Αρχείο για Ιουνίου 2014

28
Ιον.
14

Κωνσταντίνος Χρηστομάνος – Η κερένια κούκλα

ΠεριλαμβChristomanos_Coverάνει τη μελέτη της Αγγέλας Καστρινάκη «Σαν τις μυγδαλιές». Ιδέες και σύμβολα στην Κερένια Κούκλα.

Ένα μεσημέρι χρυσό και γαλάζιο, που ο ήλιος είχε μπει όλος, μεθυσμένος, μέσα στην κάμαρη και κυ­λιότανε στα σανίδια του πατώματος κι έπαιζε με τις αράχνες στις γωνιές του ταβανιού κι ακόμα και με τη χλωμάδα της Βεργινίας, που κιτρίνιζε σα φλουρί παλιό σβησμένο, κι έπαιζε και μέσα στα μαλλιά της Λιόλιας, που ζεστοφέγγανε σαν το πυρόχρυσο μέλι μέσα στο κουτάλι, και στου Νίκου το λαιμό, που έδειχνε αχνός και μουντός σαν αραποσίτι ώριμο γαλα­τερό – μόλις αποφάγανε -, νά σου κι ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα η θεια Ελέγκω, βαλαντωμένη απ’ το δρόμο, ξαναμμένη, με τη μπελερίνα ξεκούμπωτη… [σ. 116]

Πεζoγράφoς, πoιητής, θεατρικόςKostas-Christomanos συγγρα­φέας, σκηνoθέτης, σκηνoγράφoς, ενδυματoλό­γος, επιχειρηματίας του θεάτρoυ, καθηγητής απαγγελίας κ.ά., ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος υπήρξε μια σπάνια περίπτωση πολυπράγμονος και δημιουργικότατου λογίου της εποχής του. Αλλά είναι μια σχεδόν μυθιστορηματική αντίθεση που αυλακώνει τον βίο του και καθορίζει μεγάλο μέρος του έργου του: παραμορφώθηκε στο πρόσωπο εξαιτίας ενός ατυχήματος αλλά υπήρξε και δάσκαλος, φίλος και συνομιλητής της πανέμορφης αυτοκράτειρας Ελισάβετ [Σίσυ] της Αυστρίας, στην ηλικία των είκοσι τεσσάρων ενώ εκείνη ήταν τριάντα χρόνια μεγαλύτερη. Υπήρξε λέκτορας της νεοελληνικής γλώσσας στο Πανεπιστήμιο της Βιένης, συνεκδότης πρωτοποριακου περιοδικού, αρθογράφος εφημερίδας. Με τον θάνατο της αυτοκράτειρας ήταν πλέον ανεπιθύμητος στην αυλή της και επέστρεψε στην Ελλάδα, για να δοκιμαστεί για πρώτη φορά στο θέατρο, ιδρύοντας την πρωτοποριακή Νέα Σκηνή και γράφοντας μια σειρά από θεατρικά και λογοτεχνικά έργα

1kn18dΕίναι φανερό ότι πρόκειται για μια ασίγαστη δημιουργική προσωπικότητα, που υπήρξε μάλιστα ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη. Πρόκειται σε κάθε περίπτωση για ένα σχεδόν μυθιστορηματικό πρόσωπο αλλά και έναν ιδιαίτερο και πρωτότυπο συγγραφέα. Και εδώ έρχεται το πλούσιο, πολυσέλιδο επίμετρο – με έκταση κανονικής μελέτης – της Αγγέλας Καστρινάκη, που μας συστήνει όχι μόνο σε αυτόν τον ιδιαίτερο και εν πολλοίς άγνωστο λογοτέχνη αλλά και στα ιδιότυπα συστατικά του έργου του και βέβαια της Κερένιας Κούκλας. Το βιβλίο άρχισε να δημοσιεύεται ως επιφυλλίδα στην εφημερίδα Πατρίς και ο συγγραφέας δεν ευτύχησε να το δει σε τυπωμένο βιβλίο. Διασκευάστηκε το 1915 από τον μοναδικό Παντελή Χορν, επηρεάζοντας την κατοπινή θεατρική μικροαστική ηθογραφία, διαβάστηκε στο ραδιόφωνο έγινε κινηματογραφική ταινία και τηλεοπτική σειρά.

