέο Ηράκλειο μπορώ να το πετύχω.

Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;

Γράφω μυθιστόρημα, γι αυτό κυρίως μιλάμε, διότι το δοκίμιο είναι άλλου είδους διεργασία. Όταν λοιπόν ξεκινήσει το μυθιστόρημα, υπάρχει ωράριο! Καλό το χάρισμα αν υπάρχει αλλά η πειθαρχία στη συγγραφή είναι απαραίτητη για το μυθιστόρημα που η συγγραφή του θα κρατήσει τουλάχιστον τρία χρόνια – για μένα, για άλλους μπορεί να κρατά και μήνες. Το οποίο σημαίνει πως τότε δουλέυω καθημερινά 9-3 το πρωί, και οπωσδήποτε το βράδυ από τις 9 και μέχρι όσο πάει, ανάλογα με την έμπνευση.  Δεν είμαι από τους συγγραφείς που κρατούν σημειώσεις και τις ακολουθούν,  προτού ξεκινήσω ξέρω που θέλω να φτάσω, απολαμβάνω όμως την έκπληξη που θα με πετάξει έξω από τη διαδρομή που χάραξα ξεκινώντας, μου αρέσει το ρίσκο να ακολουθήσω το μονοπάτι που προκύπτει ακόμα κι αν αναγκαστώ να επιστρέψω στη λεωφόρο που ακολουθούσα και ελπίζω πως στη περιπέτεια που μπήκα θα έρθει η στιγμή που οι ήρωές μου θα με αποφεύγουν και θα κάνουν τα δικά τους. Τρελή χαρά η στιγμή αυτή. Εκεί αρχίζει το μεγάλο γλέντι για μένα ως συγγραφέα. Οι ιδέες μου; Τί να πω; Το ευκταίο είναι να νιώθω πως θα εκραγεί ο νούς μου αν δεν τις καταθέσω στο χαρτί. Δεν τις παγιδεύω πουθενά. Κυρίως, δεν τις παγιδεύω, τις αφήνω να πετάνε ελεύθερες και να διαλέγω ποια θα πιάσω και ποιά θα αφήσω ως αναγκαία ή μη αναγκαία τελικά για την ιστορία μου.

Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία; Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;

Παλαιότερα, χειρόγραφα, μετά χτυπούσα τη δουλειά της μέρας στο κομπιούτερ μου, τύπωνα και άφηνα το τυπωμένο να το δω την επόμενη μέρα και να το διορθώσω ενώ όταν επρόκειτο για άρθρα στις εφημερίδες και τα περιοδικά έγραφα κατευθείαν στο κομπιούτερ.  Τώρα πια γράφω κατευθείαν στο κομπιούτερ και τη λογοτεχνία. Το πρωί μου κάνει καλή παρέα η κλασσική μουσική από ολλανδικό ραδιοφωνικό σταθμό, το βράδυ τζαζ ή μπλουζ από γαλλικό ραδιοφωνικό σταθμό – κάποιες φορές όλες οι μουσικές μου σπάνε τα νεύρα. Τότε ή τις αλλάζω ή σταματάω να δουλεύω. Απόλυτο must το κεράκι στο γραφείο μου αναμμένο και η ησυχία.  Χωρίς αυτά δεν δουλεύω.

Θα μπορούσαμε να έχουμε μια μικρή παρουσίαση – εισαγωγή στο κάθε σας βιβλίο χωριστά ή για όσα κρίνετε (είτε σε μορφή επιγραμματικής παρουσίασης, είτε γράφοντας για το πότε, πώς, υπό ποιες συνθήκες και ποιους πόθους συνεγράφησαν);

Χμμ.. για το «Γράμμα απ το Δουβλίνο» θα ήθελα να σας παραπέμψω εδώ:  Νομίζω εδώ τα έχω πει όλα και εκ βαθέων.  «Οι Επιζώντες», που ήταν το δεύτερο μυθιστόρημά μου γράφτηκε μετά το θάνατο της καλύτερής μου φίλης στα 37 μου. Τελεία. Τα ταξιδιωτικά μου ήταν, είναι και θα είναι ο απότοκος κάποιων derive σε τόπους που περιηγήθηκα ή θα περιηγηθώ, ως φανατικός flaneur. Το «Cookies» έχει περάσει από δύο φάσεις: μία παραγγελία για έναν μονόλογο που έγινε η αφορμή να γράψω τον μονόλογο ενός άντρα μεσόγειου διανοούμενου της γενιάς του ’68 στο Παρίσι και, η πιεστική παράκληση μιας φίλης μου που επέμενε μετά τη δημοσίευση του μονολόγου στην Ανθολογία Δέκα (μονολόγων) Ελληνίδων Συγγραφέων, να δώσω λόγο στην Ελίζ, τη νεαρή ερωμένη του. Αποτέλεσμα ήταν το μυθιστορηματικό δοκίμιο, «Cookies» το οποίο εκδόθηκε το 2009 από τις Εκδόσεις Ύψιλον.

Θα μας συνοδεύσετε ως την θύρα του τελευταίου σας βιβλίου;

«Η Ομπρέλλα Άνοιξε στο Ρόλφ» είναι το μυθιστόρημα που δεν γράφω αυτό τον καιρό. Άρχισε πριν από τρία χρόνια, πήρε φόρα ένα χειμώνα, προχώρησε ένα καλοκαίρι και με περιμένει υπομονετικά. Να βρεθεί η μια κάποια ησυχία που χρειάζομαι, για να γράψω λογοτεχνία.

