Ο Φαρφουλάς, τεύχος 8 (Νέα Περίοδος), Μάιος 2008

   

Η επανακυκλοφορία του περιοδικού Φαρφουλάς, βλαστού της Υπερρεαλιστικής Ομάδας Αθηνών, σε τετραμηνιαία βάση και εφημερίδεια μορφή μετά από τριετή δημιουργική αγρανάπαυση υπήρξε ανέλπιστη έκπληξη. Σύμφωνα με τον Διαμαντή Καράβολα, έναν από τους ιδρυτές της Ομάδας (η οποία συνεργάζεται στενά με τις υπόλοιπες σουρεαλιστικές ομάδες ανά τον κόσμο) και εκδότη του Φαρφουλά (αλλά και του στενού συγγενή Κλήδονα), η φιλοσοφία των φερώνυμων εκδόσεων συνοψίζεται στην φράση του Θωμά Γκόρπα: «Η αλλαγή στην τέχνη και στη ζωή προέρχεται από τους λοξούς». Αυτοί οι λοξοί θα καταρτίσουν έναν εκδοτικό κατάλογο «της αθέατης πλευράς της ζωής και του ονείρου» αλλά και της «αντίθεσης σε κάθε κυρίαρχη νόρμα».

Εδώ, όπως συμβαίνει και σε ένα ιδανικό φανζίν, τα πάντα μπορούν να συμβούν καθώς γυρνάς την επόμενη σελίδα, ποτέ δεν ξέρεις τι θέμα πραγματεύεται το επόμενο κείμενο, το θανατηφόρο χιούμορ διαδέχεται η συμπυκνωμένη γνώση, ενώ η πληθωρική ύλη λειτουργεί σαν θησαυροφυλάκιο παλαιών μαργαριταριών, εφόσον αναδημοσιεύονται αδιανόητα και σπαρταριστά κείμενα άλλων εποχών. Έχουμε συνεπώς εδώ ένα πλήρες λογοτεχνικό φανζίν; Φοβάμαι πως ο όρος είναι περιορισμένος, γιατί καλύπτει μεν την ψυχή ενός ενθουσιώδους περιεχομένου, όμως δεν θα έλεγα πως περιορίζεται σε συγκεκριμένο κοινό.

Τι κάνουν οι δημιουργοί ή συνεργάτες ενός τέτοιου έστω με ψυχή φανζίν εντύπου; Πρώτα ξεθάβουν δεκαπέντε ηχογραφημένες κασέτες που αποκαλύπτουν μια συνομιλία του 100χρονου λαϊκού στιχοπλόκου και τραγουδοποιού Σταύρου Καραμανιώλα με τον Αργύρη Μπακιρτζή: ο δεύτερος ζητάει όλα τα σκονάκια του 85ετούς στιχοπλοκικού βίου του μπαρμπα-Σταύρου. Άλλη φορά πηγαίνουν στο Πέραμα για ασπρόμαυρη φωτογράφηση και μαυρόασπρη διήγηση ή στο εξαρχειώτικο σπίτι ενός από τους τελευταίους εναπομείναντες ροκ εντ ρολλ συγγραφείς, του ακριβοθώρητου Πάνου Κουτρουμπούση, όπου συνομιλούν εν πλήρη χαλαρότητα, φεύγοντας με 9 ανέκδοτα σχέδιά του. Έπειτα επικεντρώνονται στις εγκεφαλικές διεγέρσεις των ερωτογόνων μας αισθημάτων: αφενός επιλέγοντας ερωτιάρικα ποιηματίδια από τα Τραγούδια της Βιλιτώς του Πιερ Λουίς κι αφετέρου συντάσσοντας ογκωδέστατο φάκελο περί Αυνανισμού στις αρχές του 20ού αιώνα, όπου μέσα από εκδόσεις, δραματικές επιστολές, διηγήσεις κ.λπ. αποκαλύπτονται οι τρικυμιώδεις αγωνίες όσων επιδίδοντο σε αυτή την πρόστυχη ενασχόληση.

