Θα μας συνοδεύσετε ως την θύρα του βιβλίου σας;
Πολύ ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο θέτετε το ερώτημα. Το Μ’ ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι περιέχει ιστορίες ανθρώπων και αρχίζει με τη φράση: «Άρχισε να ψάχνει πάλι τις τσέπες του για να βεβαιωθεί ότι είχε ακόμα τα κλειδιά του». Ο άνθρωπος της πρώτης ιστορίας ψάχνει απεγνωσμένα τα κλειδιά του, γιατί η πιθανότητα να μην μπορεί να μπει στο σπίτι του όταν θα φτάσει αργά τη νύχτα παίρνει τρομακτικές διαστάσεις στο μυαλό του. Και σίγουρα έχει τους λόγους του. Όπως και όλοι οι άνθρωποι του βιβλίου στη δική τους ιστορία έχουν πολύ σοβαρούς λόγους να κάνουν ό,τι κάνουν, το οποίο μπορεί να είναι ασυνήθιστο ή ακραίο, αλλά δεν παύει να είναι ένα κομμάτι της δικής τους ζωής. Που μπορεί να είναι η ζωή κάποιου δίπλα μας, μία καθοριστική πτυχή της ζωής του, που την αγνοούμε ή τη φανταζόμαστε κάπως διαφορετική.
Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;
Γράφω στον υπολογιστή του γραφείου μου ή σπανιότερα σε ένα laptop στο μπαλκόνι. Οι ιδέες έρχονται όπου και όποτε θέλουν εκείνες. Συνήθως κάτι τις πυροδοτεί, μια εικόνα που βλέπω, μια λέξη ή φράση που ακούω, μια κίνηση, μια ανάμνηση που μπορεί να την έχει προκαλέσει οτιδήποτε. Τις πιο πολλές φορές τις θυμάμαι αυτές τις ιδέες. Αν φοβάμαι ότι θα ξεχάσω κάτι, το καταγράφω σε ένα μαγνητοφωνάκι ή στο κινητό μου με υπενθύμιση. Αν είμαι στον υπολογιστή μου, δημιουργώ αμέσως κάποιο νέο έγγραφο. Τελευταία έχω ανακαλύψει και ένα πρόγραμμα με σημειώσεις. Πάντως, στυλό ή μολύβι πολύ δύσκολα βρίσκω στο γραφείο μου. Αν και θεωρητικά μου αρέσει η ιδέα να κουβαλάω πάντα ένα σημειωματάριο, δεν την εφαρμόζω. Βέβαια, από την αρχική σύλληψη μέχρι τη γραφή μπορεί να μεσολαβήσει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και φυσικά πολλές ιδέες παραμένουν απλώς ιδέες, που μπορεί κάποια στιγμή στο μέλλον να γίνουν κείμενο ή να μείνουν ιδέες για πάντα.
Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία; Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;
Φροντίζω να έχω πάντα καπνό ή τσιγάρα, δεν περιμένω να μου τελειώσουν πρώτα, για να πάρω άλλο πακέτο. Φτιάχνω καφέ. Κάποιες φορές προτιμώ αλκοόλ, αν έχω. Κονιάκ, βότκα ή κρασί, με αυτή τη σειρά προτίμησης. Αλλά τις περισσότερες φορές τελειώνω με καφέ. Συνήθως αρχίζω ακούγοντας δυνατά μουσική, κάποιο κομμάτι που θα το ακούσω δυο τρεις φορές συνεχόμενα μέχρι ν’ αρχίσω. Μόλις αρχίσω να γράφω κλείνω τη μουσική ή βάζω το ραδιόφωνο να παίζει σιγανά. Ακούω διάφορα, soundtrack από ταινίες του Κισλόφσκι και του David Lynch, Nick Cave, P.J. Harvey, New Order, David Bowie, Radiohead, R.E.M., Dead Can Dance, Bjork, Flunk, Dream City Film Club, Prodigy, Mendelssohn, Moby, Παυλίδη, Massive Attack, Μαριέττα Φαφούτη, Faithless, Minor Project, Άβατον, Σαββίνα Γιαννάτου, Κάλλας και όπερα, Portishead, Bauhaus, Marilyn Manson, Ramstein, Μπέλλου, Μαρίζα Κωχ, ρεμπέτικα, ηπειρώτικα, διάφορα. Όταν πάντως γράφω προτιμώ να μην ακούω ελληνικό στίχο.
Έχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;
Ελάχιστα, σε σπίτια φίλων σε περίοδο διακοπών.
Αν είχατε σήμερα την πρόταση να γράψετε μια μονογραφία – παρουσίαση κάποιου προσώπου της λογοτεχνίας ή γενικότερα ποιο θα επιλέγατε;
Μάλλον τον Τόμας Μανν, με έμφαση στον τελευταίο έρωτα της ζωής του και στο ρόλο που έπαιζε αυτός ο έρωτας στην ολοκλήρωση της συγγραφικής του προσωπικότητας. Τριγυρίζει αρκετά χρόνια αυτή η ιδέα στο μυαλό μου, την έχω καταγράψει αλλά δεν την έχω επεξεργαστεί. Ωστόσο, η ερώτησή σας μου τη θυμίζει πάλι. Ποιος ξέρει!
Γράψατε ποτέ ποίηση – κι αν όχι, για ποιο λόγο;
Αν εξαιρέσω κάποιες πρώιμες μετεφηβικές απόπειρες, έχω γράψει μόνο ένα ποίημα, πριν από τέσσερα χρόνια περίπου. Ήταν κάτι που το επέβαλαν κάποιες συγκεκριμένες συνθήκες, θα έλεγα. Γενικότερα, έχω την αίσθηση ότι με την ποίηση εύκολα χάνει κανείς το μέτρο ή την όποια κριτική ματιά μπορεί να διαθέτει σε ό,τι γράφει. Κι αν κρίνω κι από τη μετάφραση της ποίησης που πάσχει από τις μεγαλύτερες μεταφραστικές αυθαιρεσίες, θα έλεγα ότι εν ονόματι της ποίησης μπορούν να γίνονται τερατουργήματα. Ωστόσο, η συμπύκνωση του μεστού ποιητικού λόγου είναι ζηλευτή.
Περί ανάγνωσης
Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.
Παπαδιαμάντης, Βιζυηνός, Γκαίτε, Τόμας Μανν, Πιραντέλλο, Ίψεν, Τσέχωφ, Κάφκα, Τζέννυ Έρπενμπεκ, Τερέζια Μόρα, ο Μάριο Βιρτς, συγγραφέας και ποιητής που πέθανε πρόσφατα. Ο Καβάφης, η Κατερίνα Γώγου, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος.
Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.
«Η φόνισσα» του Παπαδιαμάντη, «Η μάνα» του Γκόργκι, το «Άννα, τώρα κοιμήσου» του Κώστα Παπαγεωργίου, «Η μονή των ασωμάτων» του Ξενοφώντα Κομνηνού, το «Αλλαγμένα κεφάλια», ο «Τόνιο Κραίγκερ» και ο «Θάνατος στη Βενετία» του Τόμας Μανν, «Η επιστολή προς τον πατέρα» του Κάφκα, «Η αγριόπαπια» του Ίψεν, «Ο Ρόζενγκραντς και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί» του Τομ Στόπαρντ, «Ο ματωμένος γάμος» και «Το σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα» του Λόρκα, Το «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» και «Ο μακαρίτης Ματτία Πασκάλ» του Πιραντέλλο, οι «Εκλεκτικές συγγένειες» και «Τα πάθη του νεραού Βέρθερου» του Γκαίτε, «Ο σκοπός του έρωτα και του θανάτου του σημαιοφόρου Χριστοφόρου Ρίλκε» και τα «Γράμματα σ’ έναν νέο ποιητή» του Ρίλκε, «Το αστείο» και το «Η ζωή είναι αλλού» του Κούντερα, το «Όλες τις μέρες» της Τερέζια Μόρα, «Η Κασσάνδρα και ο Λύκος» της Καραπάνου, «Ο λύκος της στέπας» και ο «Ντέμιαν» του Έσσε, οι «Ιστορίες των βράχων» του Μαρκάκη, «Ο γύρος του θανάτου» του Θωμά Κοροβίνη, «Η ανάκριση» του Ηλία Μαγκλίνη, η «Ιστορία του γερασμένου παιδιού» και το «Παιχνίδι με τις λέξεις» της Έρπενμπεκ.