Πώς βιοπορίζεστε;

Εδώ και τρία χρόνια είμαι μικροσυνταξιούχος – πρόωρη σύνταξη λόγω ανήλικου. Θα γινόμουν 50 δύο μήνες προτού ο μικρός μου, ο Αντώνης, γίνει 18. Και είπα ναι, ή τώρα ή ποτέ. Και έγινα μικροσυνταξιούχος που χάρηκε στην αρχή διότι η κρίση δεν θα βαρούσε αυτούς, αλλά έλα που διαψεύστηκα. Κι έτσι κάνω χίλια δυο για το βιοπορισμό. Το ωραίο που έκανα την περασμένη χρονιά, ήταν ένα εργαστήριο δημιουργικής γραφής στο βιβλιοπωλείο PUBLIC του Πειραιά. Θαυμάσια εμπειρία. Οι ωραίοι άνθρωποι διψούν για ωραία πράγματα.

Ludens Lab. Περί τίνος πρόκειται; Τι είδους εκδηλώσεις πραγματοποιείτε;

Α, LUDENS LABS! [www.ludenslabs.com] Όνειρο ζωής μου, πείραμα εξαιρετικά επιτυχημένο για τα ελληνικά δεδομένα, διανύει ήδη στον τέταρτο χρόνο της ζωής του. Εργαστήρια, κατ αρχήν. Οι εκδηλώσεις έπονται και συμπληρώνουν. Εργαστήρια Γραφής, Σινεμά, Φωτογραφίας, Αυθόρμητης Ζωγραφικής, πολλά άλλα, ως και Ραπτικής όλα με τρόπο που δεν έχει γίνει ποτέ ξανά στη Ελλάδα – το «ιερό παιχνίδι» ως εργαλείο μάθησης και ως εφαλτήριο για δημιουργική έκφραση. Αυτή είναι η θεωρεία του Johan Huizinga, ολλανδού ιστορικού και φιλόσοφου που δημοσιεύθηκε πρώτη φορά το 1930 και στην Ελλάδα για πρώτη φορά τη δεκαετία του ’80. Σ αυτή και στη τρέλα μας πατήσαμε για να δημιουργήσουμε τα Ludens Labs. Όπου και εκδηλώσεις όπως Φεστιβάλ Γέννας, Piniatas Fest και βέβαια οι καθιερωμένες πλέον τις πρώτες παρασκευές του κάθε μήνα, Ομαδικές Ανα-Γνώσεις. ΜΚΟ με το όνομα ΑΣΤΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ, Ludens Labs ως ευρύτερα γνωστά, το καμάρι και η ελπίδα πως τα πράγματα μπορούν να γίνουν αλλιώς και σ’ αυτή τη μικρή και βασανισμένη ψωροκώσταινα. Αγωνιζόμαστε να επιβιώσουμε όπως όλοι αυτή τη δύσκολη εποχή αλλά κάτι, κάτι που μετά λόγου γνώσης υποστηρίζουμε, μας κάνει να είμαστε αισιόδοξοι πως θα τα καταφέρουμε. Έτσι κι αλλιώς, έχουμε ήδη γράψει μια μικρή ιστορία. Αν βοηθηθούμε – παντοιοτρόπως και κυρίως με συμμετοχές και ιδέες – μπορεί και να μακροημερεύσουμε. Διότι η κρίση κρίση αλλά οι έντιμες και δημιουργικές προσπάθειες χαμηλού κόστους δεν έχουν λόγο να μη ζήσουν, αντιθέτως, έχουν λόγο να υπάρξουν. Ως πρόταση για ένα καλύτερο μέλλον.

Στο Ludens Lab προσκαλείτε λογοτέχνες για να συζητήσετε για το έργο τους. Με ποιο κριτήριο γίνεται η επιλογή λογοτέχνη και βιβλίου; Ποιους έχετε προσκαλέσει μέχρι σήμερα; Θα μοιραστείτε μαζί μας κάποιες εικόνες από τις συναντήσεις αυτές;

Στα Ludens Labs προσκαλούμε λογοτέχνες στις μηνιαίες ανοιχτές Ομαδικές Ανα-Γνώσεις και στο Κλειστό Γράμμα ή Ανοιχτό Βιβλίο; που είναι το Εργαστήριο Δημιουργικής Γραφής το οποίο εμψυχώνω. Στο «πρόγραμμα» του τελευταίου προβλέπεται στη 13η από τις 14 εβδομάδες που διαρκεί το Εργαστήριο, η συνάντηση των συμμετεχόντων με έναν συγγραφέα οποίος ζει την περιπέτεια της έκδοσης. Μόνο που το ζητούμενο δεν είναι να μας μιλήσει εκείνος για το βιβλίο το οποίο μόλις έχει εκδώσει και το οποίο εμείς έχουμε ήδη διαβάσει ή για το έργο του, αλλά να τον ρωτήσουμε, οι συμμετέχοντες δηλαδή, για οτιδήποτε κρίνουν πως θα ήθελαν να τους απαντήσει. Προκύπτουν πολλά ερωτήματα στη διάρκεια αυτού του εργαστηρίου σχετικά με την περιπέτεια της γραφής πρωτίστως και της έκδοσης δευτερευόντως, στα οποία έχει αποδειχτεί πολύ χρήσιμη η εμπειρία αυτής της συνάντησης. Αφήστε που προσωπικά, αναγνωρίζω και μια παλληκαριά στον συγγραφέα που έρχεται διαθέσιμος να απαντήσει σε οτιδήποτε αντί να περιαυτολογήσει σχεδιασμένα. Διότι την έχουμε, εμείς οι συγγραφείς, την ανάγκη μας να περιαυτολογούμε – είναι τόσο μοναχικό το συγγραφιλίκι που μου φαίνεται φυσικό να θες μετά απ αυτό και ενδιαμέσως, να συναντήσεις τους αναγνώστες σου.