Τέλος, διανθίζουν με σελίδες ποίησης, δοκιμίων, ιστοριών, παραμυθιών, πεζών, κριτικής, θρύλων τότε και μύθων σήμερα. σκαρώνουν μια τετρασέλιδη εφημερίδα (Η Ηχώ της Αεραλάνδης), με αδιανόητες μικρές αγγελίες μιας φαντασιακής χώρας. Ονειρεύομαι να ζήσω σε εκείνη τη χώρα: εκεί, σίγουρα ο Φαρφουλάς θα ήταν ημερήσιος τύπος και Τύπος. Αν δεν την βρείτε έξω, αναζητείστε την μέσα στις ομώνυμες εκδόσεις, Ζωοδόχου Πηγής 70, 106 81, Αθήνα, 210-6458814, farfoulas@gmail.com, http://www.farfoulas.gr/. Σύντομα βγαίνει το φθινοπωρινό τεύχος.

Στην φωτογραφία: Εκείνοι που τα ξεκίνησαν όλα: Baron, Queneau, Breton, Boiffard, de Chirico, Vitrac, Eluard, Soupault, Desnos, Aragon. // Naville, Simone Collinet-Breton, Morise, Marie-Louise Soupault (1924). Πηγή: http://www.ieeff.org/surrealism.htm

Πρώτη δημοσίευση: http://www.mic.gr/books.asp?id=15989

Πιέρ Μισόν – Βίοι Ελάσσονες

Τι νόημα έχουν λοιπόν λίγα ακόμη χρόνια ζωής όταν είναι κανείς τόσο πλούσιος σε απώλειες; (σ. 80)

Πάμπλουτοι σε απώλειες και ήττες είναι οι χαρακτήρες του Μισόν: στην καλύτερη περίπτωση βιώνουν ολομόναχοι την αφανή ζωή τους, στην χειρότερη βρίσκονται στο περιθώριο της αξιοπρεπούς διαβίωσης, παγιδευμένοι στην ανέχεια, το αλκοόλ, την τρέλα ή την ματαίωση. Ο Μισόν (1945, Καρντ, Κεντρική Γαλλίας) έφτιαξε αυτό το εικονοστάσιο ανώνυμων «αγίων» στην ηλικία των 39 χρονών, έχοντας φτάσει ο ίδιος στα όρια της ανέχειας, σε στιγμές που κινδύνευε να μείνει άστεγος, με μόνη δυνατότητα βιοπορισμού τους μικρούς περιθωριακούς ρόλους στο θέατρο.

Ποια είναι η τελευταία ευκαιρία που έχουν όλοι αυτοί οι κομπάρσοι ιστοριών που δεν γράφτηκαν ποτέ, οι προσωπικότητες που δεν ολοκληρώθηκαν ή δεν έζησαν κανένα πάθος, εκείνοι που έμειναν σε μια ταπεινή καθημερινότητα με απραγματοποίητα όνειρα; Λυτρώνονται μέσα από μια λογοτεχνημένη βιογραφία τους στις σελίδες του Μισόν (που δεν έχει σταματήσει έκτοτε να γράφει ανάλογα βιβλία) και ίσως τύχουν κι ενός εκθαμβωτικού θανάτου. Αν δεν μπορούν να ξεφύγουν από το πεπρωμένο τους, τουλάχιστον αποκτούν την ολόδική τους ξεχωριστή θέση στους ελάσσονα βίο των ταπεινών και των ασήμαντων στα ευαγγέλια του Μισόν (ποιος θυμάται ένα παλαιότερο αντίστοιχο αριστούργημα, τους «Φανταστικούς βίους» του Marcel Schwob;).

Ο Μισον συντροφεύει με τρυφερότητα τους αναξιοπαθούντες του αλλά συχνά τους παρακολουθεί σαν να μην είναι ο δημιουργός τους παρά απλός συνοδοιπόρος τους. Συχνά μονολογεί πως νοιώθει πως βρίσκεται σε μυθιστόρημα του Γκόμπροβιτς ή βλέπει ήρωες του Σελίν ή ηλίθιες Φωκνερικές φιγούρες. Γράφει: «μια σκέψη που δε θα μάθουμε ποτέ, πέρασε από το μυαλό του» ή «εδώ πιθανόν να βρήκα καταφύγιο μέσα στη μπόρα, ίσως να αγάπησαν, σίγουρα έκαναν όνειρα…» ή «μου αρέσει να φαντάζομαι ότι…». Άλλες φορές τους κοιτάζει έξω από το τζάμι του σπιτιού τους χωρίς να μπορεί να τους ακούει.