Η «Σιβηρία» και η «Άτροπος μπελαντόνα» της Έρπενμπεκ, το «Υπόγειο» του Ντοστογιέφσκι, το «Μια κάποια ευτυχία» και το «Λουϊζάκι» του Τόμας Μανν, «Το αμάρτημα της μητρός μου» του Βιζυηνού, «Η μεταμόρφωση», «Η κρίση», «Το κτίσμα», «Η Ιωσηφίνα και ο λαός των ποντικών» και το «Μπλούμφελντ, ένας γηραιός εργένης» του Κάφκα, η «Τριλογία» του Ανδρέα Κεντζού, «Η λοταρία» της Σίρλεϋ Τζάκσον, «Η επίδραση του φωτός στα ψάρια» της Κριστίνα Πέρι Ρόσσι, «Η μυρωδιά του μαύρου» της Λείας Βιτάλη, «Ο Μουνής» της Κιτσοπούλου.
Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;
Η Λένα Κιτσοπούλου και ο Ανδρέας Κεντζός με πολλά ποιήματά του.
Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας.
Ο Ιωσήφ του Τόμας Μανν.
Αγαπημένο σας ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό, «ενεργό» ή μη; Κάποιες λέξεις για τον λόγο της προτίμησης;
«Το Δέντρο», μάλλον για την ισορροπία του και επειδή αντέχει.
Θα μας γράψετε κάποια ανάγνωση σε αστικό ή υπεραστικό μεταφορικό μέσο που θυμάστε ιδιαίτερα; [μέσο – διαδρομή – βιβλίο – λόγος μνήμης]
Πριν από κάποια χρόνια σε ένα τρόλλεϋ διάβαζα ένα βιβλίο από την ιστορία του Ηρόδοτου και συγκεκριμένα ένα σημείο όπου αναφέρεται η συνήθεια να μην παραδίδεται στους διώκτες του κάποιος που έχει καταφύγει σε ένα άλλο έθνος για προστασία, δεν θυμάμαι καθόλου τις λεπτομέρειες, αλλά μου είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση αυτή η αρχαία συνήθεια, γιατί συμπτωματικά ήταν η επόμενη ημέρα από την παράδοση του Οτσαλάν στους Τούρκους. Είμαι σίγουρος ότι αν δεν υπήρχε αυτή η σύμπτωση μπορεί και να μη θυμόμουν καν αυτή την αρχαία συνήθεια.
Περί μετάφρασης
Διακονείτε το κοπιώδες έργο της μετάφρασης. Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Τι είδους σχέση συνδέει τον μεταφραστή και τον συγγραφέα που ο πρώτος μεταφράζει;
Μεταφράζω πάντα στον υπολογιστή, συνήθως ακούγοντας μουσική ή ραδιόφωνο, όχι δυνατά. Με την οθόνη του υπολογιστή χωρισμένη στα δύο, για να έχω συγχρόνως ανοιχτό το γερμανικό και το ελληνικό κείμενο. Το βιβλίο που μεταφράζω το σκανάρω σιγά σιγά. Με ανοιγμένα διάφορα λεξικά δεξιά κι αριστερά. Βάζοντας και βγάζοντας τα γυαλιά μου. Στρίβοντας τσιγάρα και καπνίζοντας. Πίνοντας πολλούς καφέδες. Όταν μεταφράζω, μεταφράζω πάντα βάσει κάποιου προγράμματος, με συγκεκριμένο αριθμό σελίδων την ημέρα. Συνήθως τις καθημερινές μεταφράζω και το Σαββατοκύριακο διορθώνω ό,τι έχω μεταφράσει όλη την εβδομάδα. Συχνά δεν τηρώ το πρώτο πρόγραμμα που φτιάχνω, οπότε το αλλάζω, φτιάχνω ένα καινούργιο πρόγραμμα, το οποίο επίσης συχνά αλλάζω. Μετά ακολουθεί το πρόγραμμα της αντιπαραβολής και μετά τα προγράμματα των διορθώσεων. Τώρα για τη σχέση μεταφραστή και συγγραφέα, νομίζω ότι όταν ο μεταφραστής μεταφράζει έναν συγγραφέα που έχει επιλέξει ο ίδιος τον θαυμάζει, τον σέβεται, τον ζηλεύει, νιώθει ενοχές αν καταλάβει ότι παρασύρεται κάποια στιγμή και δεν είναι πιστός, οπότε προσπαθεί να επανορθώσει, συνήθως νιώθει ότι τον ξέρει πολύ καλά, αλλά πολύ συχνά εκπλήσσεται και με κάτι άλλο, και τον θαυμάζει ακόμα πιο πολύ και πάει λέγοντας. Αν μεταφράζει έναν συγγραφέα που του έχει ανατεθεί, προσπαθεί να ανακαλύψει κάποιους λόγους για να πείσει πρώτα απ’ όλους τον εαυτό του ότι θα μπορούσε να τον είχε επιλέξει ο ίδιος. Αν δεν τα καταφέρει, προσπαθεί απλώς να κάνει τη δουλειά του όπως έχει συνηθίσει να την κάνει.
