Σοφία Διονυσοπούλου – Η κόρη του ξενοδόχου

TELIKO KORHΚόρη φεύγουσα, γυναίκα ηλεκτρογόνα

Είναι στιγμές που τρέμουνε τον κόσμο τα κορίτσια. Τότε κάτι έρχεται και τα μεταμορφώνει. Και συνεχίζουν τη ζωή δαιμονισμένα. [σ. 49]

Η κόρη του ξενοδόχου εμφανίζεται και τρέμουσα και υπό μεταμόρφωση και δαιμονιάζουσα ήδη από τις πρώτες ήδη σελίδες· με το που μπαίνει στο λεωφορείο ελευθερώνει τα καλοπλεγμένα της μαλλιά και τραγουδάει για να εκνευρίσει τον οδηγό. Απώτερος και αγαπημένος στόχος, η ανδρική απώλεια του ελέγχου – έστω και εκφραζόμενη ως πραγματικό ή φαντασιακό χαστούκισμα. Η αγριμένια κορασίδα ονειρεύεται και άλλα εκτός ελέγχου και βρίσκει την ιδανική στάση για να τελειώσει ό,τι άρχισε: όρθια με το πρόσωπο προς τον τοίχο της σχολικής αίθουσας, ως τιμωρία για την καθυστέρησή της. Σε μια αξέχαστη σκηνή, απελευθερώνει τον ρέοντα ερωτισμό της υπό τους ήχους του έξω κόσμου του διαλείμματος και υπό αισθήσεις που έχουν την δική τους σημασία.

Αλλά το βασίλειό της δεκατετράχρονης είναι το παραθαλάσσιο ξενοδοχείο όπου διαβιεί με την μητέρα της, εν έτει 1975. Εκεί βρίσκεται ο πραγματικός της κόσμος και το προσωπικό της δωμάτιο, δίπλα στο δωμάτιο αρ. 7  όπου ο πατέρας πήγαινε τις ερωμένες του, καθιερώνοντάς το ως μυστικό μοιρασμένο, άρα και τρυφερά αποδεκτό Αυτό το δωμάτιο δίνει στην αδελφή της μητέρας της, θεία Έλσα, που φτάνει αναπάντεχα στο ξενοδοχείο, ύστερα από χρόνια. Χρόνια χαμένος στη θάλασσα και ο πατέρας της, καθημερινά απών στο άδειο κτίσμα. Στην θάλασσα τώρα βρίσκεται ένας άλλος άνδρας, ο οδηγός ενός μικρού φορτηγού που πήρε ανοιχτά στη στροφή κι έπεσε στα ρηχά. Το αλαφιασμένο του βλέμμα της θυμίζει τον πατέρα της, ιδίως στις στιγμές της σωματικής της τιμωρίας, όπου δεν υπήρχε θύτης ή θύμα, αυτό το ήξερε από νωρίς. Για το ίδιο αυτό βλέμμα κατοχυρώνει τον άντρα ως δικό της. Και αργότερα θα δει τον εαυτό της μέσα από τα μάτια του.

img244Μόλις είχε γυρίσει από την μπόρα και είχε ανέβει τρέχοντας για να αλλάξει. Έστυψε τα μαλλιά της, τα τύλιξε σε μια λευκή πετσέτα με το κέντημα του ξενοδοχείου – ήταν πολύ ωραίες οι πετσέτες, τις είχε κεντήσει η μαμά κι όλο τις κλέβανε οι πελάτες -, φόρεσε στα γρήγορα ένα φουστάνι με κατακίτρινους ήλιους και βγήκε ξυπόλυτη στο διάδρομο. Είχε παρατηρήσει ότι ο άντρας περπατούσε ξυπόλυτος και ήθελε να δει πως είναι. Στην αρχή της φάνηκε λίγο αυθάδικο. Στη συνέχεια, τα πέλματά της άρχισαν να διαμαρτύρονται κι αυτό της άρεσε. [σ. 47]

