Clann Zu – Rua (2003), Black Coats And Bandages (2004)

Clann Zu – Rua (G7 Welcoming Committee, 2003)

Μπορείτε να φανταστείτε τι μουσική μπορεί να παίζουν πέντε Αυστραλοί όλοι προερχόμενοι από διαφορετικά background και κλίματα (punk, rock, folk, electronica, classical) με τραγουδιστή και ποιητή έναν ευφάνταστο Ιρλανδό; Όχι, δεν μπορείτε. Ακόμα κι αν σας βοηθούσαμε λέγοντάς σας πως διαθέτουν πένα εμπνευσμένων πολιτικοποιημένων στίχων, ενώ ένας απίστευτος βιολιστής «γράφει» δραστικά πάνω τους και πάλι δε θα πήγαινε το μυαλό σας σ΄ένα τόσο συναρπαστικό ήχο.

Από πού ν΄αρχίσουμε; Αυτός ο τελευταίος (Russell Fawcus) είναι ένας σύγχρονος μάγος του βιολιού. Αλλάζει γοητευτικά το πρόσωπο των κομματιών, οδηγώντας τα τη μια σε διαβολικές εξάρσεις και την άλλη σε αυθεντικά ιρλανδότροπα τοπία. Όμως είναι το θρηνητικό του πρόσωπο πού ντύνει δραματικά τις ραψωδίες τους, θυμίζοντας έντονα τον ήχο των Godspeed You Black Emperor! – θα μπορούσαμε συνεπώς να μιλήσουμε για έτερους GYBE! με συντομότερα κομμάτια και στίχους/φωνή;

Μετά είναι ο Declan de Barra, ο αλλοπαρμένος Ιρλανδός που λέγαμε, που γράφει αυτούς τους ασύλληπτους στίχους που βρίθουν από εικονοπλαστική δύναμη. Ακούστε μόνο το «Five Thousand More», ένα συναρπαστικό ελεγειακό ποίημα για τους ομαδικούς τάφους αμάχων. Δύσκολο να πιστέψεις ότι προέρχεται από Αυστραλούς, όχι επειδή οι νησιώτες αυτοί δεν είναι ικανοί για τόσο απρόβλεπτες μουσικές -έχουν αποδείξει ότι γι΄αυτό κι αν είναι !- αλλά επειδή τόσο ζοφερές εικονές μόνο την Ευρώπη του περασμένου αιώνα έχουν στοιχειώσει. «No one knows our names, lying in this grave unmarked / found you lying by the roadside, half way melted into the ground/ come and lay me down beside you here in this ground, with five thousand more…».
Μιλάμε λοιπόν για ένα σχήμα που ξεκίνησε στα τέλη 1999 στη Μελβούρνη κι έφτασε μέχρι την … Ιρλανδία όπου και κατοικοεδρεύει. Στα 2001 πρωτοκυκλοφορούν το ομώνυμο ep, αμέσως μετά το Rua και φέτος το Black Coats And Bandages. Έχουν τη δική τους εταιρεία (Zarhada) και κυκλοφορούν ευρύτερα τους δίσκους τους στην ούτως ή άλλως ουσιαστικά και δραστικά πολιτικοποιημένη G7 Welcoming Committee, που στεγάζει μεταξύ άλλων τους International Noise Conspiracy και άλλους με ευφάνταστα έως υπαινικτικά ονόματα όπως Che: Chapter 127, Bakunin’s Bum, Warsawpack, ενώ έχουν κυκλοφορήσει «spoken words» από Noam Chomsky, Ward Churchill, Ann Hansen κ.ά.

Το Rua με άφησε άναυδο. Πέρα από τα παραπάνω χαρακτηριστικά, το σχήμα διαχειρίζεται άνετα μια μεγαλή ποικιλία στυλ εκφράζοντας πλήρως την έννοια ενός πολυ–πολιτισμικού εκλεκτισμού. Φυσικά δεν πάει καν ο νους σου πως κάποια μέλη ήταν στο αυστραλέζικο rap-metal act Non-International Lifeform. Το πολύ να τα φανταζόσουν σε αμιγείς ροκ μπάντες, σε ποστ ροκ συνδυασμούς, σε παραδοσιακές ενατενίσεις – και ναι, πέρασαν απ΄όλα αυτά.