Τους συγγραφείς – για κάποιο λόγο δεν μου αρέσει ο όρος «λογοτέχνες» – στο Κλειστό Γράμμα ή Ανοιχτό Βιβλίο; τους επιλέγω μόνη μου και τους ανακοινώνω στο Εργαστήριο.  Στις Ομαδικές Ανα-Γνώσεις όπου μία ομάδα εθελοντών στην οποία συμμετέχω, αποφασίζει κάθε Σεπτέμβριο για τα βιβλία που θα μαζευτούμε να κουβεντιάσουμε τη χρονιά που έρχεται, η απόφαση είναι συλλογική – προτείνω καλεσμένους συνομιλητές, συμφωνούμε όλοι ή πλειοψηφικά και προχωρώ στην πρόσκληση. Φοβάμαι μην ξεχάσω κάποιον από εκείνους που έχουμε προσκαλέσει γι αυτό και σας παραπέμπτω σε έναν σύνδεσμο όπου μπορείτε να δείτε εικόνες και νομίζω πως εδώ θα βρείτε τους περισσότερους αν όχι όλους.

Αγαπημένο σας ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό, «ενεργό» ή μη; Κάποιες λέξεις για τον λόγο της προτίμησης;

Περιοδικό «Φαρφουλάς» και Περιοδικό «Τεφλόν», το πρώτο πωλείται έναντι συμβολικής τιμής, το δεύτερο διανέμεται δωρεάν σε επιλεγμένα σημεία όπως τα Ludens Labs. Εκτιμώ τις προσπάθειες μικρών ομάδων που με γνώση, θυσίες και μεράκι, αφιερώνουν χρόνο και χρήμα για ένα αξιόλογο όραμα. Και νομίζω πως και τα δύο αυτά περιοδικά προκύπτουν από τέτοιες προθέσεις.

Αν είχατε σήμερα την πρόταση να γράψετε μια μονογραφία – παρουσίαση κάποιου προσώπου της λογοτεχνίας ή γενικότερα ποιο θα επιλέγατε;

Δεν θα χαλάλιζα το χρόνο μου για τη μονογραφία κανενός. Να με συμπαθάτε. Δουλειές για άλλους. Εξαιρετικές μονογραφίες πάντως για την ελληνική εκδοτική πραγματικότητα, οι μονογραφίες του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας επί Εμμανουήλ Κάσδαγλη.

Παρακολουθείτε σύγχρονο κινηματογράφο ή θέατρο; Σας γοήτευσε ή σας ενέπνευσε κάποιος σκηνοθέτης, ταινία, θεατρική σκηνή;

Λατρεύω τον κινηματογράφο και το θέατρο. Αρκετές ταινίες και παραστάσεις που μου άρεσαν, στην Ελλάδα. Ταινίες όμως που με χάραξαν, «Ο Τζόνυ πήρε τ’ όπλο του» και «Το τραίνο της μεγάλης φυγής». Αδιαπραγμάτευτες. Θεατρικές παραστάσεις, «Λεωφορείο ο Πόθος» στο West End στο Λονδίνο, με Μπλανς Ντυμπουά τη Τζέσσικα Λάνγκ, «The Blackbird» και πάλι στοWest End, σε σκηνοθεσία Peter Stein, “Bella Venezia” του Γιώργου Διαλεγμένου σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή, και πολλά ακόμα στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων. Ελληνικό κινηματογράφο παρακολουθώ ανελλιπώς, ως τιμής ένεκεν, φοβάμαι όμως πως η «Γλυκιά Συμμορία» του Νικολαΐδη ήταν η τελευταία ταινία που με απογείωσε. Έκτοτε oκ, Why not? και τέτοια. Τελευταία, μόλις φέτος τον Μάιο, έζησα την απογείωση με μια παράσταση που την είπαν performance. Στο υπό κατάληψη θέατρο ΕΜΠΡΟΣ, από την ομάδα Nova Melancholia, «Οι Κότες και οι Ψύλλοι», του Γιώργου Ιωάννου, εμπνευσμένη σκηνοθεσία του Βασίλη Νούλα.

Γράψατε ποτέ ποίηση – κι αν όχι, για ποιο λόγο;

Δεν έγραψα ποτέ ποίηση αν και αγάπησα κάποιους ποιητές. Κυρίως όμως, είμαι καχύποπτη μαζί τους. Τί στο καλό κάνουν; Δεν καταλαβαίνω ακριβώς. Κι αν το κάνουν καλά, λίγες φορές μπόρεσα να το νιώσω αφού λίγες φορές κατάφεραν να με απογειώσουν.  Δεν γράφω λοιπόν ποίηση για ένα απλό λόγο: δεν την καταλαβαίνω και δεν μου ταιριάζει.

Τι διαβάζετε αυτό τον καιρό;

Comic Novels και Ζοζέ Σαραμάγκου.

Τι γράφετε τώρα;

Τίποτε. Αν εξαιρέσω τα κάθε τόσο μέιλ-σεντόνια προς ένα δίκτυο επιστήθιων φίλων που έχουν τη μορφή συναισθηματικού χρονογραφήματος.