Από τις μεταφράσεις σας ποια σας δυσκόλεψε περισσότερο και ποια σας πρόσφερε τις μεγαλύτερες ηδονές;
Περισσότερο απ’ όλες με δυσκόλεψαν τα πολλά αποσπάσματα του Κάφκα στη βιογραφία του Nicholas Murray, γιατί ήταν γραμμένα στα Αγγλικά και εγώ έπρεπε να ψάχνω, να τα βρίσκω στο πρωτότυπο, να τα μεταφράζω και να τα στέλνω στον Ξενοφώντα Κομνηνό που μετέφραζε τον λόγο του Murray, για να τα ενσωματώνει στο κείμενο που είχε μεταφράσει εκείνος και να μου στέλνει στη συνέχεια όλο το κείμενο. Και μετά κάναμε πολύωρες συναντήσεις για να διορθώσουμε το κείμενο, συνήθως κεφάλαιο κεφάλαιο. Τις μεγαλύτερες ηδονές μού τις πρόσφερε η μετάφραση της συλλογής «Συγκεχυμένα ανέρχονται τα λησμονημένα», που περιέχει 13 διηγήματα του Τόμας Μανν, μεταξύ των οποίων τον «Τριστάνο», τον «Μικρό κύριο Φρήντεμανν», τον πολύ σκοτεινό «Τομπίας Μίντερνίκελ», το «Λουϊζάκι» και το «Μια κάποια ευτυχία», όλα διαλεγμένα ένα ένα, με πολλή προσοχή και αγάπη.
Από τα βιβλία που μεταφράσατε υπάρχουν κάποια στα οποία επιθυμείτε να κάνετε ιδιαίτερη αναφορά ή να συστήσετε στους αναγνώστες;
Για τον Τόμας Μανν και τον Κάφκα, τι να πω; Αν όμως κάποιος δεν γνωρίζει την Έρπενμπεκ, θα του έλεγα να τη γνωρίσει οπωσδήποτε. Θεωρώ ότι είναι μία σύγχρονη επιβεβαίωση αυτού που έχει πει ο Κάφκα, ότι «… ένα βιβλίο πρέπει να είναι το τσεκούρι για την παγωμένη θάλασσα μέσα μας». Και σίγουρα θα πρότεινα τη βιογραφία του Κάφκα σε όσους έχουν γοητευτεί κάποια στιγμή στη ζωή τους από τον Κάφκα και σε όσους δεν είχαν ακόμη την τύχη αυτή.
Υπάρχουν συγκεκριμένοι συγγραφείς με τη μετάφραση των οποίων θα επιθυμούσατε να αναμετρηθείτε;
Ο Γκαίτε, ο Νίτσε, ο Μαρξ, ο Ένγκελς, ο Μούζιλ, ο Χάινριχ Μανν, ο Ρίλκε, ο Μπύχνερ, ο Αλεξάντερ Κλούγκε.
