Στο Αίθριο του Πανδοχείου, 127. Σοφία Διονυσοπούλου

img139Περί γραφής

Θα μας συνοδεύσετε ως την θύρα του βιβλίου σας;

Στο μυθιστόρημα «Η κόρη του ξενοδόχου» οι θύρες είναι δύο ειδών. Στην παραθαλάσσια ιστορία του 1975, εκεί, στο προς εγκατάλειψη ξενοδοχείο, μπαίνουμε μέσα από τις κλειδαρότρυπες, κλειδαρότρυπες που οδηγούν άλλοτε στο εσωτερικό των δωματίων, άλλοτε στον ψυχισμό των ηρώων και άλλοτε στον περιβάλλοντα χώρο, σαν τα τοπία του Αλαίν Ρομπ Γκριγιέ. Στην αλλόφρονα Αθήνα του 2000, σ’ αυτό το τέλος εποχής και έλλειψης ταυτότητας, η θύρα είναι μια μαύρη βελούδινη αυλαία, που από τη μία πλευρά οδηγεί στο θέατρο και από την άλλη βγάζει ιλιγγιωδώς στην Εθνική οδό μέχρι τα ναυπηγεία, τα διυλιστήρια και τα Ελευσίνια μυστήρια.

b179585Θα μπορούσαμε να έχουμε μια μικρή παρουσίαση – εισαγωγή στο κάθε σας βιβλίο χωριστά ή για όσα κρίνετε (είτε σε μορφή επιγραμματικής παρουσίασης, είτε γράφοντας για το πότε, πώς, υπό ποιες συνθήκες και ποιους πόθους συνεγράφησαν);

«Με τις ευλογίες των νεκρών», Άγρα 1997: Γράφτηκε στο Παρίσι, πρόκειται για μικρές ιστορίες με έναν κεντρικό χαρακτήρα. Φιλία, παιγνίδι, ερωτισμός μέσα από τα μάτια ενός μικρού κοριτσιού που βλέπει την κόσμο με την αθωότητα και τη σκληρότητα της παιδικής ηλικίας.

«Νυχτωδία», θέατρο, Άγρα 2000: Η συνάντηση της Πηνελόπης με τον Οδυσσέα μετά τη σφαγή των μνηστήρων. Σε χρόνο σταματημένο, την αναγνώριση θα διαδεχτεί η αποκάλυψη της Πηνελόπης. Κατά την απουσία του Οδυσσέα συνευρέθηκε μέσα σε μία νύχτα και με τους 129 μνηστήρες. Από την οργασμική αυτή ένωση γεννήθηκε ο Πάνας. Θα υb33862ποστηρίξει ότι ο πόθος της για τον Οδυσσέα και η γιγάντια αναμονή την οδήγησαν σε αυτή την πράξη και ότι αυτό αποδεικνύεται από τη γέννηση ενός θεού.

«Νεροπομπή», θέατρο, Νεφέλη 2001: Ο Ορφέας στον Άδη προς συνάντηση της Ευρυδίκης. Γραμμένο για μία ηθοποιό και βαρύτονη αντρική φωνή. Στον Άδη φαίνονται μόνο οι νεκροί. Οι ζωντανοί είναι σκιές. Η επιμονή της Ευρυδίκης να δει το πρόσωπο του Ορφέα θα καταστρέψει και την επιστροφή της στη γη. Θεατρικό έργο σε οχτώ εικόνες, με λόγο αφαιρετικό.

«img238Ο μονόκερως του πόθου», θέατρο, σε συνεργασία μέσω συνειρμών με τη Μαρίνα Μέντζου: Περί διχασμού και ανέφικτου: ‘Κάποτε ζούσε ένα αγόρι με ένα μάτι μπλε και ένα πράσινο. Το μπλε μάτι έβλεπε τη μέρα και το πράσινο τη νύχτα. Μια μέρα το μπλε μάτι ερωτεύτηκε τον ήλιο. Την ίδια νύχτα, το πράσινο μάτι ερωτεύτηκε το φεγγάρι. Στα όνειρά του μπλέκονταν και τα δυο. Το αγόρι ξυπνούσε τρομαγμένο, Θέλεις εμένα; έλεγε ο ήλιος. Εμένα θέλεις, έλεγε το φεγγάρι. Το αγόρι λυπόταν με τον πόνο του ήλιου. Το αγόρι λυπόταν με τη θλίψη του φεγγαριού. Αποφάσισε να φύγει, να μπει στο πιο πυκνό δάσος, όπου δεν έφτανε το φως και να ξεχάσει. Έμαθε να ζει με τις σκιές. Έμαθε να ζει μόνο. Δεν ξέχασε ποτέ’.

«Ιφιγένimg240εια της Ευριπίδου», μονόλογος, Νεφέλη 2010: Προβληματική πάνω στο πώς το θύμα γίνεται θύτης και αντιστρόφως. Η Ιφιγένεια θυσιάζεται, θυσιάζει, μετατρέπεται στον Ισαάκ, σε παιδί της Γάζας,  σε μετανάστρια πόρνη της Ευριπίδου. Αφιερωμένο στον Αλέξη Γρηγορόπουλο, ο θάνατος του οποίου αποτέλεσε και το έναυσμα για τη συγγραφή του.

«Ροδώνες και πέρλες», διαδραστικός μονόλογος για μπαρ σε συνεργασία με τη Μαρίνα Μέντζου. Μια άστεγη αφηγείται στους θαμώνες ιστορίες παπουτσιών. Κάθε παπούτσι και μια μεγαλομανής φανταστική ερωτική ιστορία-ξόρκι απέναντι στην καθημερινότητα.