Οι εμπειρίες σας από το διαδικτυώνεσθαι;

Εξαιρετικές. Διαδικτυώθηκα ήδη από το 2000.  Και θεωρώ πλέον εαυτόν έμπειρο στο να πετάει τη σαβούρα και να κρατάει τα καλά του διαδικτύου ενώ δεν μπορώ να μην ομολογήσω πως μετά από τόσα χρόνια διαδικτυωμένη, μια κάποια εξάρτηση είναι πραγματικότητα, όχι απαραιτήτως λυπηρή.

Διαβάζετε λογοτεχνικές παρουσιάσεις και κριτικές; Έντυπες ή ηλεκτρονικές;

Ναι. Έντυπες και ηλεκτρονικές. Όλο και λιγότερο

Θα μας γράψετε κάποια ανάγνωση σε αστικό ή υπεραστικό μεταφορικό μέσο που θυμάστε ιδιαίτερα;  [μέσο – διαδρομή – βιβλίο – λόγος μνήμης]

Διαβάζω το Άγημα Τιμών του Νίκου Βασιλειάδη, στο πάνω πάνω κατάστρωμα του Αη Γιώργη στη διαδρομή Πειραιάς-Σέριφος. Σταματάω κάθε τόσο για να βγάλω τα γυαλιά μου και να κοιτάξω τη θάλασσα, κοιτάζοντάς τη να υποκλιθώ στη μαεστρία της γραφής του, στο βλέμμα των ηρώων στα πράγματα. Μπαίνοντας στο λιμάνι μου απομένουν λίγες σελίδες. Πρέπει να σταματήσω την ανάγνωση αν θέλω να αποβιβαστώ.  Περιμένοντας να ανοίξει η μπουκαπόρτα έχω την εντύπωση πως το βιβλίο μου έδωσε πολλά και δεν μπορώ να περιμένω κι άλλα. Λίγες ώρες αργότερα, στη βεράντα του σπιτιού μου, λέω ας το τελειώσω με ένα ποτήρι κρασί. Το ποτήρι μου έμεινε γεμάτο καθώς ο συγγραφέας με άδειαζε στα σύννεφα της χαράς. Αυτή την όψη έχουν οι τελευταίες λευκές σελίδες μετά το «τέλος».

Αν κάποιος σας χάριζε την αιώνια νιότη με αντίτιμο την απώλεια της συγγραφικής ή αναγνωστικής σας ιδιότητας, θα δεχόσασταν τη συναλλαγή;

Ε, βέβαια. Ασυζητητί.

Στις εικόνες: το περί ου ο λόγος αντίτυπο του Γεροστάθη με σελιδοδείκτη ένα λαϊκό λαχείο του Δεκεμβρίου του 1963 και ορισμένοι συνομιλητές της συγγραφέως: Thomas Mann, D.H. Lawrence, Italo Calvino, Leon Trotsky, Vladimir Nabokov, Johan Huizinga, Samuel Beckett, Tzvetan Todorov, Noam Chomsky, Tennessee Williams.

Συλλογικό – Συζητήσεις με τον Τομ Ρόμπινς

Επιμ. Λίαμ Ο. Πέρντον – Μπιφ Τόρεϊ

Ο Robbins των Δασών και της Ψυχεδέλειας

H αναζήτηση του πόνου θεωρείται όχι μόνο αξιέπαινη αλλά και ηρωική, ενώ η αναζήτηση της χαράς θεωρείται άνευ σημασίας. Αυτή η στάση μού φαίνεται σχεδόν παράφρων. Γιατί υπάρχει μεγαλύτερη αξία στον πόνο από ό,τι στη χαρά; Αυτό δεν σημαίνει ότι ο πόνος, ο θυμός και η ματαίωση δεν μπορούν να μας διαμορφώσουν ή ότι δεν πρέπει να τα αναζητούμε· απλώς θέλω να ρωτήσω γιατί αυτά τα συναισθήματα πρέπει να αναζητιούνται ενώ η χαρά αποκλείεται. Αυτό εν μέρει οφείλεται σε μια επικρατούσα αίσθηση, ιδιαίτερα στους ακαδημαϊκούς και δημοσιογραφικούς κύκλους, ότι απλούστατα δεν είναι της μόδας να είσαι θετικός απέναντι στη ζωή. Μερικοί κριτικοί προτιμούν βιβλία που αντικατοπτρίζουν τις δικές τους νευρώσεις, τη δική τους δυστυχισμένη ζωή. [σ. 99]

Τα παραπάνω λόγια του Τομ Ρόμπινς δεν εκφέρονται μόνο ως απάντηση στις συνήθεις αρνητικές αιτιάσεις των βιβλίων του από τους «κριτικούς» αλλά και αντανακλούν την προσωπική του φιλοσοφία ζωής, μιας φιλοσοφία που ο συγγραφέας ευχαρίστως μοιράζεται εδώ. Πρόκειται για έκδοση που συγκεντρώνει 21 συνεντεύξεις – συνομιλίες μαζί του, με πρώτη εκείνη στο περιοδικό Rolling Stone (Νοέμβριος 1977) και τελευταία μια ανέκδοτη του 2009, ενώ στο τέλος κάθε συνομιλίας περιλαμβάνονται πλούσιες κατατοπιστικές σημειώσεις, εφόσον οι αναφορές του σε ονόματα, τίτλους, φιλοσοφικές έννοιες, κινήματα και γενικότερα κάθε στοιχείο της αμερικανικής κουλτούρας είναι καταιγιστικές.