José Rodríguez _Jose Rodriguez_paintings_El_Salvador_Artodyssey (3)Ο Νίκος παντρεύεται την μεγαλύτερή του Βεργινία, εκείνη αρρωσταίνει μετά από μια αποτυχημένη εγκυμοσύνη, στο σπίτι έρχεται η δεκαεξάχρονη Λιόλια, με την οποία θα σμίξει ο Νίκος και αργότερα, με τον θάνατο της Βεργινίας, θα παντρευτεί. Το ζευγάρι αδυνατεί να χαρεί τον έρωτά του: το βρέφος της Λιόλιας μοιάζει με την Βεργινία και είναι νεκρό, χλωμό σαν μια κερένια κούκλα. Το έργο έχει χαρακτηριστικά τραγωδίας, όχι μόνο για την τραγική του κατάληξη αλλά και επειδή διατηρεί την βασική ισορροπία του αρχαίου δράματος: το δίκιο βρίσκεται σε όλες τις πλευρές. Έχει όμως και μια σειρά ξεχωριστά στοιχεία που η Καστρινάκη παρουσιάζει αναλυτικά και με ιδιαίτερο αφηγηματικό ενδιαφέρον.

Και πάλι πήρε αλλιώς το σκοπό το μουντωμένο τραγούδι της ζωής της: πιο βαθιά κρυμμένο ακόμα, σαν κάτω από νερά στον ήλιο, κάτω από στάχυα θημωνιές αψηλοστοιβαγμένες, που πνίγουν τη φωνή του γρύλου από κάτω τους, που ρίχνουν ίσκιο φωτει­νό και πέφτει το ξανθό το μεσημέρι και κοιμάται – έτσι καθώς έμενε τώρα η Λιόλια, ώρες αλάκερες, καθιστή στην καρέκλα με τα χέρια λυτά στην ποδιά της, ασάλευτη, λες και κοιμότανε μ’ ανοιχτά τα μάτια καθώς σταματούσε άξαφνα εκεί που δούλευε και στύλωνε τα μάτια μπρος της, με τη ματιά της κατά μέσα της,  σα να κρυφόβλεπε στα βάθη τού είναι της κάποιο μυ­στήριο που βλάσταινε, που την τρόμαζε η σιγαλινή ζωή του, μα και που φοβότανε μην το ξυπνήσει από τ’ άνθισμα του το τρομαχτικό … [σ. 194]

Η ΚΕΡΕΝΙΑ ΚΟΥΚΛΑ1Η Κερένια Κούκλα υπήρξε το πρώτο ελληνικό μυθιστόρημα που προσπαθεί να κατανοήσει το ερωτικό φαινόμενο πέρα από στερεότυπα, τον έρωτα ως ατομικό ζήτημα. Εδώ γίνεται σύγκριση με τις προϋπάρχουσες ή παράλληλες αναφορές του Ξενόπουλου, του Καρκαβίτσα της Καλλιρόης Παρέν, του Παπαδιαμάντη, του Θεοτόκη και ελάχιστων άλλων, αλλά και λόγος για την απουσία ενός θεωρητικού λόγου πάνω στον έρωτα (σε αντίθεση με την Δυτική Ευρώπη και το πρώιμο παράδειγμα του Σταντάλ). «Ο τρόπος πάντως με τον οποίο χειρίζεται ο Χρηστομάνος το ερωτικό θέμα, η πλήρης επικέν­τρωση σε αυτό και η απουσία παράπλευρων κοινωνικών προβληματισμών, το γεγονός δηλαδή ότι το απομονώνει και το μελετά καθεαυτό, τον καθιστούν τον πρώτο και τον κατεξοχήν ερωτικό συγγραφέα της Ελλάδας. Ίσως ήταν εκείνος που φαντάστηκε τον έρωτα, γιατί του ήταν αδύνατο να τον πραγματώσει», γράφει η ερευνήτρια [σ. 339]

Σε μια χώρα όπου το εθνικό και το κοινωνικό – εν γένει κάθε είδους συλλογικότητα – επικαθορί­ζουν και επισκιάζουν τόσο πολύ το ιδιωτικό πεδίο, ώστε να θεωρείται «αποκοτιά» η κατασκευή ενός αμιγώς ερωτικού πεζού κειμένου, η Κερένια Κούκλα όχι απλώς θέτει τον έρωτα στο επίκεντρο αλλά και αποκλίνει τόσο από τα πριν όσο και τα μετά από αυτήν ερωτικά μυθιστορήματα, καθώς είναι ένα έργο όπου σώμα και ψυχή δεν παρουσιάζονται αντιμαχόμενα. Περιλαμβάνει μάλιστα μια από τις πρώτες σεξουαλικές σκηνές στην ελληνική πεζογραφία.

