Εντευκτήριο, τεύχος 115 (Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2016, κυκλοφορία 10 Οκτωβρίου 2018)

30+1 χρόνια συνεχούς έκδοσης αποτελούν κάλλιστη αφορμή αφιερωματικού τεύχους με κείμενα που κινούνται γύρω από την δημιουργική τριακονταετία του περιοδικού αλλά και πιο προσωπικές διηγήσεις που εφάπτονται με την πορεία του ή απλά ενθυμούνται τι τους συνέβαινε τρεις δεκαετίες πριν. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο εκδότης του Γιώργος Κορδομενίδης δεν προσέρχεται στο εντιτόριαλ με θριαμβικό λόγο, μόνο ταπεινά παραχωρεί τον σχετικό χώρο σε δυο μικρά σημειώματα των τακτικών συνεργατών των πρώτων σελίδων, στην Κική Δημουλά και στον Τίτο Πατρίκιο, ενώ ο ίδιος καταγράφει μερικά μικρά οδόσημα της πορείας του κάπου στο τέλος του τεύχους.

Αλλά στα ενδιάμεσα γίνεται ένας απολαυστικός χαμός. Οι συγγραφείς συνεορτάζουν με διηγήματα σπονδές, προσερχόμενοι ή ανταποκρινόμενοι από διάφορα μέρη. Για παράδειγμα, τριάντα χρόνια πριν, ο αφηγητής του Κώστα Ακρίβου, Χωρίς βιβλίο, ακόμη, βρισκόταν στην αίθουσα και δίδασκε Οιδίποδα, όταν άρχισε να χιονίζει κι όλη η τρίτη δέσμη έτρεξε στα παράθυρα αφήνοντάς τον σύξυλο να ψελλίζει τα λόγια του Τειρεσία προς τον Τύραννο. Λίγο καιρό νωρίτερα είχε «φύγει» η Γιουσενάρ, αφήνοντας ορφανούς τον Ανδριανό, τον Αντίνοο και πολλούς αναγνώστες της. Ο Διαμαντής Αξιώτης γράφει από το προαύλιο ενός σωφρονιστικού ιδρύματος όπου η απραξία της «μεγάλης κοινωνίας» των κρατουμένων φαντάζει σαν χαλκομανία στα βλέμματα και τις κινήσεις των σωμάτων και ο Άρις Γεωργίου από την βιβλιοθήκη όπου μετεωρίζεται.

Τα τρία κομμάτια που απόλαυσα περισσότερο: η Μαρία Κουγιουμτζή στα Ερωτικά αντίγραφα από τα άδυτα μιας ιδιόμορφης σχέσης μας εμπλέκει σε περιγραφές όπως αυτή: Το κρεβάτι μας άνοιγε κι έκλεινε αποσπώντας κομμάτια από το κορμί μου, ενώ ταυτόχρονα γινόταν απέναντι αμμουδιά που καιγόταν από χιλιάδες ήλιους, και το ίδιο το μαξιλάρι πελώριο στόμα που με φιλούσε ρουφώντας την αναπνοή μου, θέλοντας να με πνίξει. Τα κορμιά μας ήταν γεμάτα κλειδαριές που νόμιζα απαραβίαστες και που τώρα έχασκαν παραβιασμένες. Ένας γνήσιος λάτρης των γυναικών του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη δεν είναι παρά ένας γηραιός πάλαι ποτέ εραστής πασών γυναικών διηγείται εν συνόψει τις κατακτήσεις του σε νεαρό κοκορευόμενο. Επιτομή δεκάδων ερώτων, ένας συναρπαστικός και συνάμα ξεκαρδιστικός βίος σε ένα δισέλιδο.

Και από τον Γιώργο Σκαμπαρδώνη Μία γκαζόζα ΕΨΑ, που παρατηρεί ο συγγραφέας που προκαλεί την εντός του έκρηξη μιας επί χρόνια κλειδωμένης ιστορίας. Μια Κυριακή ο δεκάχρονος συγγραφέας και οι συνομήλικοί του πάνε να παρακολουθήσουν τον αγώνα της δεύτερης κατηγορίας Γιαννιτσά – Εδεσσαϊκός (τι νοερά ταξίδια έκανα βλέποντας τις ομάδες της Β΄ Εθνικής στο δελτίο του Προ-Πο!) και καταφέρνουν επιτέλους να αγοράσουν το διαφανές σαγκρέ μπουκάλι του μοντέρνου τότε αναψυκτικού – αλλά ο ένας της παρέας έχει την ατυχία να του λερωθεί από ένα πτηνό του ουρανού. Το αλλάζει λέγοντας ψέματα και κρατά το νέο μπουκάλι στο σπίτι του, σαν ενθύμιο ή πληγή μέχρι να γίνει συνηθισμένο και να χάσει την μυθολογία του ή μέχρι να το στήσει σ’ ένα κλαδί και να το σημαδέψει με την σφεντόνα μέχρι τελικού θρυμματισμού μαζί με όλη την παρέα σαν κάποια εκδίκηση, για την προηγούμενη φτώχεια μας, για το αβάσταχτο κενό των Γιαννιτσών, για την επαρχιακή μιζέρια ή για τα κορίτσια που δεν μας θέλησαν; Για το πουλί που κουτσούλησε από ψηλά το δικό του μπουκάλι, ή λόγω της ενοχής του προς τον καλοκάγαθο μικροπωλητή στον οποίο είχε πει ψέματα;