Τις περισσότερες φορές ο μεταφραστής τίθεται στο περιθώριο. Τα φώτα στρέφονται αποκλειστικά στον συγγραφέα, ενώ σπάνια οι κριτικές αναφέρονται στο έργο του. Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό και τι θα προτείνατε ώστε να έχει τη θέση που του αρμόζει;
Ίσως δικαίως τίθεται στο περιθώριο ο μεταφραστής. Άλλο πράγμα είναι η κριτική ενός βιβλίου και άλλο η κριτική μετάφρασης. Κάποιοι το γνωρίζουν αυτό και αναφέρουν απλώς το όνομα του μεταφραστή. Και καλά κάνουν. Κάποιοι άλλοι ασκούν κριτική στο μεταφραστή βασιζόμενοι σε δικά τους προσωπικά κριτήρια που μπορεί να μην έχουν καμία σχέση με την ουσία της μετάφρασης ή με το «έργο του μεταφραστή» όπως το έχει ορίσει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν για παράδειγμα. Θεωρώ ότι σωστή κριτική μετάφρασης μπορεί να ασκήσει κανείς μόνο αφού συγκρίνει τη μετάφραση με το πρωτότυπο. Εδώ πολλές φορές απλώς συγκρίνεται μία μετάφραση με μία προηγούμενη μετάφραση, χωρίς καμία αναφορά στο πρωτότυπο. Με την ίδια λογική επαινούνται μεταφράσεις χωρίς καμία επιστημονική και ουσιαστική σύγκριση με το πρωτότυπο. Πάντως, ο θεσμός των μεταφραστικών βραβείων δίνει εξέχουσα θέση στον ρόλο του μεταφραστή. Ένας μεταφραστής μπορεί να βραβευτεί όπως μπορεί να βραβευτεί και ένας συγγραφέας. Το πλατύ αναγνωστικό κοινό όμως σωστά το ενδιαφέρει πρωτίστως ο συγγραφέας. Ο συγγραφέας είναι αυτός που λέει κάτι, ο μεταφραστής, αν είναι καλός, το μεταφέρει στη γλώσσα του όπως οφείλει να το μεταφέρει. Η καλή μετάφραση είναι πάντα το ζητούμενο, αλλά θα έλεγα ότι το ζητούμενο
αυτό θα έπρεπε να είναι αυτονόητο. Κανονικά δεν θα έπρεπε να θεωρούμε απαραίτητη την αναφορά σε κάτι αυτονόητο. Αντίθετα θα ήταν πολύ ωφέλιμο για εκπαιδευτικούς λόγους να γίνεται αναφορά σε κακές μεταφράσεις, με την προϋπόθεση ότι η κριτική θα γίνεται με επιστημονικό τρόπο. Και στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να γίνεται αναφορά και στους επιμελητές ή υπεύθυνους σειρών αλλά και στους εκδότες για τις επιλογές τους. Ο εκδότης είναι ο πρώτος κριτής μίας μετάφρασης. Αποφασίζοντας να την εκδώσει παραδέχεται ότι η μετάφραση είναι καλή. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι ο μεταφραστής θα έχει τελικά τη θέση που του αρμόζει μόνο αν σταματήσουμε κάποια στιγμή να διαβάζουμε εμπεριστατωμένες κρίσεις για κακές μεταφράσεις. Ο μεταφραστής θα έχει τη θέση που του αρμόζει όταν θα γίνει αφανής.
Από την άλλη οι επιμελητές και διορθωτές τίθενται σε ακόμα μεγαλύτερη «αφάνεια». Τι προβλήματα παρουσιάζει η συνεργασία μαζί τους και ποια θα ήταν η ιδανικότερη μορφή της;
Είναι η φύση της δουλειάς τους τέτοια που δεν επιτρέπει να είναι διακριτή. Και στην περίπτωσή τους, μόνο ένας κακός επιμελητής ή διορθωτής μπορεί να φανεί. Ένας καλός επιμελητής ή διορθωτής μπορεί να σώσει την τελική εικόνα ενός μεταφραστή ή συγγραφέα. Αυτό όμως μόνο εκείνος που σώθηκε μπορεί να το διακρίνει, όχι ο τελικός αναγνώστης. Όταν ο επιμελητής ή ο διορθωτής ξέρει τη δουλειά του, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα στη συνεργασία. Η δουλειά του μεταφραστή ή του συγγραφέα θέτει από μόνη της κάποια όρια, επιτρέπει τον α΄ ή β΄ βαθμό διορθωτικών επεμβάσεων. Αυτό το διακρίνει κάποιος που ξέρει τη δουλειά του με την πρώτη ανάγνωση. Έτσι, η ιδανικότερη μορφή συνεργασίας θα ήταν η συνεργασία που στηρίζεται στον αλληλοσεβασμό, ο οποίος όμως προϋποθέτει τον αυτοσεβασμό, και ο οποίος με τη σειρά του δεν είναι πάντα ευθέως ανάλογος με την αυτοπεποίθηση.