3e2debafe9ef4fb457f826176c711d99Η Καστρινάκη προβαίνει σε ενδιαφέρουσες συσχετίσεις και διαφοροποιήσεις από σύγχρονα έργα της εποχής, όπως και την Μεταφυσική του έρωτα του Σοπενάουερ, ιδίως όσον αφορά τον έρωτα ως τέχνασμα της φύσης για την διαιώνισή της τον μικρό κυνικό διάλογο ανάμεσα στον Δάφνη και τη Χλόη, για τα ρομαντικά ψεύδη του έρωτα, με το De Profundis του Όσκαρ Ουάιλντ αλλά με την «θεωρία» του καρναβαλιού που απέδωσε ιδανικά ο Γιάννης Κιουρτσάκης (για το ίδιο το φύλο ως καθολική φανέρωση της ζωής και ορμητική αφύπνιση της φύσης, ως μυστηριακή ζωική δύναμη, γονιμική και αναστάσιμη). Από μια άλλη οπτική, ο έρωτας μες στις αμυγδαλιές, θυμίζει το μυθιστόρημα του Ζολά Το αμάρτημα του αββά Μουρέ και τους καλλιτέχνες της Παρακμής, και εδώ υπάρχει μια ακόμα ευκαιρία για σύγκριση με την εκάστοτε βίωση της ύψιστης ευδαιμονίας και κατόπιν της ντροπής και την γενικότερη σύνδεση ηδονής και οδύνης.

Luce_sui_corpiΗ φύση στο έργο του Χρηστομάνου είναι πλήρως εμψυχωμένη, γεμάτη Πνεύμα· είναι ένα τόπος όπου καταργείται η τομή μεταξύ ανθρώπου και θεού αλλά και μεταξύ ύλης και πνεύματος, απηχώντας βασικές αντιλήψεις της γερμανικής Naturphilosophie και της «φιλοσοφίας της φύσης»· στην ίδια αυτή φύση υμνείται ο πανθεϊσμός και ο θεοσοφισμός. Ο πόθος, έννοια – κλειδί στο μυθιστόρημα, βιώνεται από λαϊκούς ανθρώπους που ακριβώς επέλεξε ο συγγραφέας ώστε να τον βιώνουν βαθιά, χωρίς να επεξεργάζονται κάθε τι με τον νου τους. Αν με την Αυτοκρατειρα Ελισάβετ είχε εξαντλήσει όλους τους αναβαθμούς της αυτoσυνείδησης και της αναλυτικής σκέψης εδώ θέλησε να αφήσει μεγάλο περιθώριο στο άρρητο αλλά και στην εντός του αντήχηση του ιερού.

Elisabeth with her greek teacher - reader Constantin Christomanos, I think in front of the Deák-'Hotel' in Bártfa-FürdőΤο έργο καταχωρήθηκε κάποτε στο ρεύμα του αισθητισμού λόγω της «ωραιολατρείας» της και του φορτωμένου ύφους που θυμίζει Ντ’ Αννούντσιο, μια ανάγνωση που δεν αρνείται η Καστρινάκη αλλά την θέτει σε δεύτερη μοίρα, ύστερα από τον συμβολισμό. Πράγματι, από τις τρεις πλευρές του μεσοπολεμικού ευρωπαϊκού νεορομαντισμού, τον αισθητισμό, τον συμβολισμό και την παρακμή, είναι η πλευρά του συμβολισμού που διαπνέει τις σελίδες του μυθιστορήματος. Είναι και η σύζευξη πρόζας και ποιητικών τρόπων, που ούτως ή άλλως σχετίζεται με τον συμβολισμό.