Οι Αχιλλέας Κυριακίδης, Σοφία Νικολαΐδου, Δημήτρης Νόλλας, Κατερίνα Δασκαλάκη, Γιάννης Ευσταθιάδης, Αργύρης Παλούκας, Κάλλια Παπαδάκη, Άκης Παπαντώνης, Θοδωρής Ρακόπουλος, Έρη Ρίτσου, Καίτη Στεφανάκη, Δημήτρης Αθηνάκης και δεκάδες άλλοι κυκλώνουν την γιορτή απ’ όλες τις μεριές. Από την καθιερωμένη ύλη καίρια επιτομή το κείμενο του Βαγγέλης Χατζηβασιλείου για τον Χριστόφορο Μηλιώνη και το έργο του – πέρασε κιόλας ένας χρόνος από τον θάνατό του

Ο εκδότης ενός περιοδικού αποτελεί μιαν «ειδικού τύπου» προσωπικότητα. Πρέπει να έχει «το ταλέντο να εμπνέει, να κατευθύνει, να επωμίζεται ευθύνες, να δίνει ζωή σ’ ένα περιοδικό και τελικά να βάζει τη σφραγίδα του, έτσι ώστε κάποτε κάποτε να φτάνουμε στο σημείο να λέμε: όχι το τάδε περιοδικό, αλλά το περιοδικό του τάδε», έλεγε ο Μανόλης Αναγνωστάκης, δεινός συλλέκτης, μελετητής και σχολιαστής των λογοτεχνικών εντύπων, όπως μας θυμίζει στο σχετικό σημείωμα ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος. Το Εντευκτήριο αποτελεί ιδανικό σχετικό παράδειγμα: είναι το περιοδικό του Γιώργου Κορδομενίδη. Και, για να καταθέσω την δική μου μια γραμμή, είναι το περιοδικό που, στην πρώτη μου ολόκληρη χρονιά στην Θεσσαλονίκη, το 1987, ξεφύλλισα βουλιμικά αλλά δεν αγόρασα, καθώς τα χρήματα δεν έφταναν ποτέ. Πού να ήξερα πως θα το απολάμβανα μέχρι σήμερα, 30+1 χρόνια μετά.

192 σελ.

Μαριάννα Τεγογιάννη – Το ταξίδι των παπουτσιών

Τα αχώριστα ζευγάρια

Εδώ χαμηλώνουμε το βλέμμα μας να φτάσει όσο πιο κάτω γίνεται. Ύστερα εστιάζουμε στα αυτονόητα ενδύματα των ποδιών, που δεν αποχωριζόμαστε στο μεγαλύτερο μέρος της ξυπνητής ζωής μας αλλά σπάνια τα σκεφτόμαστε, ίσως μόνο όταν τα λαχταράμε ως παιδιά ή τα επιδοκιμάζουμε που έδειξαν καλό χαρακτήρα. Μπορούμε όμως να τα δούμε χωριστά, σαν αυτόνομα πλάσματα που διατηρούν την αυτονομία τους και ζουν την ζωή από την δική τους πλευρά; Έχουμε σκεφτεί πόσο εξαρτημένα είναι το ένα από το άλλο, σαν ζεύγη αχώριστα;

Κι ύστερα, πόσες ιστορίες έχουν να διηγηθούν; Ας πούμε τα παπούτσια των ταξιδευτών, των περιπατητών, των χορευτριών; Και τι απογίνονται όταν ολοκληρώσουν την «αποστολή» τους, για παράδειγμα, εκείνα των αθλητών που κάποτε θριάμβευσαν ή έστω αγωνίστηκαν στα ωραία πεδία; Αποσύρονται μαζί, συνυπάρχουν το δεξί και το αριστερό σε κάποιο πάγκο, περιμένοντας μια δεύτερη ζωή ή ένα αξιοπρεπές γήρας;

Η Αστραπή και ο Κεραυνός, πάντως, δαφνοστόλιστο αθλητικό ζεύγος στην εφεδρεία του τσαγκαράδικου του Φαλτσέτα, αποχωρίζονται για έναν απολύτως προσωπικό και ταυτόχρονα τόσο συνηθισμένο λόγο: ο Κεραυνός της προτείνει μερικές επιδιορθώσεις στην εμφάνισή της, ανανέωση της βαφής, λίγο χρώμα, κάτι ραφές. Εκείνη τον προτρέπει να πάει να βρει μια ιταλική γόβα ή μια γαλλική μπαλλαρίνα και τον εγκαταλείπει. Δυο ταιριαστά κι αγαπημένα υποδήματα αποχωρίζονται – και το βιβλίο ανοίγει, στην περιπλάνηση της Αστραπής και στην αναζήτησή της από τον Κεραυνό, που θα μοιραστούν τα κεφάλαια του βιβλίου.