Το ξενοδοχείο ζει τις τελευταίες του ημέρες· σε λίγο θα κλείσει οριστικά. Οι γυναίκες του πλέον είναι τρεις κι εκεί θα προσκληθεί ο ταλαιπωρημένος άντρας να συνέλθει από το ατύχημα – φιλοξενούμενος, όπως του τονίζουν, όχι πελάτης. Οι σχέσεις των τεσσάρων συμπλέκονται και διαπλέκονται με διαφορετικούς τρόπους. Οι δύο αδελφές έχουν να διασχίσουν το χάσμα ανάμεσά τους, ένα χάος που περιλαμβάνει τις μεταξύ τους παιδικές σχέσεις, την συνενοχή στην εξαφάνιση του πατέρα, την βασανιστική θητεία σε πολιτικά κελιά, την ύπαρξη μυστικής ερωτικής σχέσης. Η μικρή, αγνοημένη και ελεύθερη μαζί, ταυτόχρονα απολαμβάνει και ασφυκτιά μέσα στο παρακμάζον ξενοδοχείο, όπου οι τοίχοι που επιθυμούν από μόνοι τους να καταρρεύσουν, τα γκαρσόνια απουσιάζουν οριστικά, το παράθυρο αφήνει τον ερεθιστικό αέρα να την χαϊδέψει, το δέντρο την καλεί για αποδράσεις στην έμπιστη θάλασσα.

img046Κι ενώ κάθε φορά που συναντιόμαστε με ανάλογες ηρωίδες μένουμε να αναρωτιόμαστε τι απέγιναν και σε τι μεταμορφώθηκαν, ετούτο το μυθιστόρημα γίνεται πόρτα δίφυλλη και ανοίγει εικοσιπέντε χρόνια μετά, αυτή τη φορά δια χειρός και φωνής της ίδιας της Ηλέκτρας. Σε αυτά τα παράλληλα, πλαγιογράμματα κεφάλαια, η Λη επανέρχεται στο ρημαγμένο πια ξενοδοχείο για να δει τι απομένει από το περιβάλλον του παιδικού βίου αλλά και της περιρρέουσας μυθολογίας του ευρύτερου χώρου. Τώρα ο λόγος της γίνεται μονόλογος εσωτερικός, δευτεροπρόσωπος και καταρρακτώδης, σαν σκηνικό παραλήρημα ανάλογο μ’ εκείνα που ζει ως θεατρική τραγωδός, γιατί εκεί μόνο ζει, στο σκοτάδι της σκηνής, στο παιχνίδι με τις λέξεις και στις ιστορίες των άλλων, στην παράσταση που κάθε φορά τελειώνει όπως ο έρωτας, μέχρι την επόμενη, και ξανά και ξανά, οριακά πια εύθραυστη, όπως η κομμένη πια σκάλα του ερειπωμένου ξενοδοχείου, κρεμάμενη σαν «ξεδοντιασμένη βεντάλια».

Η αύρα παρέσυρε δυό – τρία πετραδάκια και στο μυαλό του άντρα επανήλθε ο βηματισμός της μικρής με τις κίτρινες σαγιονάρες, αβέβαιος αλλά και θρασύς, ένας βηματισμός που ήξερε μεν τι ήθελε, είχε όμως αρκεστεί σε αδέξια σουρσίματα κι εν τέλει στη σιωπή. Τι είχε έρθει να του πει; Και γιατί δεν το είπε; Γιατί έφυγε; Τι φοβήθηκε; Ένα σωρό ερωτήματα γυρόφερναν στο νου του, μπλέκονταν, διανθίζονταν από τις γυναικείες φιγούρες, μια μπούκλα από τη Έλσα, μάτια κάρβουνο απ’ τη μητέρα, κίτρινοι ήλιοι απ’ την Ηλέκτρα, κι ήρθε η στιγμή που οι τρεις έγιναν μία, αυτή που ακούει ποικιλοτρόπως στο όνομα γυναίκα, βοηθούσε και η συγγένεια, λίγα στοιχεία από εκεί, λίγα στοιχεία από εδώ, λίγος ο μαύρος ο καπνός, και όμως, με κάποιον τρόπο, ο νους του ήταν καθαρός. [σ. 124]