Magical Mystery Hour

Η πρώτη επαφή του Ρόμπινς με την μαγεία ήταν ένα περιοδεύον τσίρκο που εμφανίστηκε ξαφνικά από τη μια μέρα στην άλλη, στις αρχές της δεκαετίας του ’40, στην άδεια αυλή ενός γειτονικού σχολείου στη Βόρεια Καρολίνα. Δεν ήταν τόσο η εμπειρία της συμμετοχής του ούτε ο έρωτάς του για την ημίγυμνη «Άτρωτη Γυναίκα» όσο η αίσθηση πως ένα βαρετό μέρος μπορεί ξαφνικά να μεταμορφωθεί σε κάτι μαγικό, άρα πώς το συνηθισμένο να γίνει ασυνήθιστο, με μια άλλη ενδεχόμενη ζωή.

Έκτοτε βασική μαγεία στη ζωή του υπήρξε το παιχνίδι των διασυνδέσεων ανάμεσα σε αντικείμενα και γεγονότα με τους πιο ασυνήθιστους τρόπους, προς επαλήθευση της συναρπαστικότητας του σύμπαντος. Κι αυτό το στοιχείο υπήρξε πρωταρχικό στην θεματολογία των βιβλίων του, μαζί με την φύση της σεξουαλικότητας και την απελευθέρωση των ανθρώπων από τα συστήματα που καταπιέζουν τα φυσικά του πάθη και τη διάθεση για παιχνίδι. Ο συγγραφέας εμπνέεται αφήνοντας «τις εικόνες και ιδέες να μαρινάρονται μέσα στα απρόβλεπτα αλλά ζωτικά νερά της υποσυνείδητης φαντασίας». Οι τρόποι του πλέον γνωστοί: εξωφρενικά λογοπαίγνια, πλούσια, σχεδόν ηδονιστική χρήση της γλώσσας, φλύαρες μεταφορές, ελευθεριάζουσες αναλογίες, ακατάπαυστα λεκτικά πυροτεχνήματα, παράξενες πληροφορίες, ζωογόνα αισθητικότητα.

Mushroom Fields Forever

Το 1952 τον βρίσκει να ταξιδεύει με οτοστόπ στην Ανατολική Ακτή και να διαμένει στο Γκρίνουιτς Βίλλατζ, το 1960 να συναναστρέφεται με καλλιτέχνες και μποέμ στο θρυλικό Βίλλατζ Ινν του Ρίτσμοντ, το 1963 να δοκιμάζει LSD και να αλλάζει εφεξής τον τρόπο με τον οποίο θα βλέπει τα πράγματα – λιγότερο άκαμπτα διανοητικά και συναισθηματικά. Την ίδια εποχή γράφει στο περιοδικό Holiday το άρθρο του για τις παράξενες ιδιότητες ενός μανιταριού, του Psilocybe, που υποτίθεται πως προκαλούσε διεύρυνση της συνειδητότητας, ενώ το 1964 στη Νέα Υόρκη γνωρίζει τον Τίμοθι Λίρι και τον Άλεν Γκίνσμπεργκ. Ο Ρόμπινς έβγαζε τα προς το ζην γράφοντας για την τέχνη και το θέατρο και έχασε τη δουλειά του αγνοώντας τις προειδοποιήσεις να μην επιλέγει φωτογραφίες μαύρων καλλιτεχνών στη στήλη του.

Το 1966 γοητεύεται από τα τεκταινόμενα στο Χέιτ Άσμπουρι, τη χίπικη περιοχή του Σαν Φρανσίσκο και για αρκετά χρόνια θα αποτελεί μέρος της ψυχεδελικής αντικουλτούρας της Δυτικής Ακτής. Το 1967 η αντεργκράουντ εφημερίδα Helix του αναθέτει να γράψει για μια συναυλία των Doors και βιώνει μια «λογοτεχνική επιφοίτηση». Εγκαταλείπει τα πάντα, μετακομίζει σε μια αγροτική περιοχή της πολιτείας Ουάσινγκτον και αρχίσει να γράφει την Αμάντα, Το Κορίτσι της Γης [Another Roadside Attraction]. Την εποχή εκείνη είναι τόσο φτωχός που το φαΐ του κυρίως προέρχεται από νυχτερινές επιδρομές σε περιβόλια της περιοχής.

They’re like a rainbow

Η Αμάντα εκδίδεται το 1971 και επαινείται από τους Λόρενς Φερλινγκέτι και Γκράχαμ Γκριν, ενώ το Rolling Stone την χαρακτηρίζει ως την πεμπτουσία των μυθιστορημάτων των Σίξτις· ίσως – πιθανολογεί ο Ρόμπινς – επειδή το βιβλίο έβλεπε τα Σίξτις από μέσα προς τα έξω. Ο ίδιος λέει ότι δεν ήθελε να γράψει για τα Σίξτις, αλλά να τα κάνει να συμβαίνουν στη σελίδα και να μεταδώσει κάτι από την εμπειρία τους. Οι Καουμπόισσες [Even Cowgirls Get The Blues]  [1976] εκθειάζονται από τον Τόμας Πίντσον και η συνέχεια είναι εξίσου γνωστή: Τρυποκάρυδος [1980], Το Άρωμα του Ονείρου [1984], Ο Χορός των Εφτά Πέπλων [1990], Μισοκοιμισμένοι μες στις βατραχοπιτζάμες μας [1994], Αγριεμένοι ανάπηροι επιστρέφουν από καυτά κλίματα [2000] (που εμπνέει ένα …τριήμερο φεστιβάλ στο Μεξικό), Villa Incognito [2003], Αγριόπαπιες πετούν ανάστροφα: τα Μικρά Κείμενα του Τομ Ρόμπινς [2005] και το [υποτίθεται παιδικό] Μπι όπως Μπίρα, εμπνευσμένο από μια γελοιογραφία του New Yorker. Το 1995 ο Λέοναρντ Κοέν το θεωρεί ιδιαίτερη τιμή του να περιλαμβάνει ο δίσκος του Tower of Love κείμενο του Ρόμπινς, του συγγραφέα που η περιώνυμη Ιταλίδα κριτικός Φερνάντα Πιβάνο χαρακτήρισε ως τον πιο επικίνδυνο συγγραφέα του κόσμου.