Αλλά πού να βρει την αγαπημένη του λευκή με τις κόκκινες ρίγες μέσα στους πολυσύχναστους δρόμους με τους εκατοντάδες ανθρώπους που προχωρούσαν βιαστικά με σκυμμένο το κεφάλι, λες κι έψαχναν απεγνωσμένα κάτι να βρουν ανάμεσα στις χοντρές και κρύες τσιμεντένιες πλάκες των πεζοδρομίων; Πώς να την διακρίνει ανάμεσα σε χιλιάδες ζευγάρια παπούτσια έτρεχαν μαζί τους υπνωτισμένα, ακολουθώντας τυφλά κάθε τους βήμα; [σ. 11]

Εκείνη θυμάται το εργοστάσιο κατασκευής της, εκεί που γεννήθηκε και ερωτεύτηκε το άλλο της μισό. Ένα άλλο παροπλισμένο ντουέτο, ο Λούης και η Άρτεμη, την ενημερώνουν πως ξανάνοιξε στην Παπουτσοχώρα των Αισθήσεων, στα βάθη της Κορδονίας. Εκεί ετοιμάζεται να ταξιδέψει κι εκείνος, χάρη στις πληροφορίες των ομοίων του, κι ας τον αποκαλούν παλαίμαχο ή παππού. Αλλά στις ωραίες σελίδες του σιδηροδρομικού σταθμού, διασταυρώνει βλέμματα και σκέψεις μ’ ένα ξυπόλητο παιδί και με τις μάλλινες κάλτσες που είχε πάντα μαζί του επισφραγίζουν μια νέα φιλία.

Η άφιξη στην φαντασμαγορική Παπουτσοχώρα των Αισθήσεων δεν είναι διόλου ειδυλλιακή. Ο Κεραυνός κατηγορείται για παρενόχληση κόκκινων μποτών και οδηγείται στην Χωματερή των Ανεπιθύμητων, αλλά και η Αστραπή χάνει τη γη κάτω απ’ τη σόλα της όταν συλλαμβάνεται ως λαθρεπιβάτης και καταδικάζεται σε εργασία στον ίδιο εφιαλτικό τόπο. Και χάρη στο αγόρι που αναζητά ένα δεύτερο παπούτσι στους σωρούς των παραπεταμένων η ιστορία θα ολοκληρωθεί σαν ένας κύκλος που φέρνει τους αγαπημένους ξανά κοντά.

Η ομορφιά που επιβάλλεται κι εκείνη που αξίζουμε, η ωραιότητα της μεγάλης ηλικίας και η αφανέρωτη λάμψη των παλαίμαχων, η ζωή που δεν χωρίζεται σε ηλικίες, η δεύτερη ευκαιρία και η επανόρθωση, η περιπλάνηση και η αναζήτηση ως εμπειρίες που δεν παύουν να μας μαθαίνουν, όλα έχουν την θέση τους στην πλούσια αφήγηση μιας πρωτότυπης ιστορίας, που δεν βιάζεται να φτάσει στο τέλος, μόνο προχωρά με βήματα αργά και χορταστικά. Κι ενώ στο βάθος γνωρίζουμε πως το τέλος θα είναι χαμογελαστό, προτιμάμε να ζήσουμε την περιπέτεια στον δικό της ρυθμό. Το ίδιο απλόχερη είναι η εικονογράφηση, βουτηγμένη σε χρώματα, ανοιχτή σ’ έναν κόσμο φανταστικό και αληθινό μαζί.  Και σκέφτομαι πως δεν είχα άδικο τόσο καιρό που στην παπουτσοθήκη του σπιτιού βάζω δίπλα δίπλα τα ζευγάρια των παπουτσιών, ακόμα κι εκείνα που δεν χρησιμοποιώ πια.

Εκδ. Κόκκινη Κλωστή Δεμένη, 2017, εικονογράφηση: Κριστίν Μενάρ, 52 σελ. Περιλαμβάνεται μονοσέλιδο σημείωμα του παλαίμαχου μαραθωνοδρόμου Δημοσθένη Μαυρογιάννη.

Ηλικίες 9+

Όλες οι εικόνες από την εξαιρετική εικονογράφηση του βιβλίου.

Δημοσίευση και στο Πανδοχείο των παιδιών, εδώ.