Νομίζω το κυριότερο χαρακτηριστικό είναι η αδυναμία να ολοκληρωθεί κανείς σε μια ανθρώπινη σχέση. Περισσότερο ακόμα, μια δυσκολία να χαρεί κανείς τη ζωή. Ένα αίσθημα θανάτου και ανημποριάς πλανάται μέσα σε μια τελείως μοντέρνα και τεχνική κοινωνία. Γι’ αυτό στα ποιήματα πολύ συχνά υπάρχουν στοιχεία μηχανικά δεμένα με μια βαθύτερη δίψα για ζωή….
…απαντούσε ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου σε ερώτηση του Δημήτρη Καλοκύρη στο περιοδικό Τραμ, το 1979. Πρόκειται για την τελευταία εν Θεσσαλονίκη συνέντευξη που συστηματοποιεί και δημοσιεύει ο Θανάσης Μαρκόπουλος στο σχετικό του κείμενο εδώ· η σειρά των συνομιλιών ξεκινάει από την εφημερίδα Δράσις το 1965 (και αργότερα 1967 και 1968), συνεχίζεται στην εφημερίδα Θεσσαλονίκη το 1966 και στον Νίκο Μπακόλα αλλά και στο περιοδικό Ausblicke το 1970.
Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πτυχή του ποιητή (και κατ’ εμέ την γοητευτικότερη) εξετάζει ο Παναγιώτης Γούτας: «την ποίηση των ερειπίων», προφανώς και τα ερείπια στην ποίησή του. Επηρεάστηκε άραγε από τις προγενέστερες μνημειακές και …ερειπιακές ποιητικές γραφές του Καβάφη, του Σεφέρη, του Εγγονόπουλου ή του ελάσσονα ποιητή Αριστομένη Προβελέγγιου; Εδώ τίθεται κι ένα ευρύτερο ερώτημα, καθώς οι αρχαιολογικοί χώροι και τα σχετικά ευρήματα αποτελούν προσφιλή λογοτεχνικά και ιδίως ποιητικά θέματα. Μπορεί η αναφορά και μόνο σε αυτά να συνιστά επίδραση και επιρροή;
Μια άλλου είδους αφιερωματική κατάθεση που μου φαίνεται ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα στα αφιερώματα είναι η (συνήθως επί τούτου) γραφή ποιήματος ή πεζού που συνομιλεί με έργο του «τιμώμενου» συγγραφέα ή και αφιερώνεται σε αυτόν, όπως εδώ το ποίημα του Γιώργου Χ. Θεοχάρη με τον παρηχητικό τίτλο Λίγο μύρο μυρώνει τον Μύρωνα, ένα ποίημα του Κώστα Ριζάκη κι ένα μικρό πεζό της Έφης Καλογεροπούλου. Σε παράπλευρα δελτία, ο Δημήτρης Κονιδάρης εν πλήρη συντομία διηγείται μια παρ’ ολίγον γνωριμία. Το κείμενο του Βασίλης Ιωαννίδης αφορά την σχέση / σύνδεση του ποιητή με το περιοδικό Διαγώνιος και περιλαμβάνει πίνακα με όλες τις δημοσιεύσεις του στο περιοδικό.
Είπες, κάποτε αυτά τα ποιήματα θ’ αγαπηθούν πολύ / θα τοιχοκολληθούν, να τα διαβάσουν όλοι. / Μια μέρα θα υγράνουν μάτια και χείλη / θα διαβαστούν κάτω από φανοστάτες, σε βροχερές συνελεύσεις. / Τέλος, καθώς πολλούς θα τυραννήσουν, θα καούν / ή θα ταφούν σε ανήλιαγα σπουδαστήρια – κι είπες πάλι / ίσως ο άνεμος μιας δροσερής αυγής να τα σκορπίσει [Υστεροφημία]
Με ένα από τα «παραλειπόμενα» ποιήματα του Ασλάνογλου ολοκληρώνει το κείμενό της η Άννα Αφεντουλίδου, καταγράφοντας την «αυτιστική πορεία της παράφρονης ομορφιάς» στην ποίησή του. Ανάμεσα στα «ποιητικά χαρακτηριστικά και τα ποιητολογικά του παρεπόμενα» γράφει πως ο ποιητής παραβίασε τα διλήμματα τα δηλωτικά των ορίων της ποιητικής: του ρομαντισμού και του συμβολισμού, του ρεαλισμού και του υπερρεαλισμού, του παραδοσιακού και του μοντερνιστικού. Δεν διστάζω να χρησιμοποιήσω λεξιλόγιο πιο ρομαντικό και παλαιό και λεξιλόγιο σύγχρονο και τεχνολογικό – έτσι ώστε να βρίσκονται σε αμηχανία οι κριτική μου, δήλωνε.