Έχετε γράψει πεζογραφία και θέατρο. Θα συνεχίσετε να ισορροπείτε ανάμεσα στους δύο αυτούς κόσμους; Είναι διαφορετικές οι ηδονές και οι ταλαιπωρίες τους;

img241Η λογοτεχνία δεν έχει όρια. Μπαίνει κανείς μέσα στις φόρμες και βγαίνει από αυτές, τις προσεγγίζει και τις αφήνει να αγγίξουν η μία την άλλη, ενίοτε να εισχωρήσουν η μία μέσα στην άλλη. Από εκεί κι έπειτα, ναι, όταν αποφασίζεις ότι μια δεδομένη εποχή αφιερώνεσαι σε κάτι, αυτό το κάτι προσφέρει διαφορετικού τύπου πόνο και ηδονή. Στο θέατρο οι ήρωες παίρνουν σάρκα και οστά σιγά σιγά μέχρι να βρουν την πλήρη τους υπόσταση στο σανίδι. Έως τότε βρικολακιάζουν πίνοντας το αίμα του συγγραφέα, ο οποίος συχνά εναλλάσσει τους ρόλους. Σημαντικότερο όμως είναι το ίδιο το θεατρικό παιγνίδι, η δομή του έργου και ιδίως εκείνα που δεν λέγονται. Στο μυθιστόρημα οι ήρωες στοιχειώνουν την καθημερινότητα του συγγραφέα, τους απευθύνεται, συζητάει μαζί τους για άλλα θέματα εκτός κειμένου και τον κυνηγούν για αρκετό διάστημα μετά την ολοκλήρωση της συγγραφής. Το τελευταίο δεν συμβαίνει στο θέατρο. Οι ήρωες χάνονται στο σκοτάδι μετά το χειροκρότημα και περιμένουν τους επόμενους προβολείς τους.

b21711Οι δύο αυτοί κόσμοι με γοητεύουν εξίσου. Θα συνεχίσω πράγματι να ισορροπώ ανάμεσά τους, με εργαλείο πάντοτε την ποίηση.

Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;

Ως προς το θέατρο, έλκομαι απεριόριστα από την ανεξάντλητη ελληνική μυθολογία και τις ανατροπές των μύθων που προσφέρει. Όπως κάθε κοσμογονία, δεν εμπεριέχει μόνο το άλφα αλλά και το ωμέγα της ανθρωπότητας. Έτσι λοιπόν με επισκέπτονται αγαπημένα πλάσματα από το απώτατο παρελθόν που ανήκουν στην αιωνιότητα.

Μέχρι στιγμής, οι ιδέες μού έχουν έρθει τη νύχτα, στο κρεβάτι, σ’ εκείνο το μεταίχμιο ύπνου και ξύπνιου. Ως προς την ίδια τη συγγραφή ο τρόπος είναι ένας και μοναδικός και τον αναλύω στην επόμενη ερώτηση.

OLYMPUS DIGITAL CAMERAΕργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία; Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;

Βρίσκω πρώτα το θέμα, το οποίο στριφογυρίζει αρκετό καιρό στο μυαλό μου μέχρι να βεβαιωθώ ότι πράγματι με αυτό θέλω να ασχοληθώ. Στη συνέχεια καταστρώνω ένα λεπτομερές και αυστηρό πλάνο, από το οποίο δεν παρεκκλίνω. Πριν αρχίσω έχω έτοιμο το τέλος και τον τίτλο. Αυτό είναι απαραίτητο γιατί νιώθω την ανάγκη να φυλακίσω το κείμενο. Τότε πια έρχεται η ώρα του τρανς.

Με τη μουσική έχω πολύ ιδιαίτερη σχέση. Τα πρώτα μου κείμενα τα έγραψα στο Στρασβούργο περνώντας λευκές νύχτες συντροφιά με κάποιο γερμανικό ραδιόφωνο που έπαιζε κλασική μουσική. Τότε είχα ανάγκη από αυτή τη διαδικασία για να φορτίζομαι. Τα κείμενα όμως δεν είχαν καμία αξία. Στη συνέχεια, όταν άρχισα πια να ασχολούμαι με το κλασικό τραγούδι, ήταν αδύνατο πλέον να ακούω ταυτόχρονα μουσική για τον απλούστατο λόγο ότι στη μουσική βυθίζομαι, παρακολουθώ κάθε μέτρο, μπαίνω ολόκληρη μέσα στο σώμα της συγκεκριμένης τέχνης. Προτιμώ λοιπόν τη σιωπή ή το θόρυβο. Γράφω σε κλειστό χώρο, πάντα στον υπολογιστή, ακόμη και με συνοδεία ηλεκτρικής σκούπας, και κρατώ σημειώσεις οπουδήποτε, σε καφενεία, τρένα, πλοία αεροπλάνα κ.λ.π.

b133506Ως πb146660ρος τις μουσικές προτιμήσεις, είμαι αρκετά ανοιχτή: Μου αρέσει πολύ η όπερα και ιδίως Μότσαρτ, Βάγκνερ, Μασνέ, τα τραγούδια του Σούμπερτ και του Μάλερ, η όπερα δωματίου, πολλά έργα συμφωνικής μουσικής, οι βασιλιάδες της ροκ σκηνής (αναφέρω χαρακτηριστικά τους Pink Floyd), το γαλλικό και γερμανικό καμπαρέ, το τάγκο, το ρεμπέτικο, καθώς και πολλά τουρκικά και αραβικά τραγούδια.

Έχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;

Στο σπίτι μου στην Κέρκυρα, υπό τρομακτικά καταρρακτώδη βροχή, λες και μαίνονταν οι Βαλκυρίες του Βάγκνερ. Στο σπίτι της φίλης και συνεργάτιδάς μου, Μαρίνας Μέντζου στη Σίφνο, υπό τη βία του καύσωνα και την επίμονη μονοτονία των τζιτζικιών. Στην πρώτη περίπτωση έγραψα ένα θεατρικό έργο, άπαιχτο ακόμη, στη δεύτερη, την «Ιφιγένεια της Ευριπίδου».

Αν είχατε σήμερα την πρόταση να γράψετε μια μονογραφία – παρουσίαση κάποιου προσώπου της λογοτεχνίας ή γενικότερα ποιο θα επιλέγατε;  

Ασυζb24902ητητί τον Ανδρέα Εμπειρίκb3414ο.

Γράψατε ποτέ ποίηση – κι αν όχι, για ποιο λόγο;

Θεωρώ ότι η ποίηση είναι παρούσα στα περισσότερα έργα μου. Απλώς έχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε μόνο τις εκδοτικές ταμπέλες. Για παράδειγμα, η «Νυχτωδία» είναι γραμμένη σχεδόν εξολοκλήρου σε δεκαπεντασύλλαβο. Το ότι δεν παρατίθενται οι στίχοι ο ένας κάτω από τον άλλον, νομίζω ότι κάποτε πρέπει να το ξεπεράσουμε. Με τη «Νεροπομπή» συμβαίνει το ίδιο και, επιπλέον, ο λόγος είναι εντελώς αφαιρετικός. Όσο για την «Ιφιγένεια της Ευριπίδου» είναι απολύτως ξεκάθαρο μιας και ο κάθε στίχος είναι κάτω από τον άλλον. Αυτά όμως είναι ζητήματα που η ίδια η ποίηση τα έχει λύσει προ πολλού. Όσο για το μυθιστόρημα, την «Κόρη του ξενοδόχου», εδώ νομίζω ότι υπάρχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον από πλευράς φόρμας. Διότι, ναι, πρόκειται για μυθιστόρημα. Η ιστορία όμως που εκτυλίσσεται το 2000 και τέμνει ανά τρία κεφάλαια την ιστορία του 1975, είναι γραμμένη σε ποιητικό λόγο, με πολύ μελετημένη προσωδία και θα μπορούσε να παιχτεί αυτόνομα στο θέατρο. Έχουμε λοιπόν και δύο διαφορετικά είδη γραφής και το θέατρο να εισχωρεί μες στην πεζογραφία δια στόματος μιας ηρωίδας-ηθοποιού.

Πεb102238ρί b106871ανάγνωσης

Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.

Αισχύλος, Ησίοδος, Όμηρος, Ανδρέας Εμπειρίκος, Κώστας Καρυωτάκης, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Στρατής Τσίρκας, Σαρλ Μπωντλέρ, Λωτρεαμόν, Τεοφίλ Γκωτιέ, Γκαίτε, Έντγκαρ Άλαν Πόε, Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, Αντονέν Αρτώ, Μαργκερίτ Ντυράς, Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, Σάμιουελ Μπέκετ, Ζαν Ζενέ, Μπερνάρ-Μαρί Κολτές, Στέφαν Τσβάιχ, Κλάους Μαν, Μαρία Πολυδούρη, Μάτση Χατζηλαζάρου, Μίσιμα, Τανιζάκι, Κώστας Αξελός.

Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.

«Ο μέγας ανατολικός», άνευ ορίων, άνευ όρων. Η ποίηση του Εμπειρίκου, Οι ακυβέρνητες πολιτείες» του Τσίρκα, «Τα άνθη του κακού», «Τα άσματα του Μαλντορόρ».

Στα δεκατρία μου λάτρευα τον Ντοστογιέφκι και συγκεκριμένα τους «Αδελφούς Καραμαζοφ» και τον «Ηλίθιο».

b3492Αγαπηb23865μένα σας διηγήματα.

Όλα τα φανταστικά του Μωπασάν και τα περισσότερα του Παπαδιαμάντη.

Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;

Η Κλεοπάτρα Λυμπέρη με την ποίηση, τη σκέψη και το ήθος της. Ο Σπύρος Κανιούρας με τις ανυπότακτες λέξεις του. Ο Φαίδων Ταμβακάκης με το ρυθμό και την ιδιαιτερότητα των θεμάτων του.

Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας.

Ανδρέας Σπερχής, Δράκουλας και Μίνα, Ιαβέρης, Φάουστ.

Αγαπημένο σας ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό, «ενεργό» ή μη; Κάποιες λέξεις για τον λόγο της προτίμησης;

b73095Οδός b80114Πανός και Τραμ. Γιατί κανένα τους δεν ξέρει τι θα πει λογοτεχνική μούχλα.

Θα μας γράψετε κάποια ανάγνωση σε αστικό ή υπεραστικό μεταφορικό μέσο που θυμάστε ιδιαίτερα;  [μέσο – διαδρομή – βιβλίο – λόγος μνήμης]

Δεκαοχτώ χρονών. Έξω χιόνι. Μεσάνυχτα σ’ ένα τρένο με παγωμένα τζάμια. Βασιλεία-Μετς. Τουρτουρίζω. Είμαι μόνη. Μέχρι που. Το τρένο γεμίζει στρατιώτες. Νεαρά παιδιά. Ορμές. Μυρωδιά σπέρματος που παγώνει. Φόβος. Είμαι ακόμη πιο μόνη. Μου μιλούν. Γερμανικά. Δεν καταλαβαίνω. Γελούν. Με κοιτούν. Χώνομαι στο βιβλίο μου. Χάνομαι στις «Ελεγείες του Ντουίνο».

