Η τελευταία παρέλαση των εαυτών
Ένας άντρας ετοιμάζεται να πάει στο νοσοκομείο· ξυρίζεται, διαβάζει τα ποιήματα του Σα – Καρνέιρο. Στην μέση της σκάλας τον περιμένουν δυο φίλοι του και μαζί με τον προϊστάμενό του μπαίνουν στο ταξί. Στην διαδρομή ο άντρας κοιτάζει για ώρα πολλή από το παράθυρο τον μεγάλο μπαρόκ τρούλο της βασιλικής της Εστρέλα· ήταν εκεί μπροστά, στον κήπο, όπου πριν χρόνια έδινε ραντεβού στην Οφέλια Κεϊρός, τον μοναδικό του μεγάλο έρωτα. Συγχώρεσέ με Οφέλια, αλλά εγώ έπρεπε να γράφω, έπρεπε μονάχα να γράφω, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο… ψιθυρίζει, ο άντρας που είναι ο Φερνάντο Πεσσόα. Περνάει ακόμα κι από τα μέρη όπου κατοικούσε σ’ ένα νοικιασμένο δωμάτιο, όπου η ιδιοκτήτρια τον προσκαλούσε τα βράδια να λάβει μέρος στις πνευματιστικές της συνεδρίες. Εκείνα τα βράδια είχε επαφή με τον Μπερνάντο Σοάρες κι έγραφε για λογαριασμό του το Βιβλίο της ανησυχίας.
Στην υποδοχή του νοσοκομείου ο Πεσσόα κάθισε σε μια πολυθρόνα και άρχισε να ονειρεύεται την παιδική του ηλικία και την φωνή της γιαγιάς του Ντιονίζια, που είχε πεθάνει στο φρενοκομείο – του έλεγε, θα μ’ έχεις σ’ όλη σου τη ζωή να σου κάνω παρέα, διότι η ζωή είναι μια τρέλα κι εσύ θα μάθεις πώς να ζεις με την τρέλα. Στο δωμάτιο, που ήταν μια ταπεινή καμαρούλα με ένα σιδερένιο κρεβάτι, ένα λευκό ντουλάπι κι ένα μικρό τραπέζι, τον επισκέφτηκε ο Άλβαρο ντε Κάμπος.
Γιατί ήρθες; ρώτησε ο Πεσσόα. Γιατί αν είναι να φύγεις, έχουμε μερικά πράγματα να πούμε, του απάντησε ο Κάμπος· εγώ δεν θα ζήσω μετά από σένα, θα φύγω μαζί σου. O Πεσσόα του θυμίζει πως εκείνος ήταν που μπήκε στην ζωή του, τον αντικατέστησε, και τον έκανε να βάλει ένα τέλος στη σχέση του με την Οφέλια. Ο Κάμπος του εξομολογείται πόσο νοσταλγεί την εποχή που ταξίδευε στις θάλασσες της Ανατολής· μια εποχή που δεν ήξερε να χαρεί την ζωή που του είχε δοθεί, κι έτσι έχασε την ευκαιρία, η ζωή του ξέφυγε από τα χέρια. Ύστερα άρχισα να θέλω να αποκωδικοποιήσω την πραγματικότητα, λες και η πραγματικότητα μπορεί να αποκωδικοποιηθεί…
Νοέμβριος 1935. Ο Φερνάντο Πεσσόα βρίσκεται ετοιμοθάνατος σ’ ένα νοσοκομείο της Λισσαβώνας. Στις τρεις μέρες της επιθανάτιας αγωνίας του δέχεται την επίσκεψη των ετερωνύμων του, των ποιητών που ο ίδιος έπλασε με τη φαντασία του χαρίζοντάς τους μια «πραγματική» ζωή. Τα περίφημα ετερώνυμα του Πεσσόα δεν ήταν μια σειρά από απλά ψευδώνυμα, από αυτά που χρησιμοποιούν οι λογοτέχνες για να διαχωρίσουν την λογοτεχνική τους ιδιότητα από την κοινωνική τους (ή άλλη) υπόσταση. Ήταν υπαρκτά και αυθύπαρκτα πρόσωπα, με τη δική τους ζωή, τις δικές τους σκέψεις, τα δικά τους ενδιαφέροντα, τον δικό τους διαφορετικό τρόπο γραφής. Σε μια επιστολή προς κάποιον (υπαρκτό) φίλο του, ο Πεσσόα περιέγραψε τον πρώτο του ετερώνυμο ως τον «πρώτο ανύπαρκτο γνωστό» του. Ακολούθησαν πολλοί άλλοι, που ο μεταφραστής μας παρουσιάζει εν τάχει στο επίμετρό του, προσθέτοντας ότι, δίπλα τους, ο αληθινός Πεσσόα, το ορθώνυμο, ήταν κι αυτός ένα είδος ετερώνυμου του ίδιου του εαυτού του.