Ακόμα κι όταν παύει να μας ενδιαφέρει η εξέλιξη της πλοκής, μένουμε να απολαμβάνουμε το παιχνίδι των λέξεων, από την προσεκτική, χειρουργική τους σταχυολόγηση μέχρι τους περίτεχνους ακόμα και ρυθμικούς ή ηχητικούς συνδυασμούς τους και τις μαγικές, σχεδόν κινηματογραφικές εικόνες που πλάθουν. Τα πάντα περιγράφονται με άφταστη λογοτεχνικότητα: από το κωμικοτραγικό ταξίδι – φιάσκο ενός ζευγαριού έως μια επιληπτική κρίση ή ένας θάνατος.

Με τέτοια θεματολογία και γραφή ο Μισόν έγινε ιδιαίτερα αγαπητός σε ένα περιορισμένο αλλά πιστό αναγνωστικό κοινό και σχεδόν σε όλη την κριτική. Οι Βίοι αποτελούν ήδη ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της γαλλικής λογοτεχνίας των δυο τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Σήμερα ζει κοντά στην Ορλεάνη, παραμένοντας φειδωλός σε προσωπικές εκμυστηρεύσεις και δημόσιες εμφανίσεις.

Αποσπάσματα: Δοκίμασα στην πράξη τι σημαίνει οι λέξεις να αποχωρούν και να αφήνουν μια λίμνη αίματος… (σ. 209).

Η θεωρία της λογοτεχνίας μού επαναλάμβανε έως κορεσμού ότι το γράψιμο βρίσκεται εκεί όπου δεν είναι ο κόσμος· αλλά τι ανόητος που ήμουν: είχα χάσει τον κόσμο, και το γράψιμο δεν ήταν εκεί. (σ. 201).

Υπήρχαν εκεί άρρωστοι κάτοικοι πόλεων, μορφωμένοι, στους οποίους τα μέσα ενημέρωσης και τα ρομαντικά μπέστ-σέλλερ έχουν διδάξει ότι η νευρική κατάπτωση πλήττει τις ευγενικές ψυχές, και επομένως τη βίωναν σχολαστικά. Αυτοί φλυαρούσαν όπως θα το έκαναν και αλλού: ο κομφορμισμός της ψυχικής ασθένειας… (σ. 214)

Όταν έσπρωξα την πόρτα, δεν αναγνώρισα το σπίτι όπου η μνήμη μου τοποθετεί τη συναισθηματική μου γέννηση, αλλά ένα καλύβι γεμάτο μπάζα, με μυρωδιά υπογείου…Η Μαριάννα, με ψηλά τακούνια και με δαντελένια εσώρουχα, έμοιαζε με καταδιωκόμενη βασίλισσα στο έλεος ενός αγροίκου· ωστόσο την αγαπούσα… Την έβαλα να πάρει τρελλές στάσεις γυμνή, μέσα στο σκονισμένο δωμάτιο. Ήταν εξοργισμένη αλλά ξαναμμένη και η ηδονή της ήταν πικρή σαν τη σκόνη που κατάπινε· ήμουν πολύ σκληρός γιατί ολόκληρο το ναυαγισμένο μου «είναι» κατέφευγε στη σκληράδα της επιθετικής αιχμής με την οποία σπιρούνιζα αυτή τη βασίλισσα ή αυτή την παιδούλα, για να την παρασύρω στο ναυάγιό μου: ανάμεσα στους ιστούς αράχνης, ήμαστε ανώνυμα έντομα που καταβρόχθιζαν το ένα το άλλο, ανελέητα, με ακριβείς και γρήγορες κινήσεις, και που μόνο αυτό μας συνέδεε πλέον. Στην επιστροφή, είχε νυχτώσε· η Μαριάννα οδηγούσε μηχανικά και σιωπηλά· ένα άδειο μπουκάλι από Μαρτίνι κυλούσε ανάμεσα στα πόδια μου· ένα κουνέλι άρχισε να τρέχει πλάι στους προβολείς μας, όπως συμβαίνει συχνά μ’ αυτά τα ζώα δίχως να ξέρουμε εάν είναι τρομαγμένα ή τρομερά γοητευμένα… (σ. 207)

Συντεταγμένες: Pierre Michon, Vies minuscules, 1984 / Εκδόσεις Ίνδικτος, 2000, μετάφραση Κατερίνα Κολλέτ, σ. 302. Στα ελληνικά κυκλοφορούν ακόμα τα: Ο βίος του Ζοζέφ Ρουλέν (1988), Ο αυτοκράτορας της Δύσης (1989), Αφέντες και υπηρέτες (1990), Χειμερινές μυθολογίες (1997).

Πρώτη δημοσίευση εδώ.