Το μοτίβο της μοιχείας, του ερωτικού τριγώνου, της αυτοκτονίας, οι ποικίλες γλώσσες και οι ήχοι της πόλης, η συμπάθεια προς τους χαρακτήρες του και τη σημασία του βλέμματος, οι συνεχείς αμφισημίες, η διαρκής μετακίνηση απόMagnus Zeller, Loving Couple, 1919 τον χώρο της πόλης σε εκείνο της φύσης και πολλά άλλα στοιχεία δημιουργούν ένα απρόσμενα γοητευτικό λογοτέχνημα που ενώ καθρεφτίζει με μαγεία μια άλλη εποχή, αποτελεί ιδιαίτερα ελκυστικό ανάγνωσμα σήμερα.

Σε αυτό το τυπικό κείμενο δύο επιπέδων – μια απλή ερωτική ιστορία για τους κοινούς αναγνώστες κι ένα ταξίδι στις απαρχές του χρόνου για τους «μυημένους» – συνυπάρχουν το καθημερινό και το υπερβατικό, το ρεαλιστικό και το συμβολικό, το χιουμοριστικό και το υψηλό, η «γλύκα» του έρωτα και η πίκρα για την σύντομη διάρκεια της ζωής, oαισθητισμός και το θρησκευτικό συναίσθημα. Σε κάθε περίπτωση, σε αυτό «το θαύμα της συνάντησης σωμάτων και ψυχών» υπάρχει η κυριαρχία της λέξης «γλύκα» σε διάφορες εκδοχές, η «αλάλητη» ευτυχία και το «ανείπωτο» και η παθιασμένη συνηγορία υπέρ της ζωής παρά και την παράλληλη αποδοχή του θανάτου.

Όταpolychromeν έβαλαν την Κερένια Κούκλα μες στο χώμα, στα πόδια του τάφου της Βεργινίας, ο μαύρος ο σταυρός που τον είχανε δει καθώς έρχονταν από μακριά να τους κοιτάζει με ματιάν ασάλευτη, άγρια κι απελπισμένα, σα να μαλάκωσε στις κόψες των  γραμμών του, σα να γλύκανε λιγάκι η φρίκη του. Ο ήλιος έπεφτε τώρα επάνω του και τόσο γυάλιζε η μαυρίλα του που δε φαινόταν πια μαύρος το φρεσκοσκαμμένο χώμα μύριζε όπως όταν τσαπίζουν τ’ αμπέλια τα κίτρινα αγριολούλουδα στη ρίζα του σταυρού άνθιζαν ήρεμα και χρυσίζανε σαν άστρα … Σα να ευχαριστήθηκε η νεκρή μέσα στον τάφο της, σα να χαμογέλασε ο ίσκιος της και το χαμόγελο αυτό περιχύθηκε ολόγυρα. [σ. 225]

Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2014, σελ. 442, με κείμενο για τα «εκδοτικά» της Κερένιας Κούκλας και γλωσσάρι.

Η Αγγέλα Καστρινάκη για την Κερένια Κούκλα αλλά και το σύνολο του συγγραφικού και ερευνητικού της έργου στο Αίθριο του Πανδοχείου εδώ.

Στις εικόνες: φωτογραφίες από την θεατρική παράσταση της Ομάδας 8, Θέατρο Θεμέλιο, σκηνοθ. Ιουλία Σιάμου, 2010.  Στην τρίτη φωτογραφία από το τέλος αναγνωρίζονται η αυτοκράτειρα και ο συγγραφέας.

24
Ιον.
14

Κάθρην Μάνσφηλντ – Το Γκάρντεν πάρτι

Garden PartyO Τσέχοφ έκανε λάθος που νόμιζε πως, αν του είχε δοθεί περισσό­τερος χρόνος, θα είχε γράψει πιο ολοκληρωμένα, θα περιέγραφε τη βροχή και τη μαμή και τον γιατρό να πίνουν τσάι. Η αλήθεια είναι πως μόνο τόσα μπορείς να βάλεις μέσα σε μια ιστορία. Πάντα θυσιάζεις κάτι. Υποχρεώνεσαι ν’ αφήσεις έξω αυτό που ξέρεις και ποθείς να το συμπεριλάβεις. Γιατί; Δεν έχω ιδέα, αλλά έτσι γίνε­ται. Σαν να τρέχεις να μαζέψεις όσο πιο πολλά μπορείς προτού χαθούν. Αλλά δεν πιάνεται έτσι ο χρόνος. […]