Ο εύκολος έρωτας κι ο δύσκολος θάνατος δια χειρός Κώστα Κρεμμύδα δηλώνει εξαρχής την πρόθεση μιας μικρής αποκαθήλωσης έναντι των συνήθων αγιοποιήσεων που εκτοξεύονται αφειδώς, μετά θάνατον, εις βάρος πολλών ποιητών και της κεκτημένης αίγλης που τους συνοδεύει. Ο Στέλιος Λουκάς αναδημοσιεύει μια τηλεοπτική συνέντευξη με τον συγγραφέα. Σε μια ερώτηση περί μνήμης διαβάζω: Η μνήμη λειτουργεί κάπως σαν άσπρο χαρτί. Δηλαδή, ξαφνικά, καθώς ζω κάπου σ’ έναν άλλο χώρο, όχι Θεσσαλονικιώτικο – Ανθηναϊκό ή εκτός Ελλλάδος – ξαφνικά είναι το άσπρο χαρτί. Είμαι μέσα σ’ αυτό το χώρο που είμαι, το παρελθόν αποχρωματίζεται, χάνει το νόημά του, εφόσον οι αισθήσεις και τα αισθήματα δε λειτουργούν στο νέο χώρο με τον ίδιο τρόπο που λειτουργούν όταν επιστρέφουν στον παλιό χώρο και τόπο…[σ. 87]
Αθήνα, Δράμα, Κόρινθος, Βέροια, Ελασσόνα, Μασσαλία, Κέρκυρα, το αεροδρόμιο της Μίκρας στην Θεσσαλονίκη, η λεωφόρος της Άνοιξης στην ίδια πόλη, η Τεργέστη, η θάλασσα της Ελσινόρης στη Δανία, η Ελ Μίνα, ελληνόφωνο χωριό του Λιβάνου. Ο ίδιος ο Ασλάνογλου μίλησε για την «τοπολατρία» του αλλά και για το γεγονός ότι ελάχιστες χώρες περνούσε μέσα στο σπίτι του. Όπως γράφει η Δήμητρα Μίττα στο δικό της κείμενο, ο ποιητής προτιμούσε τον έξω χώρο, τους δρόμους, εκεί «πολλαπλασιαζόταν», ένοιωθε «ασφάλεια»· το μέσα, τα γνώριμα κλειστά τοπία, ήταν για εκείνο απειλή.
Ο Τάσος Πορφύρης συντάσσει ένα τελικό σημείωμα αποτίμησης του ποιητή, ο Βασίλης Βασιλικός ανασύρει πρώιμες μνήμες από την γνωριμία τους και ομολογεί πως περιμένει το εν λόγω αφιέρωμα για να συμπληρώσει τα βιογραφικά κενά που του δημιουργήθηκαν από την απουσία δεκαετιών, ο Διονύσης Στεργιούλας ανασύρει ένα νεανικό κριτικό του κείμενο. Άλλοι ενδεικτικοί τίτλοι μεταξύ πολλών κειμένων: Τζίνα Ξυνογιαννακοπούλου: Η πυκνοκατοικημένη εξορία του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου, Βάσω Οικονομοπούλου: Η ιδέα της όρασης και η ιδέα ως όραση στην ποίηση του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου, Χρίστος Παπαγεωργίου: Ωδές στον Πρίγκιπα ή Η απώλεια του ερωτικού αντικειμένου, Μαρία Πολίτου: Πόσο σ’ αγάπησα σκόρπισμα μιας ζωής βαθύ, ατελείωτο» Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου (1931 – 1996). Το τεύχος κοσμείται με την ζωγραφική του Γιάννη Παπανελόπουλου.
[160 σελ.]
Η φωτογραφία από την παράσταση «Ωδές στον πρίγκιπα» της ομάδας Nova Melancholia [χώρος Μπαγκλαντές, 2016] «μια ιδιότυπη ποιητική βραδιά για τον Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου», υπό την σκηνοθεσία του Βασίλη Νούλα.
1 Σχόλιο to “Εμβόλιμον, τεύχος 77 – 78 (Φθινόπωρο 22015 – Χειμώνας 2016). Αφιέρωμα στον Νίκο – Αλέξη Ασλάνογλου”