Τώρα και χρόνια καίει σωρούς τα γλυκόλογα με καθαρή βενζίνη
τυλίγοντας απαλά τον έρωτα στον ξέφρενο θόρυβο
που κάνουν έξω στα μακρουλά κοκαλιάρικα γεγονότα
κάτι αιφνίδιες μοτοσυκλέτες και βλέποντας
τα υπέρτερα πουλιά σαν αντίδοτα
παντού μέσ’ στ’ ολοζώντανο και θυμωμένο δάσος
ωσάν αχόρταγες καρφίτσες της Ειρμαμένης…
Νίκος Καρούζος, Η πρώιμη κόλαση της Εύας Μπράουν, 1982
Σύμβολο ελευθερίας, περιπλάνησης, κοινωνικής πρόκλησης ή διαμαρτυρίας, φετίχ ή προστάδιο ερωτικής αφύπνισης, περιβεβλημένη με τον μύθο μιας νεότητας που αψηφά τον κίνδυνο ή και τον θάνατο, η μοτοσυκλέτα διάνυσε και διανύει μια παράλληλη πορεία στα ελληνικά λογοτεχνικά κείμενα, προσφέροντας αφορμή για πλήρη ανθολόγηση. Αν το «Μοτοσυκλέτας εγκώμιον» (Γ. Ιωάννου) αποτελούσε το πρώτο υμνητικό κείμενο, ανοίγοντας τον κύκλο της στην λογοτεχνία της δεκαετίας του ’70, στην επόμενη δεκαετία θα αντικαθιστούσε ολοκληρωτικά το αυτοκίνητο ως το απόλυτο όχημα συναισθηματικής ή πραγματικής φυγής κι όχι μόνο.
Μέσα από δύο τμήματα (ποίηση – πεζογραφία), με δέκα κι εννιά ιδιότυπες θεματικές ενότητες αντίστοιχα, περνούν μοτοσυκλετιστές – «ιστιοπλόοι της εθνικής οδού» (Κ. Γκιμοσούλης), «προάγγελοι της άνοιξης» (Γ. Ρίτσος) κι «εξάγγελοι των νιάτων και των κινδύνων τους» (Ρ.Αποστολίδης). Η μοτοσυκλέτα γίνεται τόπος ερωτικού αγκαλιάσματος (Ν. Κάσδαγλης), μηχανή (οριστικής;) απόδρασης και λήθης (Α. Τσακνιά), μέσο ταξινόμησης προσωπικοτήτων (Γ. Κάτος) ή παράτασης της νεότητας (Η. Κουτσούκος), συντηρήτρια ψευδαισθήσεων (Ν. Νικολαΐδης) ή «άλογο με φτερούγες που δεν μπορείς να φορτώσεις τα όνειρά σου» (Γ. Βαφόπουλος), κομμάτι άλλης εποχής κι αλλοτινής δόξας (Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλος), φόβητρο και ταφόπλακα του κακού (Τ. Καζαντζής), έμψυχο πάντως πλάσμα, ακόμα κι όταν αντιδιαστέλλεται με τον παλμό του ζωντανού οργανισμού (Ζ. Καρέλλη), εκθέτει ανεπανόρθωτα το σώμα (Μ. Φακίνος) και μετατρέπεται σε «εργαλείο επιστροφής στη ζεστή μήτρα του Τίποτα, του Ποτέ και του Πουθενά» (Κ. Μοσκώφ).
Εποχούμενοι όμως στα κείμενα των ανθολογούμενων (μεταξύ των οποίων οι Σ. Αντωνίου του οριακού «Leather Boy», Ν.-Α. Ασλάνογλου, Γ. Βαρβέρης, Γ. Βέης, Α. Δεληγιώργη, Τ. Καλούτσας, Μ. Κουμανταρέας, Χ. Λιοντάκης, Μ. Ξεξάκης, Γ. Πατίλης, Τ. Πίττας, Β. Ραπτόπουλος, Γ. Σκαμπαρδώνης, Σ. Σερέφας, Β. Στεριάδης, Α. Φωστιέρης, Ν. Χριστιανόπουλος – που προλογίζει το έργο κ.ά.), καταλήγουμε στους ποιητές που έδωσαν πολλάκις εμβληματικούς στίχους για δικυκλιστές που «φτερουγίζουν στην άσφαλτο τους πανικούς τους» (Ν. Καρούζος) και για τις μηχανές της καθημερινής μυθολογίας αλλά και μιας απόλυτης οικουμενικότητας – από την Ξάνθη και την Μάνη, στο Περού και το Καμερούν – (Γ. Χρονάς), και εν τέλει, επιστρέφοντας στον Ρίτσο, καθρέφτες μιας άγνωστης εσωτερικής ταχύτητας μέσα μας.
Εκδ. Ζήτρος, 2008, σελ. 550.
Πρώτη δημοσίευση: Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, τ. 543, 6.3.2009.
Βλ. και πανδοχειακή ανάρτηση για σχετική μελέτη του Σ. Λαζαρίδη εδώ. Στην φωτογραφία ο Νίκος Καρούζος.