Σας ακολούθησαν ποτέ ήρωες των βιβλίων που μεταφράσατε; Μάθατε τα νέα τους;
Νομίζω ότι με τον έναν ή άλλον τρόπο όλοι με ακολουθούν, θέλω δεν θέλω. Ή τους ακολουθώ εγώ. Δεν είναι πάντα εύκολο να διακρίνεις ποιος ακολουθεί ποιον. Ούτε βέβαια να πεις ποιος έχει πιο συχνά νέα, ποιος αλλάζει περισσότερο με την πάροδο των χρόνων.
Ποιες είναι οι σπουδές σας; Διαπιστώνετε κάποια εμφανή απορρόφησή τους στη γραφή σας (π.χ στην θεματολογία ή τον τρόπο προσέγγισης);
Έχω σπουδάσει γερμανική φιλολογία. Το πρώτο θεατρικό έργο που έγραψα ήταν κατά κάποιο τρόπο μία συνέχεια της διπλωματικής εργασίας μου, στην οποία είχα ασχοληθεί με «Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου» του Γκαίτε και τον «Θάνατο στη Βενετία» του Τόμας Μανν. Ουσιαστικά όμως θα έλεγα ότι ο «Βέρθερος» ήταν το άλλοθι, για να δημιουργήσω τη δική μου «Λόττε», η οποία ως πρόσωπο, όπως και τα άλλα πρόσωπα του έργου, ουσιαστικά κάπου προϋπήρχε. Από την άλλη, η ομώνυμη ιστορία στο βιβλίο «Μ’ ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι» είναι η ιστορία ενός μεταφραστή γερμανόφωνης λογοτεχνίας. Πρόσφατα μου είπε μια δεκαοχτάχρονη κόρη φίλης «Η Γώγου λέει “ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι”», και είχε προφανώς δίκιο. Δεν γίνεται να ξεχάσεις αυτόν τον στίχο. Μία άλλη ιστορία, το «Η αγάπη κερδίζεται», είναι χτισμένη πάνω σε δυο στίχους του Χριστιανόπουλου και στο μυαλό μου έχει μουσική υπόκρουση ένα κομμάτι της P. J. Harvey, στην «Ευτυχία» υπάρχει μια αναφορά σε μια ταινία, τη «Σταγόνα στον ωκεανό» της Ελένης Αλεξανδράκη, ενώ ο ήχος που «σκίζει το στομάχι» της γυναίκας στην τελευταία ιστορία του βιβλίου είναι ο ήχος του τηλεοπτικού σποτ του Amber Alert. Δεν είναι μόνο οι σπουδές, θα έλεγα. Ό,τι έχω διαβάσει, έχω δει, έχω ζήσει σίγουρα έχει επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο βλέπω τα πράγματα, άρα και αυτά που γράφω. Άλλες επιρροές είναι εμφανείς άλλες όχι. Άλλες σίγουρα παραμένουν ασυνείδητες.
Στις σπουδές μου υπήρχαν πολλά μαθήματα επιλογής. Το τι επέλεγε ο κάθε φοιτητής καθόριζε κατά κάποιο τρόπο το πρόγραμμα σπουδών του, αν και τα προσφερόμενα μαθήματα ήταν πάντα συγκεκριμένα. Το τι εισέπραττε όμως τελικά ο κάθε ένας από τους φοιτητές που παρακολουθούσαν το ίδιο μάθημα είχε να κάνει με τον κάθε ένα φοιτητή ξεχωριστά. Το ότι στο πλαίσιο των σπουδών μου είχα επιλέξει ψυχογλωσσολογία και μαθήματα ψυχολογίας σίγουρα έχει παίξει κάποιο ρόλο γενικότερα. Η ενασχόλησή μου επίσης με την τραγική κωμωδία στο πλαίσιο των σπουδών μου έχει επηρεάσει τη θεατρική μου γραφή. Παρ’ όλα αυτά και αυτό το μάθημα αφ’ ενός ήταν μάθημα επιλογής και αφ’ ετέρου δεν ήταν το μοναδικό μάθημα με αντικείμενο θεατρικά έργα που παρακολούθησα κατά τη διάρκεια των σπουδών μου.
