Ονόματα. 14 ιστορίες

 

H ιδέα της συλλογής είναι εξαιρετικά ερεθιστική: η κατασκευή ιστοριών σχετικά με γνωστά ή διάσημα ονόματα, όχι φυσικά ως σύντομα ψευδοβιογραφικά διηγήματα αλλά ως άλλες ματιές ή αντανακλάσεις των επιλεγμένων προσωπικοτήτων στο σύμπαν των «απλών» ανθρώπων. Τέτοιες λοξές ματιές (λοξότατες μερικές φορές) έριξαν οι περισσότεροι συμμετέχοντες. Μεταξύ των εκλεγμένων πορτρέτων βλέπω πως υπάρχουν δυο μουσικοί (ο Τζόνι Κας από τον Χρήστο Αστερίου, η Έιμι Γουάινχάουζ από την Εύη Λαμπροπούλου), τρεις λογοτέχνες (Κώστας Καρυωτάκης – Έλενα Μαρούτσου, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης – Λένα Κιτσοπούλου, Άρθουρ Κόναν Ντόιλ – Ντορίνα Παπαλιού), δυο φιλόσοφοι (Σιμόν ντε Μποβουάρ – Άντζελα Δημητρακάκη, Κορνήλιος Καστοριάδης – Πάνος Τσίρος), τρεις πολιτικοί (Τζον Κένεντι – Κώστας Κατσουλάρης, Λεονίντ Μπρέζνιεφ – Χρήστος Χρυσόπουλος, Ανδρέας Παπανδρέου – Νίκο Βλαντής), δυο ηθοποιοί (Τζουντ Λο – Αντώνης Γεωργίου, Κιμ Μπάσιντζερ – Γαλάτεια Ριζιώτη), μια δημοσιογράφος (Ελένη Βλάχου – Βίβιαν Ευθυμοπούλου) κι ο Ιησούς Χριστός από τον Δημήτρη Σωτάκη.

Θα σταθώ στα τρία που απόλαυσα περισσότερο και με προσκάλεσαν σε δεύτερη ανάγνωση. Ένας λάτρης του Τζόνι Κας σκοτώνει για να προστατέψει την αγαπημένη του, κάνοντας πραγματικότητα τους στίχους because you’re mine/I walk the line και ως φυλακισμένος περιμένει ως κορυφαία στιγμή της ζωής του την θρυλική συναυλία της 13 Ιανουαρίου 1968 στη Folsom Prison, για να δώσει ένα κομμάτι στον Τζόνι και να νοιώσει «έτοιμος». Υπάρχουν, φίλε, κάποιες στιγμές στη ζωή που σφραγίζονται στο μυαλό σου, σημαντικές στιγμές. Ο ήχος της μπερέτας…Η φωνή του Τζόνι εκείνο τον Ιανουάριο του ’68…Αυτές είναι σίγουρα οι δικές μου…

Οι Δανεικοί Αυτόχειρες της Μαρούτσου αποτελούν φαινομενικά ένα τρίγωνο υφέρποντων ερωτισμών υπό το ζόφος της καρυωτακικής ποίησης: μια καθηγήτρια που μεταδίδει την πλήρη της βίωση της ποίησης, ένας καθηγητής που ταράζεται και ζαλίζεται όταν διαβάζει λογοτεχνία, πιθανώς επειδή έχει εκπαιδευτεί να μπαίνει στη θέση των άλλων κι ένας μαθητής που μυείται στα χάη και τα αντιχάη του ποιητή. Αν κάποιος αλλάξει το όνομά του σε Κώστας Καρυωτάκης, η ποθούμενη θα γίνει η Πολυδούρη του; Μπορείς να αλλάξεις με τον τρόπο αυτό την ίδια την μυθολογία και την ιστορία; Το παν είναι να μη βουλιάξεις; Γι’ αυτό η ευτυχία είναι θέμα ύψους;

Τέλος, στο κείμενο του Χρυσόπουλου φωτίζεται ένα ελάχιστο πλην αντιπροσωπευτικό κομμάτι σοβιετικής ιστορίας, όπου αναπότρεπτα διασταυρώνονται οι δρόμοι ενός απλού εργάτη του Μεταλλουργικού Ινστιτούτου, ενός μικρού κοριτσιού και του πάντα σιωπηλού Μπρέζνιεφ, με φόντο την οικοδόμηση μιας πόλης στο πουθενά. Οι συνεχείς μεταβολές των τρόπων γραφής και η ενσωμάτωση ιστορικών στοιχείων και μαυρόασπρων φωτογραφιών αποτελούν μια εξαιρετικά μοντέρνα λογοτεχνική πρόταση.

Όχι τυχαία οι τρεις αυτοί συγγραφείς βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της πλέον ενδιαφέρουσας εγχώριας λογοτεχνίας. Το πρότζεκτ μπορεί να συνεχιστεί επ’ άπειρον, με αλλεπάλληλες προσκλήσεις και άλλων λογοτεχνών. Αναρωτιέμαι ποια πρόσωπα θα με έλκυαν για να αποδομήσω από μια παρόμοια θέση!

Εκδόσεις Κέδρος, 2008, σελ. 323.

Πρώτη δημοσίευση: εδώ. Εικονιζόμενος, ο τροβαδούρος των φυλακών.