….έγραφε στο ημερολόγιό της η Κάθρην Μάνσφηλντ στις 1 Ιανουαρίου του 1922. Είναι η χρονιά που εκδόθηκε ετούτη η τρίτη συλλογή διηγημάτων αλλά και το προτελευταίο έτος της σύντομης ζωής της νεοζηλανδής συγγραφέως (γεν. 1888). Η διηγηματογραφία της εστιάζει στο απλό και καθημερινό, με μια σπάνια αμεσότητα αλλά και βαθειά διεισδυτικότητα· οι χαρακτήρες βιώνουν την καθημερινότητά τους μέσα στα αυστηρά καθορισμένα πλαίσια ενός μικρόκοσμου δοτού και καθορισμένου.

Υπάρχει μια ιδιαίτερη γοητεία στην σχεδόν εικαστική απόδοσή των περιστατικών – περισσότερο ζωγραφική, όχι με την έννοια της αποκλειστικά πιστής αναπαράστασης αλλά της απόδοσης ορισμένων παστέλ χρωματισμών που χρειάζονται ιδιαίτερη παρατηρητικότητα γιKMα να γίνουν αντιληπτοί. Η Μάνσφηλντ δεν περιορίζεται στην εξωτερική περιγραφή καταστάσεων και χειρονομιών, αλλά αφήνει και μικρά διαφράγματα προς τον ψυχισμό και τις σκέψεις των σκιαγραφημένων της ηρώων.

Ένα έξοχο δείγμα ενός τέτοιου παράλληλου σκοπεύτρου αποτελεί το διήγημα Μια ιδανική οικογένεια. Εδώ ο πατέρας και σύζυγος περιφέρει το εξαντλημένο του σαρκίο ανάμεσα στην πεισματική του επιθυμία να συνεχίσει να εργάζεται και στην πιεστική προτροπή της οικογένειάς του να αποσυρθεί και να ξεκουραστεί. Η αδυναμία του μπροστά στην επερχόμενη άνοιξη, τα βλέμματα οίκτου από τον περίγυρό του τη στιγμή που η σκέψη του πάντα λέει είμαι ίδιος και καλύτερός σας, η έλλειψη κατανόησης από τις γυναίκες της οικογένειάς του, ο προβληματισμός για την απόσυρση των γηρατειών, όλα καλύπτουν την μορφή του στον βασανιστικό του περίπατο.

Εδώ αναδύεται ένα από τα διαχρονικά θέματα που αγγίζει η Μάνσφηλντ: να αφήσει κανείς το έργο της ζωής του σε έναν αμφίβολης πίστης κληρονόμο, ακόμα κι αν πρόκειται για τον γιο του ή να συνεχίσει προστατευτικά να το υπηρετεί; Μπορούν να αντιληφθούν οι τρυφερές του δεσποσύνες πως χωρίς αυτό το έργο δεν θα ζούσαν την τρυφηλή τους ζωή; Ας μου συγχωρεθεί η παρορμητική συσχέτιση αλλά αυτός ο χαραKatherine Mansfieldκτήρας μου θύμισε – τηρουμένων πάντα των αναλογιών – τους δυσκίνητους, εξαντλημένους ήρωες με τον πλούσιο εσωτερικό κόσμο που έχει πλάσει τόσο ο Αντόνιο Ταμπούκι όσο και ο Χουάν Κάρλος Ονέτι, ακόμα και στον τρόπο με τον οποίο βυθίζονται στο όνειρο.