Πώς βιοπορίζεστε;
Δύσκολα όπως και πολλοί άλλοι. Και προ κρίσης και τώρα. Πάντως εκτός από ελεύθερος επαγγελματίας ως μεταφραστής και συγγραφέας, είμαι και ιδιωτικός υπάλληλος. Πράγμα που σημαίνει τουλάχιστον 8ωρη καθημερινή μισθωτή εργασία. Άλλο κεφάλαιο αυτό!
Παρακολουθείτε σύγχρονο κινηματογράφο ή θέατρο; Σας γοήτευσε ή σας ενέπνευσε κάποιος σκηνοθέτης, ταινία, θεατρική σκηνή;
Βρίσκω συγκλονιστικές τις ταινίες του Γιάννη Οικονομίδη, το «Σπιρτόκουτο», την «Ψυχή στο στόμα», τον «Μαχαιροβγάλτη». Όταν είδα το «Σπιρτόκουτο», σκεφτόμουν «τι ταινία να κάνεις μετά απ’ αυτό;» Κι όμως έκανε την «Ψυχή στο στόμα». Και μετά η ίδια σκέψη. Κι όμως έκανε τον «Μαχαιροβγάλτη». Μου άρεσε επίσης πολύ ο «Δεκαπενταύγουστος» και πιο πολύ ο «Όμηρος» του Γιάνναρη, η «Χώρα προέλευσης» του Τζουμέρκα, «Το γάλα» του Σιούγα. Συγκλονιστική με άλλο τρόπο ήταν επίσης πριν από χρόνια η «Αγέλαστος πέτρα» του Κουτσαφτή αλλά και το «Ρεμπέτικο» του Φέρρη, «Ο δράκος» του Κούνδουρου. Μου άρεσαν πολύ κάποιες ταινίες του David Lynch, η «Χαμένη Λεωφόρος», το «Mulholland Drive» και το «Inland Empire», πολλές απ’ τις ταινίες του Hanecke, το «Μαζί ποτέ» και «Η άκρη του ουρανού» του Φατίχ Ακίν, πριν από αρκετά χρόνια μία πολύ ωραία ταινία, το «Πριν από τη βροχή» με πολλή ωραία μουσική από τους Anastasia, το «Old boy», το «Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας και άνοιξη», ταινίες που ποτέ δεν πρόκειται να θυμηθώ το όνομα των σκηνοθετών τους, «Ο μάγειρας, ο κλέφτης, η γυναίκα του κι ο εραστής της» του Πήτερ Γκρήναγουέι, οι ταινίες του Κισλόφσκι, κάποιες ταινίες του Βέντερς, του Κουστουρίτσα, αλλά και παλιές ταινίες του Φασμπίντερ και του Παζολίνι, το «Και το πλοίο φεύγει» και η «Πρόβα ορχήστρας» του Φελίνι, το «Χάος» των Ταβιάνι, η «Στέλλα» του Κακογιάννη. Παλιότερα παρακολουθούσα περισσότερο θέατρο. Θυμάμαι τη «Μήδεια κλειστού χώρου», τη «Φάρσα Caldeway» του Μπότο Στράους, την «Camera degli sposi» του Βέλτσου και την «Ηλέκτρα» όλα σε σκηνοθεσία Μαρμαρινού. Μάλιστα, μετά την παράσταση του «Camera degli sposi» έγραψα έναν θεατρικό μονόλογο. Την «Επίσκεψη της γηραιάς κυρίας» σε σκηνοθεσία Βολανάκη. Θυμάμαι πολύ καλά το «Με δύναμη από την Κηφισιά», το «Λαχταρώ» της Σάρας Κέιν και την «Αντιγόνη» σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή. Θυμάμαι επίσης αρκετές πολύ ενδιαφέρουσες σκηνοθεσίες του Χουβαρδά και του Αρβανιτάκη στο «Θέατρο του Νότου» και μία πολύ ωραία σκηνοθεσία της «Φόνισσας» του Παπαδιαμάντη από τον Χατζάκη. Πρόσφατα συμμετείχα σε ένα workshop δραματουργίας στο «Βυρσοδεψείο», το οποίο αποδείχτηκε πάρα πολύ ενδιαφέρον.
