Αρχείο για 22 Φεβρουαρίου 2013

22
Φεβ.
13

Στο αίθριο του Πανδοχείου, 117. Χρήστος Αγγελάκος

_DS21641n copyΠερί γραφής

Θα μας συνοδεύσετε ως την θύρα του τελευταίου σας βιβλίου;

Η υπόθεση τoυ τελευταίου βιβλίου εκτυλίσσεται σ’ ένα δάσος. Άρα θύρα δεν υπάρχει. Καθένας μπορεί να μπει. Αρκεί να είναι πρόθυμος να χαθεί.

Θα μοιραστείτε μια μικρή παρουσίαση – εισαγωγή στο κάθε σας βιβλίο χωριστά (είτε σε μορφή επιγραμματικής παρουσίασης, είτε γράφοντας για το πότε, πώς, υπό ποιες συνθήκες και ποιους πόθους συνεγράφησαν);

98Το πρώτο βιβλίο ονομάζεται «Η τελευταία εικόνα». Ένα μυθιστόρημα που το θέμα του ήταν βουτηγμένο στο αλκοόλ. Το έγραψα πίνοντας Μεταξά εφτά αστέρων και τρώγοντας πικρές σοκολάτες. Τα ποιήματα βγήκαν μόνα τους σαν απάντηση στη θέα. Καθόμουν ένα βράδυ σε μια βεράντα στον Χελμό. Κοίταζα κάτω τον Κορινθιακό· είχε μπουνάτσα. Τα φώτα από τα παράλια της Αιτωλοακαρνανίας έπεφταν στο νερό. Είπα «τα φώτα απέναντι», και είχα τον τίτλο της συλλογής. Από κει και πέρα οι στίχοι άρχισαν να εμφανίζονται στα υγρά της εκτύπωσης, όπως οι φωτογραφίες. To θεατρικό κείμενο που έγραψα πριν από τέσσερα χρόνια παραμένει κλεισμένο στο κομπιούτερ, σ’ ένα φάκελο με τίτλο: «Οι δυο μας τώρα». Το άνοιξα τυχαία τις προάλλες και είδα πως και οι σελίδες στο κομπιούτερ κιτρινίζουν. Τουλάχιστον μέσα μας. Για το «Δάσος των παιδιών» δεν έχω να πω τίποτε. Είναι ακόμα νωπό. Το άδειο του με ορίζει.

08Έχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;

Ναι, σε εξοχικά που μου παραχωρούν οι προνομιούχοι φίλοι μου, κάνοντάς με να νιώθω πιο προνομιούχος από αυτούς χάρη στη γενναιοδωρία τους.

Σας ακολούθησε ποτέ κανένας από τους ήρωες των βιβλίων σας; Μαθαίνετε τα νέα τους;

Κανείς τους δεν με ακολούθησε. Αλλά δεν παραπονιέμαι. Στο κάτω κάτω δεν τους φέρθηκα καλά.

Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;11

Το αντίστροφο συμβαίνει. Οι ιδέες μου με παγιδεύουν. Το ίδιο το κείμενο λειτουργεί, στο σύνολό του, ως παγίδα: από τη στιγμή της πρώτης σύλληψης μέχρι το τέλος της συγγραφής. Σ’ αυτό το διάστημα ξεκινάει και το παιχνίδι των μεταμορφώσεων: ο κυνηγός μετατρέπεται σε θήραμα, το θήραμα σε κυνηγό. H εναλλαγή τους γίνεται κάποτε ιλιγγιώδης. Τούτο τον ίλιγγο τον αναγνωρίζω: αποτυπώνεται στο σώμα του κειμένου· δημιουργεί ένα ευφορικό συναίσθημα, κάτι σαν μέθη του βυθού. Με παρασέρνει.

Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία;

Δεν ξέρω αν πρόκειται για διαμορφωμένους τρόπους ή για τακτικές που αλλάζουν κατά περίσταση. Στην πραγματικότητα δοκιμάζω τα πάντα. Άλλοτε επιβάλλω σιδερένια προγράμματα κι άλλοτε προχωρώ σε αιφνιδιασμούς. Ανατροπή του προγράμματος, παρεκκλίσεις από την πορεία, συντεταγμένες επιθέσεις ή γιουρούσια, μάχες σε ξέφωτα ή σε στενά, τα πάντα είναι θεμιτά. Έτσι κι αλλιώς, κάθε βιβλίο είναι ένας πόλεμος.

Ποιες είναι οι σπουδές σας και πώς βιοπορίζεστε; Διαπιστώνετε κάποια εμφανή απορρόφηση των σπουδών και της εργασίας σας στη γραφή σας (π.χ στην θεματολογία ή τον τρόπο προσέγγισης);

Pierrot-Le-FouΤα πάντα εκβάλλουν στο γράψιμο. Και οι σπουδές στη φιλολογία και ο βιοπορισμός από τη διαφήμιση. Και η πραγματική και η φανταστική μου ζωή. Ένα χαρμάνι γίνονται όλα, με το οποίο φτιάχνω κι εγώ την καλύβα μου. Να φέρω ένα παράδειγμα: Όταν θυμάμαι ένα πρόσωπο που ερωτεύτηκα, ανακαλώ κι ό,τι δεν έζησα μαζί του. Το αλλοτινό αντικείμενο του πόθου μου φωτίζεται από μια φράση του Μπαρτ, ένα στίχο του Αναγνωστάκη, το τέλος από τον Έρωτα του Σουάν, ένα πλάνο από τον Τρελό Πιερό, ένα τραγούδι της Στανίση. Κι είναι τόσο πραγματικά όλα αυτά όσο και η καμπύλη ενός λαιμού, το όνομα ενός δρόμου, ένα μπαρ που έκλεισε, ένα χέρι που δίστασε. Καταλήγω λοιπόν στο αυτονόητο: ο τρόπος που έζησα διαμόρφωσε τον τρόπο που γράφω. Σ’ αυτόν αθροίζονται τα πρωινά στ’ αμφιθέατρα και οι νύχτες στα σκυλάδικα. Οι εποχές της συγκομιδής και τα χρόνια της σπατάλης. Μαζί και η εργασιακή μου εξορία. Αφού όπως έλεγε κι ο Καρυωτάκης, «το ψωμί της εξορίας με τρέφει».

gustave-flaubertΈχετε γράψει πεζογραφία και ποίηση. Θα συνεχίσετε να ισορροπείτε ανάμεσά τους; Βλέπετε κάποιο είδος να υπερτερεί του άλλου;

Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην ξαναγράψω ποιήματα. Μένει να τηρήσω την υπόσχεσή μου.

Αν είχατε σήμερα την πρόταση να γράψετε μια μονογραφία – παρουσίαση κάποιου προσώπου της λογοτεχνίας ή γενικότερα ποιο θα επιλέγατε; 

Του Αναστάσιου, του αρχιεπισκόπου Αλβανίας. Το παράδειγμά του με συγκινεί από πάντα.

Τι γράφετε τώρα; 

Τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιό σας.

Περί ανάγνωσης

Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.

120803133054_bΗ ερώτησή σας μου θυμίζει τις δύο λίστες που μου υπαγόρευε η μάνα μου τα Ψυχοσάββατα, όταν ήμουνα παιδί. Μια «Υπέρ Υγείας» και μια «Υπέρ Ψυχών». Έπρεπε να είναι καθαρογραμένες, με μεγάλα στρογγυλά γράμματα, για να μπορεί να τις διαβάζει ο παπάς. Έγραφα τα κατεβατά με τα ονόματα κι αναρωτιόμουν ποιοι είναι οι πιο πολλοί: οι ζωντανοί ή οι πεθαμένοι; Την ίδια απορία έχω και με τους συγγραφείς που αγαπάω. Πάντως για να παρακάμψω την απάντηση και να μη χρειαστεί να ξαναφτιάξω λίστες με ονόματα, θα σας πω ότι αν ναυαγούσα σ’ ένα ερημονήσι κι είχα τη δυνατότητα να πάρω μαζί μου μόνο ένα βιβλίο ενός  συγγραφέα, αυτό θα ήταν οι «Βάκχες» του Ευριπίδη.

Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.

tiramolaΑς πιάσουμε τα παλαιότερα που δεν ήταν ακριβώς βιβλία. Ήταν τα κόμικς που διάβαζα από τεσσάρων έως δέκα χρονών, τα καλοκαίρια στη Βάρκιζα. Τα Μίκυ Μάους, οι Τιραμόλες, οι Μπλέηκ, οι Μικροί Σερίφηδες, Καουμπόιδες, Ήρωες.  Ο Λούκι Λουκ, ο Ταρζάν κι ο Τεν Τεν με τον Μιλού. Και φυσικά η ατέλειωτη σειρά με τα Κλασικά Εικονογραφημένα. Μπορούσες να κάνεις ένα σωρό πράγματα μαζί τους. Να τα παίξεις στις αμάδες, να τα χάσεις ή να κερδίσεις κι άλλα, να τα δανείσεις, να τα ανταλλάξεις, αλλά κυρίως να περάσεις μαζί τους τις ώρες της μεσημεριανής ησυχίας και ν’ αποφύγεις τον ύπνο που σου επιβάλλανε οι γονείς. Τότε ξεκίνησε η εμπλοκή με την ανάγνωση που πήρε με τον καιρό τα χαρακτηριστικά της περιπέτειας. Κι έτσι αφού πέρασα σαράντα χρόνια καταναλώνοντας κυρίως λογοτεχνία και ψυχανάλυση, είμαι πια σε θέση να διακρίνω δύο κατηγορίες βιβλίων: εκείνα που διάβασα κι εκείνα που τα έζησα. Η μνήμη μου ανέλαβε αυτεπάγγελτα να σβήσει τα πρώτα και να κρατήσει τα δεύτερα. Και το ξεσκαρτάρισμα συνεχίζεται. Υπενθυμίζω διαρκώς στον εαυτό μου πως πρέπει να αλαφρώσει τις αποσκευές. Πέντε έξι βιβλία χρειάζομαι. Όχι περισσότερα.

Αγαπημένα σας διηγήματα.

Θα αναφέρω μόνο τις προσωπικές μου κορυφές: «Λίγεια» του Λαμπεντούζα, «Ένα πάθος στην έρημο» του Μπαλζάκ, «Μια απλή καρδιά» του Φλωμπέρ.

Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;

Ναι. Και πhonore-de-balzac-lovers-128εζογράφοι και ποιητές. Κι εδώ θέλω να ομολογήσω την αγάπη μου στα πρώτα βιβλία των συγγραφέων. Όσο άγουρα ή αφελή κι αν είναι σε σύγκριση με τα επόμενά τους, όσο κι αν διαπιστώνω την ορμή να πουν και να χωρέσουν τα πάντα, έχουν μια φρεσκάδα που με γοητεύει. Ο νέος συγγραφέας θέλει να μιλήσει με τρόπο λογοτεχνικό κι όχι να αναμετρηθεί με τη λογοτεχνία. Τον νοιάζει να υπάρξει κι όχι να ενταχθεί. Ίσως ούτε καν να ξεχωρίσει. Μ’ αυτή την έννοια στα πρώτα βιβλία αποτυπώνονται η επιθυμία της δωρεάς και η διάθεση της σπατάλης που συναντάει κανείς στην εφηβεία.

Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας.