Περί μετάφρασης

Διακονείτε το κοπιώδες έργο της μετάφρασης. Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Τι είδους σχέση συνδέει τον μεταφραστή και τον συγγραφέα που ο πρώτος μεταφράζει; 

Φροντίζω πάντα να κάνω έν2009α ποb147249λύ καλό πρώτο χέρι. Δεν αφήνω ποτέ κενά και απορίες. Και ο ρυθμός πρέπει να είναι αυτός που ζητάω. Αλλιώς, στα επόμενα χέρια δεν θα μπορέσω τίποτε να διορθώσω. Η σχέση νιώθω ότι πρέπει να είναι κάτι ανάμεσα σε έρωτα και εκλεκτική συγγένεια. Τουλάχιστον με μένα αυτό ισχύει.

Από τις μεταφράσεις σας ποια σας δυσκόλεψε περισσότερο και ποια σας πρόσφερε τις μεγαλύτερες ηδονές;

Μια ιδιάζουσα περίπτωση που περιείχε και βαθμό δυσκολίας και ηδονή ήταν το ‘Ένα πάθος στην έρημο’ του Μπαλζάκ. Κι αυτό, επειδή πρόκειται για ένα μικρό αριστούργημα, που ξεφεύγει από το γνωστό ύφος του συγγραφέα.

Από τα βιβλία που μεταφράσατε υπάρχουν κάποια στα οποία επιθυμείτε να κάνετε ιδιαίτερη αναφορά ή να συστήσετε στους αναγνώστες;

b84723Θα σύστb88295ηνα ανεπιφύλακτα το «Ιστορία της ζωής μου» του Τζάκομο Καζανόβα και το «Διάλογο ενός ιερωμένου με έναν μελλοθάνατο» του Σαντ, και τα δύο στις εκδόσεις Άγρα.

Υπάρχουν συγκεκριμένοι συγγραφείς με τη μετάφραση των οποίων θα επιθυμούσατε να αναμετρηθείτε;

Με τον Μπέκετ και τον Μπωντλέρ. Τους θεωρώ και τους δύο αναξιοπαθούντες.

Τις περισσότερες φορές ο μεταφραστής τίθεται στο περιθώριο. Τα φώτα στρέφονται αποκλειστικά στον συγγραφέα, ενώ σπάνια οι κριτικές αναφέρονται στο έργο του. Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό και τι θα προτείνατε ώστε να έχει τη θέση που του αρμόζει;

b74496b160114Μήπως θα έπρεπε να συζητήσουμε τι θα πει κριτικός στην Ελλάδα; Όταν μεταφράζεται ένα έργο στα ελληνικά, αμέσως έχει προαποφασιστεί ότι έχει κάποια αξία. Οι κριτικοί είναι συνεπώς λιγότερο αγχωμένοι απ’ ότι απέναντι σε κάποιο έργο της εγχώριας παραγωγής. Άλλοτε αφήνονται στις προσωπικές τους προτιμήσεις, άλλοτε διευκολύνονται αντιγράφοντας κομμάτια κειμένων συναδέλφων τους. Ως προς τη μετάφραση τώρα, χρειάζεται άλλη εξειδίκευση που δεν προσφέρεται από τις παρουσιάσεις των ατζέντηδων. Πώς να ξεχωρίσεις, ας πούμε, αγγλισμούς, γαλλισμούς, δυσκαμψίες ή αν ένα κείμενο έχει πράγματι μεταφραστεί από τη γλώσσα που αναγράφεται στην έκδοση; Αν έχεις αναγνωστική εμπειρία, θεωρώ ότι μπορείς. Και αν σέβεσαι τη δουλειά του μεταφραστή. Τώρα, γιατί δεν γίνεται αυτό, φοβάμαι ότι δεν μπορώ εγώ να το απαντήσω.

Σας ακολούθησαν ποτέ ήρωες των βιβλίων που μεταφράσατε; Μάθατε τα νέα τους;

Πάντοτε ο γλυκύτατος, ευγενέστατος, ερωτικότατος Τζάκομο Καζανόβα, ο οποίος καμία σχέση δεν έχει με την κακεντρεχή μυθολογία που τον κυνηγάει και που ταιριάζει στον Δον Ζουάν.

b118235Περί αb129916διακρισίας

Ποιες είναι οι σπουδές σας; Διαπιστώνετε κάποια εμφανή απορρόφησή τους στη γραφή σας (π.χ στην θεματολογία ή τον τρόπο προσέγγισης);

Συγκριτική λογοτεχνία στο Παρίσι, φωτογραφία και κλασικό τραγούδι. Φυσικά και υπάρχει επιρροή στη γραφή μου. Θα έλεγα ότι, κατά κάποιον τρόπο, οι σπουδές μου αποτελούν τη βάση της, το στήριγμά της. Από τη Σορβόνη έμαθα αυτό που οι Γάλλοι ονομάζουν πλάνο και που, ως γνήσια Ελληνίδα, το έβρισκα στείρο και ανόητο. Δίχως αυτό, οι ιδέες μου δεν θα έμπαιναν ποτέ σε τάξη. Από την άλλη, το κλασικό τραγούδι και η μουσική γενικότερα με έκαναν εξαιρετικά ευαίσθητη στο ρυθμό. Πρώτα ακούω και μετά γράφω. Το ίδιο ισχύει και με τη μετάφραση. Πρώτα ακούω και μετά μεταφράζω.