Το «Five Thousand More» με το υποχθόνιο μπητ του σε βάζει στο ασύλληπτο κλίμα της αλλόκοτης τούτης μπάντας, το Hope This Day θα μπορούσε να΄ναι μια εμπνευσμένη στιγμή των U2, το «All That You’ve Ever Known» είναι το άριστον του δίσκου: με μια αποπλανητική μελωδία που σε τραβάει στη δίνη της, απ΄όπου το βιολί σε καταβαραθρώνει οριστικά. Το «Everyday» θα γοητεύσει τους φανς των Radiohead, το «All The People Now» κόβεις την κεφαλή σου πως βγαίνει απ΄τις δοξασμένες μέρες του βρετανικού new wave. Προσθέστε και μια ελεγεία για τους καιρούς που ζούμε με τις αλλαγές φωνητικών να ακολουθούν τα ανεβοκατεβάσματα της πλοκής («Lights Below»), όπως και τα διαβολεμένα α λα Chieftains βιολιά του «Crashing Τo Τhe Floor» κι έχετε ένα δίσκο-πλήρη ακουστική εμπειρία.

Black Coats And Bandages

Ύστερα απ΄το αποκορύφωμα του Rua, σίγουρα περιμένεις το Black Coats And Bandages να είναι συγκριτικά «κατώτερο». Αυτό που δεν περιμένεις όμως είναι να ακούσεις έναν εντελώς διαφορετικό δίσκο. Στο εξώφυλλο σκίτσα εμπνευσμένα από την περιβόητη Ημέρα των Νεκρών του Μεξικού, όπου όλος ο κόσμος ξενυχτά στα νεκροταφεία κάνοντας συντροφιά στους νεκρούς τους, ενώ μυριάδες κεριά κι αυτοσχέδια φανάρια δημιουργούν ανεπανάληπτη μυστικιστική ατμόσφαιρα.

Ένα τέτοιο κλίμα αναπαράγεται και στη μουσική του Black Coats And Bandages. To βιολί παραμένει, αλλά οι ταχυτήτες ελαττώνονται και απλώνουν τα κομμάτια. Τα φωνητικά είναι ατμοσφαιρικότερα (δυο κομμάτια τραγουδιούνται στα gaelic), μου θύμισαν τις χαμηλότερες οκτάβες του Peter Hamill, αλλά και τις ακροβασίες του Dave Thomas (Pere Ubu). Στις διάφορες συγκρίσεις που δοκίμασαν άλλοι να προτείνουν (τον σκοτεινό ήχο των Dirty Three, τα φαλτσέτα του Jeff Buckley, τις σκοτεινές ατμόσφαιρες των Dave Matthews Band) ίσως μόνο με τους Out Hud θα συμφωνούσα – μια άλλη όψη των GYBE!, από την οποία οριστικά απομακρύνονται. Στο «One Bedroom Apartment» όμως ακούγονται σαν πρώιμοι Pink Floyd και γενικά σε σημεία το σχήμα φλερτάρει με progressive rock. Είναι και πάλι απίστευτο με πόση άνεση πλοηγούν ανάμεσα στις καλύτερες των επιρροών τους. Το δυνατότερο κομμάτι από εδώ («From Bethlehem To Jenin») αποδεικνύει πως μπορείς τελικά να γράφεις τους ζοφερότερους στίχους και να τους ντύνεις με συναρπαστική μουσική.

Send in your bulldozers to knock your buildings down drop your smartest bombs from the highest clouds  from Bethlehem to Jenin this sound is no obscene    from New York to Dublin they’re swinging in the wind The smell of 3 day death down each deserted street     As the dogs pick their way between the bodies in defeat They’re swinging in the wind

(G7 Welcoming Committee, 2004) Πρώτη δημοσίευση: http://www.butterfly-zine.com/HTML%20Explorer/Clann_Zu_IE.htm

Tom Waits – Real gone (Anti, 2004)

Oh the heart is heaven / But the mind is hell (Sins of My Father)

SOME OLD STORY

Όταν η βρετανική εισβολή σάρωνε την Αμερική, αυτός έκανε τον α λα Sinatra crooner σ’ ένα συφοριασμένο γκολφ κλαμπ στο San Diego. Όταν όλοι πηγαίνανε στο San Francisco φορώντας (σίγουρα) λουλούδια στα κεφάλια τους, αυτός ανακάλυπτε το be-bop και έφευγε σε αντίθετη κατεύθυνση με τους τελευταίους μπήτνικς. Όταν η δυτική ακτή στέναζε απ’ τις freaky πολυενορχηστρώσεις, εκείνος περιοριζόταν στο πιάνο και σ’ ό,τι μπορούσε να χτυπήσει με το χέρι του. Κι όταν το ροκ εντ ρολλ για άλλη μια φορά εξωτερικεύτηκε κι έγινε η εύκολη μουσική για το ράδιο, εκείνος το δυσκόλεψε όσο γινόταν βουτώντας στο αρρωστημένο μπλουζ του Captain Beefheart και στο παρακμιακό καμπαρέ στυλ.