Στην Παλιά Αποβάθρα ήταν σκοτεινά, θεοσκότεινα· τα υπόστεγα για το μαλλί, τα βαγόνια για την μεταφορά των ζώων, οι γερανοί που στέκονταν εκεί τόσο ψηλά, η μικρή κοντοστούπα ατμομηχανή, όλα θαρρείς λαξεμένα από πηχτό σκοτάδι. Εδώ κι εκεί, από κάποιον στρογγυλεμένο σωρό, που έμοιαζε μίσχος τεράστιου μαύρου μανιταριού, κρεμόταν ένα φανάρι, αλλά σαν να φοβόταν να ξεδιπλώσει το δειλό, τρεμουλιαστό του φως μέσα σ’ όλη αυτή τη σκοτεινάδα· φώτιζε απαλά, σάμπως μόνο γι’ αυτό. Είναι άραγε τα λόγια της συγγραφέως ή οι σκέψεις της μικρής Φενέλλα που βρίσκεται μπροστά στο παρθενικό της ταξίδι με πλοίο; Το ταξίδι δεν σκιαγραφεί μόνο με ιδιαίτερη τρυφερότητα την σχέση ανάμεσα σε ένα μικρό κορίτσι και στη γιαγιά του αλλά και την σταδιακή είσοδο σε νέες εμπειρίες: η αστερόεσσα νύχτα, ο αποχαιρετισμός με τον πατέρα της, η απώλεια της μητέρας της, η μετανάστευση. Η ωριμότερη αυτή ζωή αρχίζει ευτυχώς χωρίς προφανείς συγκινησιακές εκφράσεις και αποδίδεται περισσότερο με την διαδοχή των στιγμών και τις σιωπές.

km4Σ’ ένα ακόμα πιο μικρό κομψοτέχνημα, η Υπηρέτρια μονολογεί και εξομολογείται στην κυρία της για την άλλη κυρία που υπηρετεί – την ιδιαίτερή τους σχέση, τις τελευταίες της λέξεις, την απώλεια της παιδικότητας και, την εθελουσία θυσία του γάμου της για να παραμείνει δίπλα της, πάντα υπηρέτρια. Στα λιγότερο πυκνά διηγήματα περιγράφονται αρώματα, αντικείμενα, φωτισμοί, στιγμές που φεύγουν, εικόνες που μένουν, συναισθήματα που μένουν ανέκφραστα ή σπαταλιούνται άδικα, ταπεινές εκδηλώσεις της ζωής που όμως αποτελούν ακριβώς τα βασικότερα συστατικά της…

… ή όπως μας μαρτυρά η ημερολογιακή καταγραφή της 13ης Μαρτίου 1922: Ναι, αυτό προσπάθησα να μεταδώσω στο Γκάρντεν πάρτι. Την ποικιλία της ζωής και πως εκεί προσπαθούμε να τα ταιριάξουμε όλα. Και το θάνατο. […]Η Λάουρα πιστεύει ότι τα πράγματα οφείλουν να συμ­βαίνουν αλλιώς: πρώτα το ένα και μετά το άλλο. Αλλά η ζωή δεν είναι έτσι. Δεν δέχεται να τη διευθετήσουμε. Η Λάουρα λέει: «Ήταν ανάγκη να συμβούν όλα μαζί;» Και η ζωή απαντάει: «Γιατί όχι; Πώς δηλαδή απομονώνονται;». Και συμβαίνουν όλα μαζί. Είναι αναπόφευκτο. Και σ’ αυτό το αναπόφευκτο υπάρχει, έτσι μου φαίνεται, ομορφιά…

Εκδ. ΣμίDANIELLE CORMAC as KMλη, 2006, μτφ. Μαρία Λαϊνά, σελ. [Katherine Mansfield, The Garden Party, 1922], με βιογραφικό σημείωμα της συγγραφέως, τετρασέλιδο επίμετρο με αποσπάσματα από το Ημερολόγιο και την Αλληλογραφία της, από το οποίο προέρχονται το δυο παραθέματα [σ. 267 – 268] και εισαγωγικό σημείωμα της μεταφράστριας.

Ας σημειωθεί ότι ελάχιστες είναι οι ελληνικές εκδόσεις της ιδιαίτερης αυτής συγγραφέως. Το Γκάρντεν πάρτι πέρασε και σχετικά απαρατήρητο από την κριτική, ενώ κατά ωραία σύμπτωση πριν δυο ημέρες παρουσιάστηκε από το εξαιρετικό ιστολόγιο Ο δαίμων της λογοτεχνίας εδώ.

Στην τελευταία φωτογραφία η Danielle Cormac ως Κάθρην Μάνσφηλντ στο θεατρικό έργο The Case of Katherine Mansfield [2006 – 2007].




Ιουνίου 2014
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 1
2345678
9101112131415
16171819202122
23242526272829
30  

Blog Stats

  • 1.133.426 hits

Αρχείο