Ο αφηγητής στο «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου. Ένας άνθρωπος που δε θα μάθουμε πώς μοιάζει, αφού δεν περιγράφεται ποτέ. Μια αφηγηματική μηχανή που ηχεί στο κενό, ένας πολλαπλασιαστής λόγων. Ο ανώνυμος αφηγητής είναι μια άλλη εκδοχή της Σεχραζάτ. Ο δικές του «Χίλιες και μία νύχτες» γίνονται χίλιες και μία αφηγήσεις ή, μάλλον, μία αφήγηση που επαναλαμβάνεται επ’ άπειρον, με τις εκδοχές, τις ανατροπές, τις μεταποιήσεις, τις ανασκευές της. Ο στόχος είναι κοινός: όσο κρατάει η ιστορία (οι ιστορίες) ο αφηγητής δεν θα πεθάνει. Η πράξη της ανάγνωσης (της απεύθυνσης) θα συνεχίζεται εσσαεί. Ο ίδιος ο αναγνώστης θα παραμένει ζωντανός ως αποδέκτης των αφηγήσεων. Κι έτσι ο αφηγητής παύει πια να είναι πρόσωπο και γίνεται ρόλος: μετατρέπεται σε μια φωνή μέσα από την οποία μιλάει η γλώσσα. Σ’ ένα ηχείο.

G.d.L.Αγαπημένο σας ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό, «ενεργό» ή μη; Κάποιες λέξεις για τον λόγο της προτίμησης;

Ο «Εκηβόλος», ο «Λογοτεχνικός Πολίτης», το «Λόγου Χάριν», η «Νέα Εστία» (επί διευθύνσεως Σταύρου Ζουμπουλάκη). Ο λόγος πάνω κάτω κοινός: όλα τους είχαν εύφορο χώμα. Η σκέψη σ’ αυτά δεν άνθισε ούτε μάταια ούτε τυχαία.

Τι διαβάζετε αυτό τον καιρό;

Υπότιτλους σε αγγλικές κι αμερικάνικες σειρές που κατεβάζω μανιωδώς από το διαδίκτυο.

Διαβάζετε λογοτεχνικές παρουσιάσεις και κριτικές; Έντυπες ή ηλεκτρονικές; Κάποια ιδιαίτερη προτίμηση στις μεν ή (και) στις δε;

Ας ξεμπερδέψουμε στα γρήγορα με τις παρουσιάσεις των βιβλίων όπου αντιγράφονται συνήθως τα Δελτία Τύπου που στέλνουν οι εκδοτικοί οίκοι. Κι ας πάμε στο ζήτημα της κριτικής. Είχα πάντα την εικόνα μιας αναμέτρησης του κριτικού λόγου με το κείμενο, η οποία διεξάγεται στο ριγκ της ανάγνωσης. Ποιος θα νικήσει; Ποιος θα χάσει; Το αποτέλεσμα δεν με νοιάζει σχεδόν ποτέ. Αλλά ο αγώνας εξακολουθεί να με συναρπάζει, κυρίως όταν οι «αντίπαλοι» είναι ισοδύναμοι. Μιλάω φυσικά για μια δυναμική σχέση της κριτικής με τη λογοτεχνία, η οποία αποκλείει την αυτορρύθμιση του συναφιού και τις παντός τύπου δουλείες.

351px-KaramazoviΘα μας γράψετε κάποια ανάγνωση σε αστικό ή υπεραστικό μεταφορικό μέσο που θυμάστε ιδιαίτερα;  [μέσο – διαδρομή – βιβλίο – λόγος μνήμης]

