Τζέννυ Έρπενμπεκ – Παιχνίδι με τις λέξεις

Πολυτάλαντη δεσποσύνη (1967, Ανατολικό Βερολίνο) με σπουδές βιβλιοδεσίας, θεατρικών επιστημών και σκηνοθεσίας μουσικού θεάτρου, διδαγμένη και από Βέρνερ Χέρτσογκ και Χάινερ Μύλλερ. Συγγραφικώς ξεκίνησε με την περίφημη νουβέλα Ιστορία του γερασμένου παιδιού (1999, που διασκεύασε και θεατρικώς) και συνέχισε με τα διηγήματα Σκύβαλα (2001). Στο πρώτο της θεατρικό έργο (KatzenhabensiebenLeben/Οι γάτες έχουν επτά ζωές, 2000) εξέφρασε απερίστροφα την ίδια μοιρασμένη αναλογία αγάπης και κτηνωδίας που διαπερνά στα λογοτεχνήματά της. Θεωρείται από τα εξαιρετικά πουλέν της νέας Γερμανικής γραφής.

Εδώ συναντούμε ξανά το εύρημα του μονολόγου ενός μικρού κοριτσιού και γενικότερα της θέασης του γύρω κόσμου μέσα από τα άπειρα υπεραθώα ματόκλαδά του. Περιορισμένη σε ένα σπίτι και στο εξωτερικό του, με υπερπροστατευτικούς πλην σιωπηλότατους γονείς, με φοβισμένη αλλά στοργική παραμάνα, ρωτά για τα πάντα, για να λάβει κάθε φορά απάντηση που εγείρει νέες ερωτήσεις. Μόνη της διαφυγή οι λέξεις, που όμως αποδεικνύονται το μεγαλύτερο και πλέον απατηλό εμπόδιο. Έξω από το σπίτι, οι ήχοι της αναταραχής και οι πυροβολισμοί των αγνώστων.

Το κοριτσάκι ανάμεσα στα 6 και στα 16 παραληρεί την παράλογη πραγματικότητά του σε μικρά, σχεδόν ελλειπτικά κείμενα, χωρίς ενότητες, πλοκή ή «δράση». Η αποκάλυψη του αληθινού περίγυρού της γίνεται σταδιακά και υπαινικτικά: θετή κόρη ενός πατριού – βασανιστή ενός δικτατορικού καθεστώτος. Τελικά τα μισόλογα και τα νανουρίσματά του δεν ήταν παρά περιγραφή τεχνικών των βασανιστηρίων, προσαρμοσμένη στην τρυφερή πατρική γλώσσα! Όλα όσα έχει ποτέ σκεφθεί ο άλλος είναι χωμένα στη σάρκα του. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να μαλακώσει η σάρκα.

Ετούτη η γκροτέσκα νουβέλα λες και σκίζεται ανάμεσα σε αποτρόπαιο παραμύθι και μελαγχολική παραβολή της πολιτικής βίας μιας θλιβερής χώρας. Που ίσως ήταν η στρατιωτική Αργεντινή (καθώς αναφέρεται ως ηλιόλουστη, και ακόμα «προτείνεται» στο εξαιρετικά ενδιαφέρον επίμετρο του Tom Shimmeck), είτε η ίδια η Ανατολική Γερμανία όπου μεγάλωσε η συγγραφέας (όπου και αναφορές, σε δεύτερο επίμετρο, για την προσωπική της αμυντική γλωσσολογία εκείνη την εποχή). Τα θύματα άλλωστε και οι δράστες της (πτώσης της) Ανατολικής Γερμανίας διασχίζουν δραματικά και το δεύτερο θεατρικό της έργο (LeibesübungenfüreineSünderin / Σωματικές ασκήσεις για μια αμαρτωλή, 2003).

Το μικρό κορίτσι ανασκευάζει τον κόσμο στα μέτρα του, με δική του γλώσσα, ηθική και ιστορία. Δείγμα ευφυΐας, αθωότητας ή παιδικής σκληρότητας; Δεν έχει σημασία. Το μόνο που έχει σημασία είναι να ακυρωθούν οι αναμνήσεις του.

