SOME OLD STORY
Όταν η βρετανική εισβολή σάρωνε την Αμερική, αυτός έκανε τον α λα Sinatra crooner σ’ ένα συφοριασμένο γκολφ κλαμπ στο San Diego. Όταν όλοι πηγαίνανε στο San Francisco φορώντας (σίγουρα) λουλούδια στα κεφάλια τους, αυτός ανακάλυπτε το be-bop και έφευγε σε αντίθετη κατεύθυνση με τους τελευταίους μπήτνικς. Όταν η δυτική ακτή στέναζε απ’ τις freaky πολυενορχηστρώσεις, εκείνος περιοριζόταν στο πιάνο και σ’ ό,τι μπορούσε να χτυπήσει με το χέρι του. Κι όταν το ροκ εντ ρολλ για άλλη μια φορά εξωτερικεύτηκε κι έγινε η εύκολη μουσική για το ράδιο, εκείνος το δυσκόλεψε όσο γινόταν βουτώντας στο αρρωστημένο μπλουζ του Captain Beefheart και στο παρακμιακό καμπαρέ στυλ.
Μουσικά ο δίσκος πλησιάζει το ‘Swordfishtrombones’, διατηρεί όμως και κάτι από τις θεατρικότατες κυκλοφορίες του πριν 2 χρόνια (αμφότερα τα ‘Blood Money’ και ‘Alice’ ήταν από τους δίσκους της χρονιάς) κι ο άτιμος εξακολουθεί να τραγουδάει το κάθε κομμάτι με διαφορετικό τρόπο. Μόνο που πολλά έχουν αλλάξει εδώ. Αρχικά το σχέδιό του ήταν να περιοριστεί σε 3λεπτα κομμάτια πρωτόγονης αίσθησης: Bread and water. Three legged tables. Nothing superfluous. But it’s not where the music took me … recording is like capturing birds or photographing ghosts, an uncertain enterprise. Κι έτσι παρά τις προθέσεις του έχουμε μερικά από τα μακρύτερα κομμάτια που έχει φουρνίσει ποτέ. Το περισσότερο υλικό γράφτηκε πρώτα α καπέλλα και κατόπιν κλήθηκαν οι λέξεις ν’ αποφασίσουν για το σχήμα των τραγουδιών. Άλλωστε ήδη από το πρώτο κομμάτι ακούμε τη δική του φωνητική χιπ χοπ εκδοχή που δεν είναι παρά μια προσωπική «vocal percussion». Αυτό ακριβώς το «human beat-boxing» όπως προτιμά να το λέει ο ίδιος αντικαθιστά μερικές φορές τα κρουστά. Τα φωνητικά του γενικά δίνουν την εντύπωση πως είναι λουπαρισμένα αλλά πέφτουμε έξω: ο ίδιος επιμένει πως δεν ήθελε να κάνει λούπες και προτίμησε αυτοσχέδιες φωνητικές ακροβασίες. Πιάνο και πλήκτρα τα ψάχνεις με το μικροσκόπιο, ίσως εξαιτίας του overdose της Alice που ήταν γεμάτη.
THE MORE YOU DRINK, THE DOUBLE YOU SEE ή ….THE MORE YOU DRINK THE WC
Οι bedroom recordings δεν του λένε πια τίποτα. Αυτή τη φορά καθόταν κι ηχογραφούσε για ώρες ήχους και φωνές στην τουαλέτα του σπιτιού του και αργότερα παρέα με τη σύζυγό του τις κολλούσαν στα κομμάτια. Σε πρώτη φάση είχε σκοπό να πάρει μερικά και να καταλήξει σ’ ένα δίσκο λιγότερο «προσεγμένο» όπως τα δυο θεατρικά του. Τελικά αποφάσισε να παίξει ζωντανά πάνω στα tapes κι όλο αυτό το διασκεδαστικό γι’ αυτόν cut and paste το χαρακτήρισε σαν «παλιά αμάξια με καινούργια καλύματα στα καθίσματα».
THE CREW STORY
Όπως μια συφοριασμένη πλανόδια ταβέρνα έχει κι ένα πλήρωμα, έτσι κι εδώ προσλαμβάνεται πάλι ο περιπετειώδης κιθαρίστας Mark Ribot που όπως και στο ‘Rain Dogs’ ξελασπώνει όταν ο Tom χωθεί στο βούρκο. Ο υιός Casey Waits χρεώνεται κι αυτός βάρη της οικογενειακής επιχείρησης αναλαμβάνοντας percussion και turntables. Δε θα ήθελα να ήμουν μπασίστας σε μπάντα του Τom Waits και να προσπαθώ να συγκρατώ τα ολισθήματα των άλλων, αλλά ο Les Claypool (Primus) εδώ δε μασάει και κρατάει τα μπόσικα. Συν από ένας ακόμα μπασίστας, κιθαρίστας και ντραμίστας.
Α, και η Kathreen Brennan στη συ-σύνθεση και την συμπαραγωγή. Κάποτε τον διάλεξε για το soundtrack του Κοππολικού ‘One From The Heart’ και μετά τον πήρε σπίτι της. Τους φαντάζομαι να ακούνε μαζί την τεράστια συλλογή της, να κολλάνε ολονυχτίς στον Beefheart, να μένουν από τότε μαζί. Για τα τελευταία 22 χρόνια είναι η μούσα του κι η διαφθορά του. Και η σωτηρία του επίσης, καθώς, όπως λένε μερικοί κακοί, τον έσωσε από το να γίνει ένας Christopher Cross. Εντάξει, όλοι μας περιμένουμε μια γυναίκα να μας σώσει. Οι δυο τους κάνουν καλά αυτό που ξέρουν: να σκαρώνουν τραγούδια που τα απογυμνώνουν μετά από οποιοδήποτε στόλισμα αφήνοντας τα με το ρυθμικό τους σκελετό και τη στοιχειώδη αρμονία.