Η νοητική γέννηση των ετερωνύμων μου μπορεί να εντοπιστεί στην οργανική και σταθερή τάση που έχω απώλειας της προσωπικότητάς μου και στην κλίση μου προς την προσποίηση. Τα φαινόμενα αυτά, ευτυχώς για μένα και τους άλλους, πήραν έναν νοητικό χαρακτήρα· δεν εκδηλώνονται στην καθημερινή, εξωτερική μου ζωή ή στην επαφή μου με τους άλλους· ξεσπάνε προς το εσωτερικό και εγώ τα ζω μόνος με τον εαυτό μου. [σ. 77]
Στο έργο του Ένα μπαούλο γεμάτο κόσμο ο Ταμπούκι δεν δημιούργησε τέσσερις ποιητές (για να αναφερθούμε μόνο στα σπουδαιότερα πρόσωπα) απλώς για να ερμηνεύσει την μοναξιά του. Στην πραγματικότητα ο καθένας τους στέκεται μπροστά στα μεγάλα θέματα της σκέψης του αιώνα μας· στις εσωτερικές λογοτεχνικές συγκρούσεις που δεν θα μπορούσαν να συνυπάρξουν σ’ ένα μόνο άτομο, γιατί δεν θα γίνονταν πιστευτές. Ο Πεσσόα ένιωθε γοητευμένος από όλα τα φιλολογικά και φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής του και αντί να προσχωρήσει σε ένα μόνο ρεύμα προτίμησε να γίνει εκφραστής και ποιητής πολλών ρευμάτων και πολλών λεκτικών και υφολογικών παιχνιδιών. Τώρα, σε αυτό το πεζογράφημα, ο Ταμπούκι συνεχίζει με κάποιο τρόπο το ονειρικό κλίμα του αμέσως προηγούμενου βιβλίου του, τού Όνειρα ονείρων. Οι ετερώνυμοι του Πεσσόα συνομιλούν ισότιμα, στην ανθρώπινή τους διάσταση, με τον δημιουργό τους.
Ο Αλμπέρτο Καέιρο ήρθε λίγο μετά την αναχώρηση του Κάμπος και έσπευσε πρώτα να του ζητήσει συγνώμη που του προκάλεσε τόσες αγρύπνιες, για τις ατέλειωτες νύχτες που δεν κοιμόταν παρά έγραφε σε έκσταση. Ο Πεσσόα τον καθησυχάζει: εσείς συνεισφέρατε στο έργο μου, για μένα εκείνες οι νύχτες ήταν γόνιμες, το λογοτεχνικό μου έργο είναι ένα νυχτερινό έργο. Την επόμενη μέρα καταφτάνει ο Ρικάρντο Ρέις, άρτι αφιχθείς από την Βραζιλία όπου τον πίστωσε ο δημιουργός του, αλλά εξομολογούμενος τώρα ότι στην πραγματικότητα δεν έφυγε ποτέ από ένα μικρό χωριό της Πορτογαλίας· κι έζησε όλα αυτά τα χρόνια σ’ ένα εξοχικό σπίτι και εκεί, κάτω από μια αιωνόβια μουριά, έγραψε όλες τις πινδαρικές ωδές του και τα ορατιακά ποιήματά του. Προτού φύγει ο Πεσσόα τον χαιρετά και του λέει: σας προσκαλώ να γράφετε ποιήματα ακόμα κι όταν εγώ δεν θα υπάρχω πια.