Πώς βιοπορίζεστε;

Με μεταφράσεις, επιμέλειες, διορθώσεις.

Πώς εμπλέκεστRadiateur 100ε με τη σκηνοθεσία; Πώς είναι η σχετική εμπειρία;

Ξεκίνησα το 2000, με το πρώτο μου έργο τη «Νυχτωδία». Έκτοτε έχω κάνει οκτώ σκηνοθεσίες. Για μένα η σκηνοθεσία έχει, κατά κάποιον τρόπο, σχέση με τη διεύθυνση ορχήστρας. Οι ηθοποιοί είναι ζωντανά όργανα, το κείμενο και η μουσική είναι αλληλένδετα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι έχω ονομάσει την εταιρεία μου Θέατρο Ρυθμών. Εκτός όμως από καλό αυτί και αίσθηση του χρόνου που πρέπει να διαθέτει κανείς, χρειάζεται υπομονή και διπλωματία. Τα δύο πρώτα με μαγεύουν, τα δύο δεύτερα με διασκεδάζουν. Το ισχυρότερο όμως είναι η αδρεναλίνη των τελευταίων ημερών και η αίσθηση θανάτου όταν ανέβει η παράσταση.

Παρακολουθείτε σύγχρονο κινηματογράφο ή θέατρο; Σας γοήτευσε ή σας ενέπνευσε κάποιος σκηνοθέτης, ταινία, θεατρική σκηνή;

nyktodiaΠαρακολουθώ και θέατρο και κινηματογράφο. Στον κινηματογράφο με γοητεύει η Ιαπωνία και η Κορέα: Κιτάνο, Τσαν Γου Παρκ, Κιμ Κι Ντουκ.  Από Ευρώπη και Καναδά αναφέρω ενδεικτικά τους εξής: Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, Στάνλεϋ Κιούμπρικ, Κλωντ Σαμπρόλ, Μίκαελ Χάνεκε, Λαρς Φον Τρίερ, Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, Ατόμ Εγκογιάν.

Στο θέατρο θα ανέφερα συνολικά τη δουλειά της Αριάν Μνουσκίν.

Τι διαβάζετε, τι γράφετε και τι μεταφράζετε αυτό τον καιρό;

Διαβάζω την «Αποκάλυψη του Ιωάννη» και ξαναδιαβάζω για πολλοστή φορά τον «Μέγα Ανατολικό», γράφω ένα καινούργιο θεατρικό έργο που θα ‘αναρριχηθεί’ μέσα στη «Νεροπομπή» και θα αποτελέσει ενιαία παράσταση. Μόλις μετέφρασα, μαζί με τη Μαρίνα Μέντζου, ένα εκπληκτικό κείμενο, μια ποιητική νουβέλα του 19ου αιώνα. Δεν θα πω λεπτομέρειες. Μόνο ότι θα βγει τέλος χειμώνα, αρχές άνοιξης από τις εκδόσεις Περισπωμένη.

b141500Οι εμπειρίες σας από το διαδικτυώνεσθb139477αι;

Εξαιρετικό εργαλείο δουλειάς. Επιπλέον, ευτυχώς που υπάρχει το διαδίκτυο και οι άνθρωποι οργανώνονται ταχύτερα ενάντια στον ολοκληρωτισμό.

Αν κάποιος σας χάριζε την αιώνια νιότη με αντίτιμο την απώλεια της συγγραφικής, της μεταφραστικής ή της αναγνωστικής σας ιδιότητας, θα δεχόσασταν τη συναλλαγή;

Δεν θα δεχόμουν για δύο λόγους: Είναι ωραίο να γράφεις για πλάσματα αιώνια, όχι να γίνεσαι εσύ ένα από αυτά. Κι ύστερα, η πρόταση αυτή είναι ύπουλη γιατί, αν πάψει να σε απασχολεί ο θάνατος, είναι βέβαιο ότι έτσι κι αλλιώς δεν θα γράψεις. Συνεπώς, ποια είναι ακριβώς η προσφορά; Λογοτεχνία και έρωτας είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με το φόβο του θανάτου.

Κάποια ερώτηση που θα θέλατε να σας κάνουμε μα σας απογοητεύσαμε; Απαντήστε την!

Με τι χρώμα θα χαρακτήριζα το κάθε έργο μου; Έχουμε και λέμε:

img136‘Με τις ευλογίες των νεκρών’: Λευκό.

‘Νυχτωδία’ Μπλε ινδικό.

‘Νεροπομπή’: Ασπρόμαυρο.

‘Ο μονόκερως του πόθου’: Κυπαρισσί.

‘Ιφιγένεια της Ευριπίδου’: Βαθύ κόκκινο.

‘Ροδώνες και πέρλες’: Ουράνιο τόξο.

‘Η κόρη του ξενοδόχου’: Κίτρινο για την Ηλέκτρα, μίνιο για τη Λη.

Στις θεατρικές εικόνες: Ιφιγένεια [Και κάθε βράδυ βγαίνουμε -χρωματιστές ακρίδες-/ Δέκα κορίτσια εδώ στην Ευριπίδου./ Λάμπες που στρεμοσβήνουμε ] και Νυχτωδία [Αχ, τούτη η νύχτα δεν κυλά, κολλάει πάνω στα μαλλιά κι ανάσα μας βαραίνει. Και το φεγγάρι κρύβεται και μας περιγελά.].