Εκδ. Ίνδικτος, 2008, μτφ. Αλέξανδρος Κυπριώτης, σελ.149 (Jenny Erpenbeck, Worterbuch, 2005). Από τις ίδιες εκδόσεις και τα δυο προηγούμενά της.

Πρώτη δημοσίευση: εδώ.

Gustaf Spetz – Goodnight Mr. Spetz (Imperial Recordings, 2009)

Tο Golden feathers που ανοίγει τον δίσκο είναι μέχρις ώρας το ομορφότερο τραγούδι της (μισής) χρονιάς. Η εισαγωγή του είναι εκρηκτική, τα κουπλέ του προσπαθούν να καταλαγιάσουν την τρικυμία, εκείνη σύντομα επανέρχεται δριμύτερη. Τα πιάνα του είναι σκαλοπάτια στα σύννεφα και στον πάτο και πάλι πίσω και μπρος. Δεν θα το χαραμίσω γι’ αυτές τις άθλιες μέρες, θα το κρατήσω για τις δυνατότερες. Εσείς όμως ελεύθερα.

Ο Gustaf Spetz ξεκίνησε από πιτσιρικάς στις εκκλησιαστικές χορωδίες, τον έταξαν στο τσέλο (από τα 4-19) και μόνο αργότερα διέκρινε στο πιάνο το γκάτζετ των εμπνεύσεων που αποζητούσε: Καθόμουν στο πιάνο, ένοιωθα σαν να άνοιγε μια πόρτα, κι έτσι γράφονταν τα τραγούδια. Δοκίμασε τα αισθητήρια των ακροατηρίων στο διαδικτυακό smartassradio και υπήρξε τραγουδιστής, συνθέτης και πιανίστας των Eskju Divine (δύο δίσκοι: Come and join… και Heights) που όσο τους ξέρετε εσείς τους ξέρω κι εγώ. Μόνος του τώρα, και απορώ τι παραπάνω θα μπορούσαν να προσθέσουν οι εταίροι μιας μπάντας, την στιγμή που η θυελλώδης πιανιστική του ποπ μοιάζει πολυδάχτυλη. Αυτό είναι το βασικό της χαρακτηριστικό, αυτό την απογειώνει, ενώ η εύθραυστη φωνή του μάλλον την προσγειώνει.

Οι κιθάρες του Burn it, crush it, smash it μου θυμίζουν τα πιανίσματα της 4ΑD, μια τύπου Modern English αίσθηση της ποπ που δεν είναι ακριβώς ποπ, τις κιθάρες που περισσότερο ενδιαφέρονταν να ζωγραφίσουν τα χρώματα εκείνων των εξωφύλλων. Ό,τι κάνει εδώ ακριβώς με το πιάνο του. Άλλες κιθάρες στριγκλίζουν πολύ πίσω, πρέπει να γίνει διαφανές το τείχος για να τις ακούσετε. Κάτι συγκρατεί τον Γουστάβο από την πλήρη απογείωση, ίσως αισθάνεται ακόμα μέρος της ευρύτερης Σουηδικής Ποπ Σφαίρας (αν και παρατηρώ πως ελάχιστοι στο διαδίκτυο αναφέρονται στον δίσκο του), εξ ου και παραμένει σε αυτό τον συνδυασμό μεγαλορχηστρικού εκλεκτικισμού και καθάριου ερμηνευτικού ραδιοάσματος. Το πόσο θαυματουργά μπορεί να συνθέσει πάνω στο μοτίβο αυτό απολαύστε το στα έξοχα Restless και Feel no fear.

Brian Wilson, το βλέπεις πως ετούτο το μειράκιον σού γνέφει στο You and Me και όχι μόνο. Έλα πάρε το και κάνε το σαν τα μούτρα σου, να μας αποπλανήσει όλους κανονικά.

Πρώτη δημοσίευση: πάλι εδώ.