Τι διαβάζετε, τι γράφετε και τι μεταφράζετε αυτό τον καιρό;
Διαβάζω το «’55» του Θωμά Κοροβίνη, που είναι συγκλονιστικό, προσπαθώ να ολοκληρώσω ένα θεατρικό έργο, αλλά θέλει πολλή δουλειά ακόμη, έχω στα σκαριά μία συλλογή παραμυθιών, που θέλει ακόμη περισσότερη δουλειά, γράφω κάποια διηγήματα, και πρόκειται να αρχίσω να διορθώνω τη μετάφραση ενός βιβλίου της Έρπενμπεκ, που θα κυκλοφορήσει με τον τίτλο «Ψυχές και χώματα».
Οι εμπειρίες σας από το διαδικτυώνεσθαι;
Πολυποίκιλες, θα έλεγα. Ενδιαφέρουσες αλλά αρκετές φορές και απογοητευτικές. Όμως υπάρχει και πολλή φλυαρία, συχνά. Έχω επίσης την αίσθηση ότι το διαδίκτυο μπορεί να σε παγιδέψει, να σε μπερδέψει. Υπάρχει ο κίνδυνος να νομίζεις ότι κάνεις κάτι, κοινοποιώντας απλώς μία ανακοίνωση, μία είδηση. Η λογική του «τι ωραίο και συγκινητικό που είναι που εμένα με συγκινούν ακόμη τέτοια πράγματα», κάπως έτσι έχει ορίσει πολλά χρόνια πριν ο Κούντερα το κιτς. Αυτό σε συνδυασμό με τους στίχους της Γώγου «Άσκησα την όραση για μακριά / Κι έχασα τα κοντινά μου» μπορεί να γίνει καταστροφικό σήμερα. Συναντάς συχνά ένα περίσσευμα ευαισθησίας για κάτι πολύ μακρινό και μία απάθεια για ό,τι συμβαίνει στη διπλανή πόρτα. Επικρατεί και πολύ μεγάλη ιδεολογική σύγχυση. Βέβαια, οι δυνατότητες πληροφόρησης που προσφέρει το διαδίκτυο είναι τεράστιες. Αλλά και σε αυτόν τον τομέα της πληροφόρησης ακόμη, νομίζω ότι η ταχύτητα του διαδικτύου τείνει να καταργήσει τη διασταύρωση πηγών, την όποια αντικειμενικότητα. Διανύουμε την εποχή του «copy – paste – like – share». Και το διαδίκτυο ένα εργαλείο είναι, θέλει προσοχή στη χρήση του.
Αν κάποιος σας χάριζε την αιώνια νιότη με αντίτιμο την απώλεια της συγγραφικής, της μεταφραστικής ή της αναγνωστικής σας ιδιότητας, θα δεχόσασταν τη συναλλαγή;
Φοβάμαι ότι η αιώνια νιότη θα είναι πολύ μοναχική και θα έχει πολύ πόνο, πολλούς οριστικούς αποχαιρετισμούς. Αν πάλι με αυτή την ερώτησή σας ουσιαστικά με ρωτάτε αν θα μπορούσα, με κάποιο δελεαστικό αντάλλαγμα, να ζήσω χωρίς να γράφω, να μεταφράζω ή να διαβάζω, νομίζω ότι ο καθένας μας κάνει πάντα ό,τι μπορεί. Αν κάποια στιγμή δεν μπορώ κάτι από αυτά, θα μπορώ κάτι άλλο, θα κάνω ό,τι μπορώ.
Κάποια ερώτηση που θα θέλατε να σας κάνουμε μα σας απογοητεύσαμε; Απαντήστε την!
Όχι, δεν νομίζω.
Στις εικόνες: Frantz Kafka, Terézia Mora, Johann Wolfgang von Goethe, Thomas Mann, Anton Chekhov, Luigi Pirandello, Mario Wirz, Κατερίνα Γώγου.