If you go to Seattle Francisco

Οι κραδασμοί της Αμάντας βέβαια ήταν γνωστοί: γυναίκες – μητέρες – γαίες του έγραψαν για να του πουν πως αυτές είναι η Αμάντα, πέντε έξι άτομα ονόμασαν έτσι την κόρη τους προς τιμή της ηρωίδας, και γενικά αποτέλεσε το αντεργκράουντ μυθιστόρημα μιας γενιάς που δεν είχε ιδιαίτερη συμπάθεια στα μυθιστορήματα. Από το 1967 συγγραφείς κάθε ηλικίας και επιπέδου προσπάθησαν χωρίς αποτέλεσμα να συλλάβουν εκείνη την ιδιαίτερη φευγαλέα αίσθηση των Σίξτις, λέει ο Ρόμπινς, ξεχνώντας πως η ουσία της αντικουλτούρας δεν ήταν τα ήθη της αλλά η φαντασία.

Στο έργο Aquarius Revisited: Seven Who Created the Sixties Counterculture That Changed America (1987) των Πίτερ Ο. Χουίτμερ και Μπρους Βαν Γουινγκάρντεν χαρακτηρίζεται ως μια από τις επτά φυσιογνωμίες που καθόρισαν τη σκέψη και το κίνημα της αντικουλτούρας των Σίξτις μαζί με τους Χάντερ Σ. Τόμσον, Γουίλιαμ Μπάροους,  Άλεν Γκίνσμπεργκ, Κεν Κέσεϊ, Τίμοθι Λίρι και Νόρμαν Μέιλερ. Κύρια βάση της ζωής του υπήρξε το Σιάτλ, που το διάλεξε ως το πιο μακρινό σημείο από την νοτιοανατολική καταγωγή του αλλά και από περιέργεια να δει τι είδους τοπίο μπορούσε να κάνει μια σχολή μυστικιστών ζωγράφων. Στα γύρω δάση αναζήτησε για πρώτη φορά άγρια βρώσιμα μανιτάρια κι εκεί έζησε σε κοινότητες που τα καλοκαίρια (όπως παραπονούνταν οι κάτοικοι) έμοιαζαν με το Γούντστοκ. Από εκεί άλλωστε έχει ανακαλύψει κοντινά μέρη ιδανικά για να απλώνει το σλίπινγκ μπαγκ του και να βρίσκεται στη φύση.

The World Metaphysical Circus

Για τον Ρόμπινς η εμπειρία της ανάγνωσης οποιουδήποτε μυθιστορήματος πρέπει πάντα να οδηγεί τους αναγνώστες στη στιγμή της αφύπνισης και της απελευθέρωσης από τον αλόγιστο εφησυχασμό της συναινετικής πραγματικότητας, από το να βλέπουμε την προσομοίωση ως πραγματικότητα. Να συνειδητοποιούμε ότι με το χιούμορ μπαίνουμε πιο πολύ στην πραγματικότητα και ότι το παιχνίδι είναι ένα είδος διάσωσης της ψυχής και να αναζητούμε τις αντικανονικότητες που ξεχωρίζουμε στην καθημερινή ζωή, γιατί στρέφουν την προσοχή μας σ’ αυτό που διαρρηγνύει την συνέχεια της συναινετικής πραγματικότητας.

Το μυθιστόρημα είναι η μαγεία που ανανεώνει την έρημο του νου. Με όλη αυτή τη συνειδητοποίηση οι αναγνώστες βρίσκουν τρόπους να ξεγελάσουν τη μοίρα, να αντιστρέψουν την απόγνωση και να βρουν χαρά και νόημα σ’ ένα φαύλο κόσμο. Όπως λέει και η νεράιδα της Μπύρας [στο Μπι όπως Μπίρα], ο συνηθισμένος κόσμος δεν είναι παρά ο αφρός στην κορυφή του πραγματικού κόσμου, του βαθύτερου κόσμου – άλλωστε εκείνοι που παίρνουν την μπίρα στα σοβαρά ξέρουν ότι η πικρόγλυκη γεύση της είναι εκείνη που στην πραγματικότητα σβήνει τη δίψα, κάνοντας εύγεστα τα στοιχεία της μέρας ή ακόμα και της ζωής μας που συχνά δεν είναι. Ο αναγνώστης θα πρέπει πότε πότε να θυμάται τον θαυμαστό πλανήτη στον οποίο ζει  και να φτάνει σε σημεία πλήρους ενεργοποίησης της συνείδησής του.

I had too much to write last night

Πώς αντιμετωπίζει ο Ρόμπινς την συνήθη κατηγορία των κριτικών ότι δεν γράφει λογοτεχνία; Με ευχαρίστηση: τον βολεύει, αφού έτσι αποφεύγει και το βάρος του λογοτεχνικού παρελθόντος, συνεπώς είναι ελεύθερος να κάνει ό, τι θέλει! Κι ακόμα, αν το μυθιστόρημα έχει, όπως λένε, πεθάνει, νοιώθει διπλά απελευθερωμένος (και νεκρόφιλος). Προσωπικά ζητώ τέσσερα πράγματα από ένα μυθιστόρημα: να με κάνει να σκέφτομαι, να με κάνει να γελώ, να με κάνει να ανάβω, να με κάνει να νιώθω το θαύμα της ζωής. Αν οι άλλοι συγγραφείς δεν γράφουν αρκετά βιβλία που να θέλεις να τα διαβάσεις, τότε πρέπει να τα γράψεις μόνος σου. Ίσως αυτό να είναι ο  μοναδικός λόγος για να γράψει κανείς ένα μυθιστόρημα. Οι τελευταίες δυο φράσεις βέβαια αποτελούν και τις αρχές των απανταχού φανζίν!