Στην επόμενη ανάρτηση, η Κόρη του Ξενοδόχου.

Antonio Tabucchi – Ρέκβιεμ. Μια παραίσθηση

requiem cΕλεγείο για τις φωνές της μνήμης

Όχι, απάντησα, η παρέα σας ήταν πολύ σημαντική για μένα, αλλά με τάραζε, ορίστε, ας πούμε ότι με τάραζε. Ε βέβαια, επιβεβαίωσε εκείνος, όλα έτσι καταλήγουν με εμένα, πείτε μου όμως κάτι, δεν πιστεύετε ότι αυτό ακριβώς πρέπει να κάνει η λογοτεχνία, να ταράζει; όσον αφορά εμένα δεν έχω την παραμικρή εμπιστοσύνη στη λογοτεχνία που καθησυχάζει τις συνειδήσεις. Ούτε εγώ, συμφώνησα, αλλά βλέπετε, είμαι ήδη αρκετά ανήσυχος από μόνος μου, η δική σας ανησυχία έρχεται να προστεθεί στη δική μου, και αυτό μου προκαλεί άγχος. Προτιμώ το άγχος παρά μια σάπια γαλήνη, δήλωσε εκείνος, ανάμεσα στα δύο αυτά πράγματα προτιμώ το άγχος… [σ. 131 – 132]

…και η συνομιλία με τον Συνδαιτυμόνα, ενός από τα πρόσωπα που o Αφηγητής συναντά μια ιουλιανή ημέρα σε μια έρημη Λισαβόνα, κάτω από τον εκτυφλωτικό ήλιο και την αποχαυνωτική ζέστη, μένει μετέωρη αλλά και οριστικά τελειωτική, σαν να κλείνει τους ημιτελείς λογαριασμούς μιας ολόκληρης ζωής. Αλλά πόσο μπορεί κανείς να είναι σίγουρος όταν η περιπλάνηση είναι διάχυτη και από άγχος και από γαλήνη, και πόσο μπορεί κανείς να βασιστεί στον Φερνάντο Πεσσόα που γίνεται για λίγο συνδαιτυμόνας του περιπλανώμενου;

1221521665_d6c8fd78e0_bΑπό το εξοχικό των φίλων του στο Αζαϊτάου, ο αφηγητής θα βρεθεί να περιμένει σε ένα ασαφές μεσημεριανό ραντεβού στην άδεια θερινή πόλη, ξεκινώντας μια διαρκή αναζήτηση προσώπων που υπάρχουν μόνο μέσα στη μνήμη του. Τον Ναρκομανή Νεαρό έχει την παράλογη εντύπωση πως τον συνάντησε σε ένα βιβλίο, ενώ για τον Κουτσό Λαχειοπώλη είναι βέβαιος πως είναι  εκείνος που έσπαγε τα νεύρα του Μπερνάρντο Σοάρες στο Βιβλίο της ανησυχίας. Αλλά αυτός ο λαχειοπώλης έχει πιο μυθιστορηματική ζωή από τον ίδιο και μπροστά στην επιμονή του συγγραφέα να μιλήσουν πορτογαλικά, γιατί αυτή είναι μια πορτογαλική περιπέτεια, αναγνωρίζει πως αμφότεροι είναι παιδιά του Νότου, δηλαδή του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, άρα, σε αντίθεση με την Μεσευρώπη, κτήτορες ψυχής.

_DSC0373a-

Ο Ταξιτζής είναι καινούργιος στην Λισαβόνα και διαρκώς χάνονται στους παντέρμους δρόμους, ο εξαντλημένος επιβάτης μπαίνει στο Μπραζελέιρα και αγοράζει κρασί από τον Σερβιτόρο και επιστρέφει στην πλανόδια πωλήτρια Γριά Τσιγγάνα που του λέει πως δεν μπορεί να συνεχίσει να ζει σε δυο πλευρές, στην πραγματικότητα και στο όνειρο μαζί, αλλιώς πάντα θα έχει παραισθήσεις και θα αποτελεί μέχρι και η ίδια κομμάτι του ονείρου του. Όμως κι εκείνη γνωρίζει πως η μέρα αυτή τον περιμένει, δεν μπορεί να της ξεφύγει, θα είναι μια μέρα δοκιμασίας αλλά και κάθαρσης. Ο Φύλακας του Νεκροταφείου που γευματίζει σ’ ένα μικρό δροσερό δωμάτιο, συντροφεύοντας επί πενήντα χρόνια τους νεκρούς, θα τον βοηθήσει να βρει τον συγγραφέα Ταντέους Βάσλαβ, με οδηγό μια φωτογραφία από την επί Σαλαζάρ αποφυλάκιση των συγγραφέων ύστερα από πιέσεις της ξένης κοινής γνώμης.

lisbon-cafe-interiorΤώρα ήρθε η στιγμή να μάθω, σήμερα είμαι ελεύθερος, ζω την πιο ακραία μου ελευθερία, έχασα ακόμα και το υπερεγώ μου, πέρασε η ημερομηνία λήξης του όπως το γάλα, είμαι απελευθερωμένος, αυτός είναι ο λόγος που ήρθα λέει ο ζωντανός συγγραφέας στον νεκρό συγγραφέα, καθώς περπατούν αγκαζέ νοσταλγώντας την αλλοτινή πόλη. Αλλά ο αφηγητής ήρθε για να μάθει τι συνέβη στην κοινή τους ερωμένη Ιζαμπέλ, που έφερε το παιδί του Ταντέους και αυτοκτόνησε υπό το βάρος μιας μυστηριώδους φράσης. Και οι παλαιοί φίλοι μοιράζονται ένα αξέχαστο γεύμα στο εστιατόριο του Κυρίου Καζιμίρο, συνομιλούν με την Σύζυγό του και προτού αποχαιρετιστούν ο Ταντέους τον βεβαιώνει πως ο ερχομός του ήταν το καλύτερο δώρο που θα μπορούσε να έχει.