THE REAL GONE STORY

Μουσικά ο δίσκος πλησιάζει το ‘Swordfishtrombones’, διατηρεί όμως και κάτι από τις θεατρικότατες κυκλοφορίες του πριν 2 χρόνια (αμφότερα τα ‘Blood Money’ και ‘Alice’ ήταν από τους δίσκους της χρονιάς) κι ο άτιμος εξακολουθεί να τραγουδάει το κάθε κομμάτι με διαφορετικό τρόπο. Μόνο που πολλά έχουν αλλάξει εδώ. Αρχικά το σχέδιό του ήταν να περιοριστεί σε 3λεπτα κομμάτια πρωτόγονης αίσθησης: Bread and water. Three legged tables. Nothing superfluous. But it’s not where the music took me … recording is like capturing birds or photographing ghosts, an uncertain enterprise. Κι έτσι παρά τις προθέσεις του έχουμε μερικά από τα μακρύτερα κομμάτια που έχει φουρνίσει ποτέ. Το περισσότερο υλικό γράφτηκε πρώτα α καπέλλα και κατόπιν κλήθηκαν οι λέξεις ν’ αποφασίσουν για το σχήμα των τραγουδιών. Άλλωστε ήδη από το πρώτο κομμάτι ακούμε τη δική του φωνητική χιπ χοπ εκδοχή που δεν είναι παρά μια προσωπική «vocal percussion». Αυτό ακριβώς το «human beat-boxing» όπως προτιμά να το λέει ο ίδιος αντικαθιστά μερικές φορές τα κρουστά. Τα φωνητικά του γενικά δίνουν την εντύπωση πως είναι λουπαρισμένα αλλά πέφτουμε έξω: ο ίδιος επιμένει πως δεν ήθελε να κάνει λούπες και προτίμησε αυτοσχέδιες φωνητικές ακροβασίες. Πιάνο και πλήκτρα τα ψάχνεις με το μικροσκόπιο, ίσως εξαιτίας του overdose της Alice που ήταν γεμάτη.

THE MORE YOU DRINK, THE DOUBLE YOU SEE ή ….THE MORE YOU DRINK THE WC

Οι bedroom recordings δεν του λένε πια τίποτα. Αυτή τη φορά καθόταν κι ηχογραφούσε για ώρες ήχους και φωνές στην τουαλέτα του σπιτιού του και αργότερα παρέα με τη σύζυγό του τις κολλούσαν στα κομμάτια. Σε πρώτη φάση είχε σκοπό να πάρει μερικά και να καταλήξει σ’ ένα δίσκο λιγότερο «προσεγμένο» όπως τα δυο θεατρικά του. Τελικά αποφάσισε να παίξει ζωντανά πάνω στα tapes κι όλο αυτό το διασκεδαστικό γι’ αυτόν cut and paste το χαρακτήρισε σαν «παλιά αμάξια με καινούργια καλύματα στα καθίσματα».

THE CREW STORY

Όπως μια συφοριασμένη πλανόδια ταβέρνα έχει κι ένα πλήρωμα, έτσι κι εδώ προσλαμβάνεται πάλι ο περιπετειώδης κιθαρίστας Mark Ribot που όπως και στο ‘Rain Dogs’ ξελασπώνει όταν ο Tom χωθεί στο βούρκο. Ο υιός Casey Waits χρεώνεται κι αυτός βάρη της οικογενειακής επιχείρησης αναλαμβάνοντας percussion και turntables. Δε θα ήθελα να ήμουν μπασίστας σε μπάντα του Τom Waits και να προσπαθώ να συγκρατώ τα ολισθήματα των άλλων, αλλά ο Les Claypool (Primus) εδώ δε μασάει και κρατάει τα μπόσικα. Συν από ένας ακόμα μπασίστας, κιθαρίστας και ντραμίστας.