Αλλά εδώ έχουμε κι έναν πιστό εραστή της γλώσσας, που τονίζει πως δεν είναι αρκετό να περιγράφουμε τις εμπειρίες, αλλά πρέπει επίσης να βιώνουμε την περιγραφή. Η γλώσσα δεν είναι η σαντιγί, είναι η τούρτα. Οι λέξεις έχουν σημασία, έχουν την ίδια ή και μεγαλύτερη σημασία από τα πράγματα που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν. Όποτε δοκίμασε να γράφει γρηγορότερα, η γλώσσα του έπασχε. Έτσι μέχρι σήμερα προσπαθεί να κοσκινίζει το νοερό του λεξικό για να βρει την πιο απροσδόκητη λέξη, όπως οι παλιοί χρυσοθήρες κοσκίνιζαν την άμμο για να βρουν το πιο πολύτιμο ψήγμα χρυσού. Κάπως έτσι η πλοκή αποκτά πάντα δευτερεύουσα θέση σε σχέση με την όλη εμπειρία του βιβλίου, την βιβλιότητα, και την μετατροπή σε αναγνωστική εμπειρία εκείνου που μπορεί να προέλθει μόνο από λέξεις γραμμένες πάνω σε μια σελίδα.

Are you experienced?

Άραγε αυτή η λογοτεχνία έχει ανάλογες πηγές; Χένρι Μίλερ, Νόρμαν Μέιλερ, Φρανσουά Ραμπελέ, Μπλεζ Σαντράρ, Τζέιμς Τζόις, Αναΐς Νιν (στις πρώτες σελίδες της Αποπλάνησης του Μινώταυρου), Ίσμαελ Ριντ, Αλφρέντ Ζαρί, Γκίντερ Γκρας, και Ναθάνιελ Γουέστ είναι κάποιοι από τους συγγραφείς στους οποίους ο Ρόμπινς συχνά στρέφεται για να αναθερμανθεί και «ν’ αρχίσουν να ρέουν οι χυμοί». Ακόμη, το On the Road του Τζακ Κέρουακ, το A Walk on the Wild Side του Νέλσον Όλγκριν και «το πιο πρωτότυπο μυθιστόρημα που γράφτηκε ποτέ, πιο ριζικά καινοτόμο ακόμη και από το Τρίστραμ Σάντι», Το ψάρεμα της πέστροφας στην Αμερική του Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν. Σε κάποια συνομιλία εκφράζει τον ενθουσιασμό του για το μόλις διαβασμένο Μέισον και Ντίξον του Τόμας Πίντσον, όπου ένα βαρετό θέμα μετατρέπεται σε κάτι συναρπαστικό χάρη στη γλώσσα του και τις αμέτρητες στιλιστικές αποκοτιές – εδώ ο Ρόμπινς θυμάται τη φράση του Μαρκ Τουέιν, ότι η διαφορά ανάμεσα στην τέλεια λέξη και μια λέξη που είναι απλώς κατάλληλη είναι σαν τη διαφορά ανάμεσα στην αστραπή και στην πυγολαμπίδα.

Feels like I’m fixing to scream

Οι άγριοι φιλιππικοί κατά της κοινωνίας και της θρησκείας αποτελούν βασικό κορμό της ρομπινσιακής γραφής, όπως και η παγίδευση σε μια ταυτότητα και το πόσο εύκολα μπορούμε να εγκλωβιστούμε σε λανθασμένες αντιλήψεις για το ποιοι πραγματικά είμαστε, αντιλήψεις που συχνά μας τις επιβάλλουν οι διάφοροι θεσμοί. Ποιος είναι τόσο μπουμπούνας ανάμεσά μας που δεν έχει λαχταρήσει ποτέ μέσα του να εξαφανιστεί και να ξαναεμφανιστεί αργότερα σ’ ένα άλλο μέρος με διαφορετική ταυτότητα, ελεύθερος; Ελπίζω οι αναγνώστες να μεγαλώσουν την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους, να την προεκτείνουν προς απρόβλεπτες κατευθύνσεις. Ο Ρόμπινς επιμένει πως οι πιο ανόητοι αλλά και οι πιο επικίνδυνοι άνθρωποι πάνω στη γη είναι οι σούπερ-εθνικιστές και οι θρησκευτικοί εξτρεμιστές, οι άνθρωποι που ταυτίζονται ολοκληρωτικά, μέχρι θανάτου, με μία και μόνη πολιτική υποδιαίρεση ή αμφιβόλου αξίας αντίληψη για τη φύση της ύπαρξης. Το σύμπαν είναι γεμάτο αρμονίες και πάθη που ο δυτικός ορθολογισμός – με την έμφασή του στη συνέπεια και τη λογική – ευτελίζει και παραμορφώνει. «Όλοι έχουμε τον ίδιο εχθρό», λέει ένας χαρακτήρας στις Καουμπόισσες: «Ο εχθρός είναι η τυραννία της στενομυαλιάς».