vinoΣτην Πανσιόν της Ισαντόρα ο περιπλανητής συναντά για άλλη μια φορά έναν καχύποπτο θυρωρό, ευτυχώς η Ισαντόρα του δίνει ένα δωμάτιο να αναπαυτεί και η καμαριέρα Βιριάτα του προτείνει να του κάνει συντροφιά μέχρι να αποκοιμηθεί, ακόμα και να του ξύνει την πλάτη, αλλά εκείνος θέλει για άλλη μια φορά να βυθιστεί στον ύπνο, για να συναντήσει τον Νεαρό Πατέρα του, στο 1932, που του ζητά να μάθει ποιο θα είναι το τέλος της ζωής του, μα ο γιος θα τον καθησυχάσει μη βιάζεσαι, η ζωή είναι αυτό που πρέπει να είναι, εσύ δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, καλύτερα να μην ασχοληθείς, για να ακολουθήσει τελικά μπροστά στην επιμονή του πατέρα μια φορτισμένη διήγηση του θανάτου του. Κι εκείνος, μπροστά στις ενοχές του γιου που δεν τιμώρησε τους αυτουργούς γιατρούς, τον καθησυχάζει με τη σειρά του είναι πιο σωστό αυτό που έκανες, καλύτερα να χρησιμοποιείς τη γραφίδα παρά τα χέρια, είναι ένας πιο κομψός τρόπος να δίνεις μπουνιές.

1970001aΟλόκληρο το κείμενο μοιάζει εκκρεμές που εκκρεμεί πάνω από τα χάη του ασυνείδητου, τις απάτες της μνήμης, της βεβαιότητες του περασμένου βίου, τις αδιανόητες πλοκές των ονείρων, τις παρεκκλίσεις των παραισθήσεων. Εδώ το παρόν προσκαλεί το παρελθόν για μια ημέρα, παραμερίζει για λίγο για να του δώσει ώρες για εκείνα που δεν πρόλαβε, για να ολοκληρωθούν φράσεις που μπορεί να τον βοηθήσουν να καταλάβει, να προσέλθουν τα φαντάσματα που εξορίστηκαν από τη ζωή αλλά και οι κομπάρσοι της υποκειμενικής καθημερινότητας – και οι νεκροί, προπαντός αυτοί. Κι έτσι ο Μπάρμαν του Μουσείου Αρχαίας Τέχνης, ο Αντιγραφέας, ο Ελεγκτής του Τρένου, η Γυναίκα του Φαροφύλακα, ο Μαίτρ της Κάζα ντο Αλεντέζου, η Ιζαμπέλ, ο Πωλητής Ιστοριών, η/ο Μαριαζίνια, ο Συνδαιτυμόνας και ο Ακορντεονίστας, συνομιλούν μαζί του πάντα σε πληθυντικό της ευγένειας ως πρόσωπα φασματικά και αποχαμένα, ζωντανά στη σκέψη του, άρα ζωντανά παντού.

Antonio Tabucchi in 1988Αυτά έλεγα στον εαυτό μου, κλεισμένος εκεί πάνω για να γράψω εκείνη την αλλόκοτη ιστορία, μια ιστορία που κάποιος, αργότερα, θα μιμούνταν στη ζωή, μεταφέροντάς τη στο επίπεδο του πραγματικού: κι εγώ δεν το ήξερα, αλλά το φανταζόμουν, δε ξέρω γιατί φανταζόμουν πως δεν πρέπει κανείς να γράφει ιστορίες σαν κι εκείνη, γιατί υπάρχει πάντα κάποιος που μιμείται τη μυθοπλασία, που κατορθώνει να τη μετατρέψει σε αλήθεια. Και πράγματι, αυτό έγινε. Την ίδια εκείνη χρονιά κάποιος μιμήθηκε την ιστορία μου, ή καλύτερα, η ίδια η ιστορία ενσαρκώθηκε, είχε μετουσιωθεί, κι εγώ χρειάστηκε να ζήσω εκείνη την αλλόκοτη ιστορία μια φορά ακόμα, αλλά αυτή τη φορά στην πραγματικότητα, αυτή τη φορά οι χάρτινες μορφές απέκτησαν σάρκα και οστά, αυτή τη φορά η ακολουθία της ιστορίας μου άρχισε να εξελίσσεται μέρα με τη μέρα, κι εγώ την παρακολουθούσα στο καλεντάρι, σε σημείο που μπορούσα να την προβλέψω.[σ. 101 – 102]