Ήταν τον Αύγουστο του 1984, όταν ξεκίνησα να διαβάζω τους Αδελφούς Καραμαζώφ πάνω στο καράβι για την Αλόννησο. Πρώτη φορά μόνος μου σε διακοπές. Έφτασα, βρήκα ένα δωμάτιο στη Στενή Βάλα, πέρασα στον δεύτερο τόμο κι ύστερα στον τρίτο, που τον τέλειωσα στο κατάστρωμα της επιστροφής. Δεν θυμάμαι τίποτα από την Αλόννησο. Θυμάμαι μόνο τους Καραμαζώφ. Τον πατέρα. Τον Αλιόσα και τ’ αδέρφια του. Την κανιβαλική διαδοχή των γενεών, όπου «η μια οχιά τρώει την άλλη». Τον Αύγουστο του ’84 ήμουνα εικοσιδύο χρονών. Είχα την πολυτέλεια να βυθίζομαι στην ανάγνωση και ν’ αδιαφορώ για τη φύση. Σήμερα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ίσως γιατί με τρώει ακόμα η απορία πώς να ’ναι εντέλει η Αλόννησος.

Περί αδιακρισίας

Παρακολουθείτε σύγχρονο κινηματογράφο ή θέατρο; Σας γοήτευσε ή σας ενέπνευσε κάποιος σκηνοθέτης, ταινία, θεατρική σκηνή;

Ingmar-Bergman-002Αν ο θεατής ήταν επάγγελμα, θα ήμουν ήδη συνταξιούχος. Και κινηματογράφος, λοιπόν, και θέατρο με πλήθος ακόλλητα ένσημα. Κι επειδή πάλι δεν θέλω να γλιστρήσω σε παράθεση ονομάτων και τίτλων, επιτρέψτε μου να απομονώσω την τελευταία σκηνή από τον Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν, σκηνοθετημένο στο θέατρο από τον κινηματογραφικό Ίγκμαρ Μπέργκμαν. Ο Έρλαντ Γιόζεφσον, μόνος του, στο κέντρο της σκηνής. Ανάβει ένα σπίρτο. Το θέατρο βυθίζεται στο σκοτάδι. Βλέπουμε μόνο τη φλόγα του σπίρτου να ψηλώνει για λίγο κι ύστερα, όσο πλησιάζει στα δάχτυλα του ηθοποιού, να γίνεται όλο και πιο αδύναμη. Η αίθουσα έμοιαζε να κρατάει την αναπνοή της για να μην τη σβήσει. Κι όταν, στο τέλος, εκείνη έσβησε, ήταν σαν να ’σβηνε ο κόσμος.

Οι εμπειρίες σας από το διαδικτυώνεσθαι;

Όμοιες μ’ αυτές του λαίμαργου που του αρέσαν τα κεράσια: έφαγε τόσα πολλά που αρρώστησε.

XRISTOS_CROPΑν κάποιος σας χάριζε την αιώνια νιότη με αντίτιμο την απώλεια της συγγραφικής ή αναγνωστικής σας ιδιότητας, θα δεχόσασταν τη συναλλαγή;

Ναι, θα τη δεχόμουν. Γιατί ξέρω πως θα προσπαθούσα από την πρώτη στιγμή να κάνω ζαβολιές. Να παραβώ τη συμφωνία. Είναι κι αυτό στη φύση του παιχνιδιού: κάθε παίχτης κρύβει μέσα του έναν κλέφτη.

Κάποια ερώτηση που θα θέλατε να σας κάνουμε μα σας απογοητεύσαμε; Απαντήστε την!

Η ερώτηση είναι περίπου η εξής: «Πώς θα σας φαινόταν αν το τελευταίο σας βιβλίο ήταν και το τελευταίο που γράφατε;». Η απάντηση δεν υπάρχει.

Στις εικόνες: Τρελός Πιερό και Γυναίκα, Gustave Flaubert, Βάχκες του Ευριπίδη από την παράσταση του Κέντρου Ελληνικού Πολιτισμού και Μελέτης του Αρχαίου Δράματος (Χρυσούπολη Καβάλας), Honoré de Balzac, Giuseppe Tomasi di Lampedusa, Αδελφοί Καραμαζώφ, Ingmar Bergman.




Φεβρουαρίου 2013
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123
45678910
11121314151617
18192021222324
25262728  

Blog Stats

  • 1.138.665 hits

Αρχείο