Λογοτεχνείο, αρ. 25

Αγκουστίν Γκομέζ Άρκος, Το τυφλοπούλι, εκδ. Οδυσσέας, 1991, μτφ. Πόλυ Μηλιώρη, σ. 59 -60 (Agustin Gomez Arcos, L’ aveuglon, 1990)

Το τράνταγμα του λεωφορείου βάραινε τα βλέφαρα. Ο Μαρουέκος λαγοκοιμόταν. Έτσι, θολά, συλλογιζόταν τις αμέτρητες ερωτήσεις που έπρεπε να κάνει στο συγγενή του, τους διάφορους ανθρώπους που έπρεπε να συναντήσει, ώσπου να έρθει η μέρα που θα μπορεί να ξεκλειδώσει το νόημα των λέξεων και να συνθέσει όλες εκείνες τις εικόνες που οι τυφλές του κόρες του αρνούνταν. Είναι τόσο δύσκολο να φανταστείς τον κόσμο, όταν δε βλέπεις! Πώς να βρεις την έννοια αυτών των μυστηρίων – ανδρικό φύλο, ανοιχτές γυναικείες σάρκες, διακεκομμένο φως του φάρου, ορδές της κόλασης ­– στην αντανάκλαση, που στέλνει η αυγή μέσα από τον πυκνό σου καταρράκτη, στο νυχτερινό σκοτάδι που ’ναι βαθύτερο κι από την ίδια σου την τύφλα; Σκεφτόταν αδιάκοπα. Ή μήπως και ονειρευόταν; Πώς να ξέρει, πότε η σκέψη γίνεται όνειρο και πότε τ’ όνειρο γίνεται σκέψη;
Μια γυναίκα με τατουάζ στα χέρια του έβαλε ένα μπογαλάκι κάτω απ’ το κεφάλι του, να μην πιαστεί απ’ τα τραντάγματα. Μερικών ανθρώπων οι κινήσεις μιλούν γι’ αγάπη.

Στην Ελένη Γκίκα