Old cable car in the street of Lisbon, PortugalΣε ένα παράρτημα τριαντατεσσάρων σελίδων υπό τον τίτλο «Το σύμπαν σε μια συλλαβή» ο συγγραφέας μοιράζεται μια δεύτερη «περιπλάνηση», αυτή τη φορά «γύρω από ένα μυθιστόρημα»: ξεκινάει από τις συνθήκες και τον τόπο γραφής του Ρέκβιεμ, καθώς και το όνειρο της προηγούμενης νύχτας, αλλά επικεντρώνεται στην πραγματική ιστορία του πατέρα του: τον καρκίνο του λάρυγγα, την απώλεια της φωνής, τις μορφές σωματικής σημειολογίας που μοιράστηκαν, τον σιωπηρό τους διάλογο πάνω στην επιφάνεια του «μαγικού» πίνακα, γράφοντας και σβήνοντας. Το αληθινό όνειρο με τον νεαρό πατέρα να του μιλάει στα πορτογαλικά βυθίζει τον συγγραφέα στον κόσμο των ονείρων, στη γλώσσα, τους, στην φωνητική νοηματική, την ψυχοφωνητική, την αρχαία σύγκρουση φωνής και γραφής, τον ορφικό μύθο, την γραφή ως συμπλήρωμα της φωνής, τις αποτυπώσεις των φωνών στη μνήμη μας.

MALPENSTΦωνές. Τι ωραία που θα ήταν αν μπορούσαμε να μεταφράσουμε σε λέξεις τις συγκινήσεις που έχουν προκαλέσει μέσα μας οι φωνές αυτών που αγαπήσαμε στη διάρκεια της ζωής μας! Παρ’ όλα αυτά τις κουβαλάμε μέσα μας, στο πιο βαθύ κομμάτι του εαυτού μας, σαν θησαυρό σε κοσμηματοθήκη που δεν μπορούμε να τη δείξουμε σε κανέναν, και της οποίας μονάχα εμείς διαθέτουμε το κλειδί. Ο ανύπαντρος θείος που φλερτάριζε τα κορίτσια, που καλλιεργούσε τη λογοτεχνία, που σκοτώθηκε σε δυστύχημα και που εμείς τον ακούσαμε, εκείνη την ίδια μέρα, να διηγείται μελαγχολικός μια ερωτική του απογοήτευση· ο άξεστος και τρυφερός παππούς ο οποίος, με έναν τόνο εξέγερσης που ακόμα δεν είχε σβήσει αλλά παραδόξως χαρακτηριζόταν και από μια νοσταλγική φλέβα, περιέγραφε το χαράκωμα στο οποίο πολεμούσε στον Μεγάλο Πόλεμο· η κυκλοθυμική αδελφή του παππού, κάποιες εποχές γενναιόδωρη σε χαρούμενους ήχους όπως εκείνοι ενός σπίνου, και κάποιες άλλες εξαιρετικά τσιγκούνα σε λέξεις, αποκαλύπτοντας έτσι την γκριζάδα της κατάθλιψής της. Και κάποιες άλλες φωνές: φωνές της παιδικής μας ηλικίας, της παιδικής ηλικίας του καθένα μας. Μα πώς να τις επαναφέρεις; Οι λέξεις που γράφουμε στο χαρτί είναι κωφές: ακολουθούν ματαίως εκείνες τις φωνές, χωρίς να κατορθώνουν ποτέ να πιάσουν τη χροιά τους. Βρισκόμαστε στο επίπεδο της αφαίρεσης, και η αφαίρεση δεν είναι μεταφράσιμη. [σ. 177 – 178]

tabucchi 3Επιστρέφω στην πολύτιμη συνομιλία του Ταμπούκι με τον μεταφραστή του και διαβάζω την μόνη του βεβαιότητα, πως πατρίδα του είναι η γλώσσα του· πως ένας συγγραφέας ζει μέσα στη γλώσσα του κι αυτός κατοικεί μέσα στη ιταλική γλώσσα, αλλά η αγάπη του για την Πορτογαλία τον έκανε να γράψει το Ρέκβιεμ στα πορτογαλικά. Κι ένοιωσε ότι ξαναβαφτίστηκε, ότι μ’ αυτό το εξαγνιστικό γεγονός ήταν σα να διέσχισε ένα ποτάμι και να πέρασε στην άλλη όχθη. Ένα ρέκβιεμ, έλεγε, δεν μπορούσε να γραφτεί παρά σε μια  γλώσσα διαφορετική, «τόπο στοργής και προβληματισμού». Και πάντως ποτέ δεν γράφτηκε ρέκβιεμ με σύμμαχο έναν τόσο εκτυφλωτικό ήλιο.

251400898KUQkgj_fsΑυτό το Ρέκβιεμ θα μπορούσε να αποτελεί το τελευταίο βιβλίο του Ταμπούκι, αλλά όχι, ακολούθησαν και άλλα πολυαισθητικά έργα και ημέρες, όπως οι τελευταίες του Πεσσόα, ισχυρισμοί σαν του Περέιρα, θάνατοι  σαν του Τριστάνο, γαστρίτιδες όπως του Πλάτωνα. Όμως ήδη σα να φανέρωνε πως ο συγγραφέας, παρά τον πολυταξιδεμένο του βίο και την τοσκανική του αφοσίωση, κάπου στη Λισαβόνα θα άφηνε την τελευταία του πνοή. Κι έτσι συνέβη, στα τελειώματα του περσινού Μαρτίου.

Εκδ. Άγρα, 2008, μτφ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, σελ. 186 [Antonio Tabucchi – Requiem: uma alucinação, 1991]. Η έκδοση περιλαμβάνει πεντασέλιδες σημειώσεις για τα αναφερόμενα πιάτα από τον μεταφραστή των ιταλικών εκδόσεων Feltrinelli Σέρτζιο Βέκιο, το προαναφερθέν παράρτημα και ειδικότερη περί ονείρων βιβλιογραφία από τον ίδιο τον συγγραφέα.