img214Αναμφίβολα επίκεντρη ηρωίδα, η Ηλέκτρα είναι μια Κασσάνδρα με τους δικούς της λύκους, μια εμπειρίκεια κόρη με τον δικό της μοναχικό τρόπο, μια εκκολαπτόμενη γυναίκα με φίλους όχι συνομίληκους αλλά τα αντικείμενα, που υπακούν και δε μιλούν· ένα θήλυ που παλεύει και πάλλεται, χτυπάει και χτυπιέται όπως το χτυπητό αυγό που τόσο αγαπάει. Η Ηλέκτρα θα ζήσει την τελευταία της ημέρα στο ξενοδοχείο φορώντας για πρώτη φορά τις κίτρινες σαγιονάρες της για να επισκεφθεί τον άντρα αλλά κυρίως για την προσωπική της Έξοδο από τον κόσμο του ψεύδους.

…θα σου φανεί παράξενο αλλά δεν τελειώνουν ποτέ οι ιστορίες που ποτέ τους δεν είχαν αρχίσει, οι ιστορίες οι δανεικές, γέλα όσο θες, έτσι είναι, δεν τελειώνουν, πονάνε, κυλάνε, σε ξεχνούν, σε θυμούνται, ακόμη κι αν ερωτευτείς, πάντα υπάρχει μέσα σου ένα κομμάτι που ανήκει σ’ αυτόν τον κυκλικό χρόνο, με το άκουσμα και μόνο ενός τραγουδιού, τη μυρωδιά ακόμη και του οχετού ή του εμετού αρκεί να υπάρχει αναφορά, είναι μεγάλες μάγισσες οι αισθήσεις, αυτές κοροϊδεύουν, αυτές εμπαίζουν, όχι εγώ… [σ. 106 – 107]

Εκδ. Άγρα, 2012, σελ. 178.

Η συγγραφέας στο Αίθριο του Πανδοχείου εδώ.

Λογοτεχνείο, αρ. 138

NUBIA, KUSH, AKSUM, KERMAΟλιβιέ Ρολέν, Μερόη, εκδ. Άγρα, 1999, μτφ. Έφη Γιαννοπούλου, σ. 98 και 114 -115, [Olivier Rolin, Méroé, 1998].

Η λογοτεχνία, μου φαίνεται, είναι στραμμένη προς αυτό που έχει εξαφανιστεί, ή μάλλον προς αυτό που θα μπορούσε να συμβεί και δε συνέβη: να γιατί η σύγχρονη εποχή, παθιασμένη μ’ ένα μέλλον δίχως μνήμη, α την αντιμετωπίζει τόσο εχθρικά. Να επίσης γιατί λένε ότι δεν χρησιμεύει πια σε τίποτα. Και πράγματι, τίποτα περισσότερο από μια ήττα, ένα ερείπιο, ένα κοιμητήρι, μια παιδική ανάμνηση. Είναι ένας ισχυρός απόηχος του παρελθόντος. Μου μιλήσατε για τον περσικό στρατό: λοιπόν, οι σάλπιγγες που ξεσπούν κάτω απ’ τα ξίφη, τα σιδηρόφρακτα άλογα, συνηθισμένα στις μάχες, των οποίων τα μάτια με τις μακριές βλεφαρίδες, σαν μάτια γυναικών, έχουν δει εκατό φορές τον ουρανό να σκοτεινιάζει από τα βέλη, και τα οποία ρουθουνίζουν μπροστά σ’ αυτόν τον αιφνίδιο τάφο που τους ανοίγει η γη, όλ’ αυτά τα ζωντανά τα βουτηγμένα μες στη σκόνη, αυτές οι σάρκες, οι φωνές που γίνονται πέτρες, να τι είναι λογοτεχνία.

Νομίζω ότι αν τα βιβλία ζουν πολλές ζωές μέσα μας, μία από αυτές είναι μια μακριά μαγική τελετουργία. Μέσα από τις αράδες τους μιλάμε για τους νεκρούς, παρατηρούμε τελετουργικά εξιλασμού ή εξορκισμού, η μοίρα μας στέλνει σήματα που τον περισσότερο καιρό δεν μπορούμε να αποκρυπτογραφήσουμε.

[Στην εικόνα, τα ερείπια της Μερόης.]