Έμαθα λίγα ουζμπέκικα, έτσι για την χαρά του πράγματος, αν και δεν θα μπορέσω ποτέ να πάω στη Σαμαρκάνδη, η γνώση όμως της γλώσσας εκείνων των περιοχών με κάνει να αισθάνομαι πιο κοντά στην πόλη που ονειρεύτηκα όλη μου τη ζωή… Τώρα μιλάει ο ο Μπερνάντο Σοάρες που έχει πάρει την σειρά του στις αφίξεις κι έχουν πολλά να πούνε αλλά τι να πρωτοπούνε. Ο Σοάρες μιλάει για τις αϋπνίες που τον έκαναν να κάθεται όλες τις αυγές στο παράθυρο για να παρατηρεί τις διαβαθμίσεις του φωτός πάνω από την πόλη, για τις ζωγραφιές που κατάφερε τελικά να φτιάξει με τις λέξεις
Την άλλη μέρα τον επισκέπτεται ο Αντόνιο Μόρα, που κάποτε μιλούσε για την επιστροφή των θεών, έγραψε κι ένα σχετικό βιβλίο αλλά δεν γνωρίζει αν θα μπορέσει να το εκδώσει, γιατί ποιος θα τολμούσε να εκδώσει τα βιβλία ενός τρελού; Τουλάχιστον αυτός ο συγγραφέας βρίσκει κατανόηση στο πρόσωπο του δόκτορος Γκάμα, που ισχυρίζεται ότι η τρέλα είναι μια συνθήκη που εφηύραν οι άνθρωποι για να απομονώσουν όσους ενοχλούν την κοινωνία. Ο Μόρα πάντως έχει ξεχάσει τον θάνατο και δεν τον φοβάται, γιατί διάβασε τον Λουκρήτιο, που διδάσκει την επιστροφή της ζωής στην Τάξη της Φύσης, στον αιώνιο κύκλο του νερού, του χώματος, των γόνιμων άνθεων.
Ο Πεσσόα δεν μένει σιωπηλός. Αγαπητέ Αντόνιο Μόρα, η Περσεφόνη με καλεί στο βασίλειό της, ήρθε η ώρα να εγκαταλείψω αυτό το θέατρο εικόνων που ονομάζουμε ζωή μας [….] να ξέρατε πόσα πράγματα είδα [….] υπήρξα άντρας, γυναίκα, γέρος κοριτσάκι, υπήρξα ο όχλος των μεγάλων μπουλβάρ στις πρωτεύουσες της Δύσης, υπήρξα ο πράος Βούδας της Ανατολής του οποίου ζηλεύουμε την ηρεμία και τη σοφία, υπήρξα ο εαυτός μου και πολλοί άλλοι, όλοι οι άλλοι που μπορούσα να είμαι, γνώρισα τιμές και ατιμίες, ενθουσιασμούς και καταρρεύσεις [….] κι όλα αυτά γιατί η ζωή δεν είναι ποτέ αρκετή. [σ. 66]
Εκδ. Άγρα, 1999, μτφ. Ανταίος Χρυστοστομίδης, σχέδια Júlio Pomar, σελ. 91 [Antonio Tabucchi – I tre ultimi giorni de Fernando Pessoa. Un delirio, 1994]. Περιλαμβάνονται σημείωμα του μεταφραστή και βιογραφικά σημειώματα του συγγραφέα και του καλλιτέχνη. Τα πορτρέτα του Πεσσόα αποτελούν μέρος ενός συνόλου 233 σχεδίων του Pomar που έγιναν για την διακόσμηση του σταθμού του μετρό Alto dos Moinhos της Λισσαβώνας.