Με μοναδική εξαίρεση τον ταντρικό Ινδουισμό,όλα τα άλλα θρησκευτικά συστήματα του σύγχρονου κόσμου αρνούνται τον αισθησιασμό και τον καταπιέζουν. Όμως η αισθησιακή ενέργεια είναι η ισχυρότερη που διαθέτουμε ως άτομα. Οι ταντρικοί άγιοι είχαν την ιδιοφυΐα και τα κότσια να εκμεταλλευτούν αυτή την ενέργεια για πνευματικούς σκοπούς. Η τροφή, το πιοτό, τα ναρκωτικά, η μουσική, η τέχνη, η ποίηση και ιδιαίτερα το σεξ χρησιμοποιούνται από την Τάντρα με θρησκευτικό τρόπο. […] Η ποπ κουλτούρα, με κάπως παρόμοιο τρόπο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για σοβαρούς σκοπούς. Η ποπ πραγματικότητα έχει την μεγάλη ενέργεια, χιούμορ, ζωντάνια και γοητεία. Σε ό,τι αφορά την απελευθέρωση του ανθρώπινου πνεύματος, την ευαισθητοποίηση στην εμπειρία και τη διεύρυνση της ψυχής, η ποπ πραγματικότητα έχει πολύ μεγαλύτερες λογοτεχνικές δυνατότητες από τις σοβαρές αποπνικτικές και σκυθρωπές ηθικολογίες του Σωλ Μπέλοου. [σ. 70]

Dazed but not confused

Η φιλοσοφία ζωής που θαυμάζει εμπεριέχει το αντίτιμο του να πηγαίνεις κόντρα στη φύση σου, την ιλιγγιώδη αγαλλίαση του να κινείσαι ενάντια στο ρεύμα, την τόλμη του να τραβάς σκόπιμα τον κλήρο της ατυχίας, την τρελή σοφία που χρειάζεται για αν ακολουθήσεις τη συμβουλή του ισπανού ποιητή Χιμένεθ που είπε: «Αν σου δώσουν να γράψεις σε χαρτί με ρίγες, εσύ γράψε κόντρα στις ρίγες». Πετυχαίνουμε στη ζωή,  μόνο όταν την απολαμβάνουμε. Οποιοσδήποτε μπορεί να απολαύσει τη ζωή όταν είναι εύκολη, εκτός ίσως από ορισμένους υπαρξιστές και ενοχοποιημένους προοδευτικούς. Το θέμα είναι να την απολαμβάνεις όταν είναι δύσκολη. Όπως η καουμπόισσα Σίσι Χάνκσοου, που δεν υπέκυψε στην παραμόρφωση των δαχτύλων της αλλά αντέστρεψε την κατάσταση και την έκανε να λειτουργεί στη ζωή της. Ή όπως ο Τρυποκάρυδος, που αρνήθηκε να υποφέρει ή που υπέφερε όπως όλοι μας αναγκαστικά αλλά αρνήθηκε να αφήσει αυτό το γεγονός να τον βάλει κάτω ή να τον ευτελίσει κάνοντάς τον αδιάλλακτο ή επιφυλακτικό.

Στις ανατολικές φιλοσοφίες της «τρελής σοφίας» συνηθίζεται να απολαμβάνει κανείς τη ζωή σαν να είναι ένα παράξενο κοσμικό θέατρο, μια μεγαλόπρεπη παράσταση γεμάτη παράδοξα και υπέροχους παραλογισμούς. Όμως, στις στενόμυαλες ιεραρχικές δυτικές κουλτούρες που βασίζονται κυρίως στον φόβο, αυτή η σοφία συνήθως εκλαμβάνεται ως επιπολαιότητα, τονίζει σε πολλές συνομιλίες ο συγγραφέας, επιμένοντας να μην ξεχνάει να αναλογίζεται ο αναγνώστης την σπουδαιότητα της ανάμνησης αυτής καθεαυτήν και τη σπουδαιότητα του να θυμόμαστε να θυμηθούμε.

Paint it white

Με τα χρόνια η φράση Δεν χάνουμε με τίποτα το κέφι μας έχει γίνει περίπου το σύνθημά μου. Ουσιαστικά, η φράση αυτή περιγράφει μια ανυπότακτη στάση, μια άρνηση να πάθουμε κατάθλιψη από γεγονότα που δεν μπορούμε να ελέγξουμε. Αντικατοπτρίζει την πεποίθηση ότι η ζωή είναι πολύ μικρή για να τη σπαταλάμε με τον θυμό ή την πικρία που μπορεί εύκολα να δημιουργηθεί ως αντίδραση στην εποχή ή την περιοχή στην οποία έχουμε βρεθεί εντελώς τυχαία. Πρέπει να αναγνωρίζουμε την αδικία και τα δεινά που αφθονούν στον κόσμο και να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τα ανακουφίσουμε, όμως ταυτόχρονα να επιμένουμε να περνάμε καλά. [σ. 265]

Εκδ. Αίολος, 2011, μτφ. Γιώργος Μπαρουξής, σελ. 388 (Conversations with Tom Robbins – Liam O. Purdon & Beef Torrey (ed.), 2011), με εισαγωγή και χρονολόγιο.

ΥΓ. Και βέβαια οι παραφρασμένοι ή μη τίτλοι ψυχεδελισμάτων των Beatles, Rolling Stones, Scott McKenzie, United States of America, Electric Prunes, Jimi Hendrix Experience, Country Joe and the Fish και Led Zeppelin, ουδεμία σχέση έχουν με την (συναινετική) πραγματικότητα.

Πρώτη δημοσίευση σε συντομότερη μορφή: mic.gr.