Α LOVE STORY

Α, και η Kathreen Brennan στη συ-σύνθεση και την συμπαραγωγή. Κάποτε τον διάλεξε για το soundtrack του Κοππολικού ‘One From The Heart’ και μετά τον πήρε σπίτι της. Τους φαντάζομαι να ακούνε μαζί την τεράστια συλλογή της, να κολλάνε ολονυχτίς στον Beefheart, να μένουν από τότε μαζί. Για τα τελευταία 22 χρόνια είναι η μούσα του κι η διαφθορά του. Και η σωτηρία του επίσης, καθώς, όπως λένε μερικοί κακοί, τον έσωσε από το να γίνει ένας Christopher Cross. Εντάξει, όλοι μας περιμένουμε μια γυναίκα να μας σώσει. Οι δυο τους κάνουν καλά αυτό που ξέρουν: να σκαρώνουν τραγούδια που τα απογυμνώνουν μετά από οποιοδήποτε στόλισμα αφήνοντας τα με το ρυθμικό τους σκελετό και τη στοιχειώδη αρμονία.

HIS STORIES

Κάποτε είχε πει πως τα κομμάτια του είναι «σινεμά για τα αυτιά» και όντως οι στίχοι του είναι γεμάτοι στρατιές από περσόνες που θα στέκονταν ως ήρωες α΄, β΄, γ΄, ω΄ μπροστά σε κάμερα. Βέβαια για άλλα μια φορά μας βάζει ν’ ανοίγουμε λεξικά να ψάχνουμε τις λέξεις του. «She took all my money and my best friend/You know the story, here it comes again«, ξεκινάει η μπλουζιά του ‘Make it Rain’ κι εμείς καρφωνόμαστε. Θρήνοι και κακοφωνίες πιο πέρα, μερικές από τις δυνατότερές του μπαλάντες λίγο πιο κάτω, λίγο cubist funk (δικός του κι ο χαρακτηρισμός), 11 λεπτά στραμπουληγμένης dub reggae στο ‘Sins of My Father’. Το ‘Top Of The Hill’ θα το ακούει ο Captain σε κάποιο τροχόσπιτο σε καμιά μάντρα και θα χαμογελάει. Στο ‘Metropolitan Glide’ κακομεταχειρίζεται πιάνα και κρουστά κι ακούγεται σαν κολασμένος James Brown. Στο λατίνο ‘Hoist That Rag’ ο Ribot δε μπορεί να διαγράψει μονοκοντυλιά τις διαχύσεις τους με τους Prosthetic Cubans.

ΗISTORIES

Οι κινηματογραφικές διηγήσεις υποχωρούν λίγο, δίνοντας χώρο σε περισσότερο αφηρημένη έως και πειραματική χρήση της γλώσσας αλλά και σε πολιτικοκοινωνικές θεάσεις – θυμηθείτε το ‘God’s Away on Business’ του ‘Blood Money’. Στο ‘Day After Tomorrow’ ο στρατιώτης γράφει σε γράμμα πως αυτό που του λείπει είναι να φτυαρίζει το χιόνι και να μαζεύει τα φύλλα, πριν βυθιστεί στο τέλος στις υπαρξιακές του αμφιβολίες ….Trying to say is don’t they pray/to the same God that we do?/And tell me how does God/Choose, who’s prayers does he/Refuse? . . . Όταν αποτελειώνει με το I’m not fighting for justice, I am not fighting for freedom, I am fighting for my life and another day in the world είναι αδύνατο να μη το συνδέσεις με την σημερινή συνεχή εμπόλεμη κατάσταση. Μικροί βίοι ιδιαίτερων ή ασήμαντων ανθρώπων περνούν σαν σε παρέλαση: εδώ η Horse Face Ethel και τα Marvelous Pigs της in satin, εδώ και η μονόφθαλμη Myra (the queen of the galley who trained the Ostrich and the camels), παρακεί η Yodelling Elaine, ο Funeral Wells, ο Mighty Tiny. Το Green Grass τραγουδιέται από έναν νεκρό αλλά είναι από τα ερωτικότερά του: Lay your head where my heart used to be / Hold the earth above me / Lay down in the green grass / Remember when you loved me. Και μόνο αυτός μπορεί να ριμάρει την Ford με το sword και να παραδέχεται μέσα στον πανικό του «Everyone wants to know how it is going to end«.

AND HIS WORDS

«It’s an electric pill box, a homogeneous concoction of mood elevators, mind liberators and downers, an alchemical universe of rattling chains, oscillating rhythms and nine-pound hammers. So check it out….»

Πρώτη δημοσίευση: εδώ.

Στις φωτογραφίες: Waits a muse, waits a bus, waits booz, waits youth, waits goodbye…