HIS STORIES
Κάποτε είχε πει πως τα κομμάτια του είναι «σινεμά για τα αυτιά» και όντως οι στίχοι του είναι γεμάτοι στρατιές από περσόνες που θα στέκονταν ως ήρωες α΄, β΄, γ΄, ω΄ μπροστά σε κάμερα. Βέβαια για άλλα μια φορά μας βάζει ν’ ανοίγουμε λεξικά να ψάχνουμε τις λέξεις του. «She took all my money and my best friend/You know the story, here it comes again«, ξεκινάει η μπλουζιά του ‘Make it Rain’ κι εμείς καρφωνόμαστε. Θρήνοι και κακοφωνίες πιο πέρα, μερικές από τις δυνατότερές του μπαλάντες λίγο πιο κάτω, λίγο cubist funk (δικός του κι ο χαρακτηρισμός), 11 λεπτά στραμπουληγμένης dub reggae στο ‘Sins of My Father’. Το ‘Top Of The Hill’ θα το ακούει ο Captain σε κάποιο τροχόσπιτο σε καμιά μάντρα και θα χαμογελάει. Στο ‘Metropolitan Glide’ κακομεταχειρίζεται πιάνα και κρουστά κι ακούγεται σαν κολασμένος James Brown. Στο λατίνο ‘Hoist That Rag’ ο Ribot δε μπορεί να διαγράψει μονοκοντυλιά τις διαχύσεις τους με τους Prosthetic Cubans.
Οι κινηματογραφικές διηγήσεις υποχωρούν λίγο, δίνοντας χώρο σε περισσότερο αφηρημένη έως και πειραματική χρήση της γλώσσας αλλά και σε πολιτικοκοινωνικές θεάσεις – θυμηθείτε το ‘God’s Away on Business’ του ‘Blood Money’. Στο ‘Day After Tomorrow’ ο στρατιώτης γράφει σε γράμμα πως αυτό που του λείπει είναι να φτυαρίζει το χιόνι και να μαζεύει τα φύλλα, πριν βυθιστεί στο τέλος στις υπαρξιακές του αμφιβολίες ….Trying to say is don’t they pray/to the same God that we do?/And tell me how does God/Choose, who’s prayers does he/Refuse? . . . Όταν αποτελειώνει με το I’m not fighting for justice, I am not fighting for freedom, I am fighting for my life and another day in the world είναι αδύνατο να μη το συνδέσεις με την σημερινή συνεχή εμπόλεμη κατάσταση. Μικροί βίοι ιδιαίτερων ή ασήμαντων ανθρώπων περνούν σαν σε παρέλαση: εδώ η Horse Face Ethel και τα Marvelous Pigs της in satin, εδώ και η μονόφθαλμη Myra (the queen of the galley who trained the Ostrich and the camels), παρακεί η Yodelling Elaine, ο Funeral Wells, ο Mighty Tiny. Το Green Grass τραγουδιέται από έναν νεκρό αλλά είναι από τα ερωτικότερά του: Lay your head where my heart used to be / Hold the earth above me / Lay down in the green grass / Remember when you loved me. Και μόνο αυτός μπορεί να ριμάρει την Ford με το sword και να παραδέχεται μέσα στον πανικό του «Everyone wants to know how it is going to end«.
«It’s an electric pill box, a homogeneous concoction of mood elevators, mind liberators and downers, an alchemical universe of rattling chains, oscillating rhythms and nine-pound hammers. So check it out….»
Πρώτη δημοσίευση: εδώ.
Στις φωτογραφίες: Waits a muse, waits a bus, waits booz, waits youth, waits goodbye…
Εξαιρετικό πορτραίτο! Είναι πραγματικά εντελώς ιδιάζουσα περίπτωση, σε ένα εντελώς δικό του δρόμο, μακριά από τάσεις & μόδες, με φανατικό κοινό βέβαια. Θα ήθελα να τον είχα δει live, φιλικά,
Το Make it Rain υπάρχει μεταφρασμένο στο βιβλίο «Αθώος στα όνειρά σου». Πολύ παράξενο στα ελληνικά. Την καλημέρα μου!
Belbo σας ευχαριστώ. Σήμερα πλέον όλοι γνωρίζουμε πως αυτός ο κύριος ζει όπως τραγουδάει και αυτά που τραγουδάει. Προσωπικά αντί για συναυλία, θα ήθελα να συγγενεύουν τα μπαλκόνια μας – υποθέτω η μπαλκονόπορτα της κουζίνας του θα ήταν πάντα ανοιχτή για επισκέπτες…
Sexton, πράγματι…Να θυμίσω πως είναι το τραγούδι που επέλεξε ο Πωλ Όστερ να ακούγεται στα τελευταία σπαρακτικά καρέ του Νεοϋορκέζικου Smoke, με τον Χάρβευ Καιτέλ να υποκρίνεται τον άσωτο υιό μιας μισότυφλης ηλικιωμένης που την επισκέπτεται για Χριστούγεννα. Δεν τους πειράζει η αυταπάτη, αρκεί να μην περάσουν μόνοι τους την «γιορτή». Την καλημέρα μου.