Στο αίθριο του Πανδοχείου, 5. Σώτη Τριανταφύλλου

Αγαπημένοι σας διαχρονικοί και σύγχρονοι συγγραφείς
Λοιπόν, έχουμε και λέμε: ο Ντ.Χ. Λόρενς, ο Γκύντερ Γκρας, ο Χάινριχ Μπελ, ο Τζ. Μ. Κούτσι, ο Φίλιπ Ροθ, ο Τόμας Χάρντυ, ο Α. Μπ. Καζάρες, ο Τσέζαρε Παβέζε, ο Τόμας Μπέρχαρτ, ο Μπότο Στράους… Μερικοί από τους Οργισμένους Νέους που έχουν πια ξεχαστεί: ρεαλιστική, βρετανική λογοτεχνία· το υλικό του free cinema· ιστορίες για βόρειες, βιομηχανικές πόλεις…Από τους λεγόμενους κλασικούς μ’ αρέσουν όλοι: το κατεστραμμένο προλεταριάτο του Ζολά, η Μαντάμ Μποβαρύ, ο Ηλίθιος…Ίσως ο Τολστόι να βρίσκεται, για μένα, πάνω απ’ όλους…Και τα «Ανεμοδαρμένα ύψη»… Όσο για τον κατάλογο των ποιητών είναι πολύ μακρύς: από τους σύγχρονους μ’ αρέσει ο Τεντ Χιουζ, ο Μπομπ Ντύλαν, ο Λέναρντ Κόεν… Ο μεγαλύτερος ποιητής όλων των εποχών παραμένει ο Σαίξπηρ.

Αγαπημένα σας διαχρονικά και σύγχρονα βιβλία.
«Τρυφερή είναι η νύχτα» (Φ. Σ. Φιτζέραλντ), «Εμπειρία» (Μάρτιν Έιμις), «Σφαγείο Νο5» (Κερτ Βόννεγκατ), “Montauk” (Mαξ Φρις – ελλ. Τίτλος «Μακρύ Σαββατοκύριακο στο Λονγκ Άιλαντ»), «Στον δρόμο» (Τζακ Κέρουακ), «Τα σταφύλια της οργής» (Τζον Στάινμπεκ)…Τα αγαπημένα μου βιβλία είναι κυρίως φιλοσοφικά: Κίρκεγκαρντ, Σιοράν, Γιάσπερς. Τέτοια πράγματα.

Αγαπημένα σας διηγήματα
Τα διηγήματα της Γιουντόρα Γουέλτυ, του Σέργουντ Άντερσον, του Τσέχοφ. Έχω αδυναμία στους Ρώσους: στον Γκόγκολ, στον Πούσκιν. Μ’ αρέσουν τα παραμύθια του Όσκαρ Γουάιλντ, οι σύντομες ιστορίες του Φ.Σ. Φιτζέραλντ.

Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας;
Ο Χόλντεν Κόλφιλντ από τον «Φύλακα στη σίκαλη», η Μάργκαρετ Χέιλ από το «Βορράς, Νότος» της Ελίζαμπεθ Γκάσκελ.

Σας ακολούθησε ποτέ κανένας από τους ήρωες των βιβλίων σας; Μαθαίνετε τα νέα τους;
Σκέφτομαι συχνά τον Ντουντς από τον «Υπόγειο ουρανό»: τώρα, αν όλα πήγαν «καλά» – όσο «καλά» θα μπορούσαν να πάνε – έχει αποφυλακιστεί…Τι κάνει άραγε; Είναι σίγουρο ότι δεν έχει επιστρέψει στο Σάουθ Μπεντ της Ιντιάνα, ούτε έχει αναζητήσει τη Λουτσία: η Λουτσία ζει με τον Φλυνν στη Φλόριντα (δεν ξέρω!), χάθηκε σαν μια σκιά…Πάσχει ακόμα από άσθμα; Ή τα σύγχρονα φάρμακα την έχουν απαλλάξει από εκείνες τις οδυνηρές κρίσεις της δύσπνοιας; Ίσως ο Ντουντς έχει βρει δουλειά σε γκαράζ: ξέρει από αυτοκίνητα. Ίσως ακόμα να παίρνει μέρος σε αγώνες hot-rods στην Καλιφόρνια…

Έχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;
Γράφω σε δωμάτια ξενοδοχείων και μοτέλ. Σε σταθμούς τρένων, σε αίθουσες αναμονής…Έγραψα το «Η Μαριόν στα ασημένια νησιά και τα κόκκινα δάση» – ένα βιβλίο για παιδιά – στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου όπου ο πιο αγαπημένος μου φίλος αργοπέθαινε από καρκίνο.

Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;
Άλλοτε γράφω μέσα στη σιωπή, άλλοτε ακούω κομμάτια που, με έμμεσο τρόπο, σχετίζονται με όσα γράφω. Αποφεύγω μουσική που μπορεί να προκαλέσει π.χ. επιθυμία για χορό…Ούτε ακούω hysterical rock τύπου White Stripes ή Primal Scream… Kαμιά φορά ακούω όπερες.

Μια μικρή παρουσίαση/εισαγωγή στο κάθε σας βιβλίο χωριστά [ή για όσα κρίνετε]. Είτε σε μορφή επιγραμματικής παρουσίασης, είτε γράφοντας για το πότε, πώς, υπό ποιες συνθήκες και ποιους πόθους συνεγράφησαν. Τυγχάνει κάποιο περισσότερο αγαπημένο των άλλων;
Έχω γράψει πολλά βιβλία για να ανταποκριθώ σε μια τέτοια ερώτηση. Όλα μου τα βιβλία έχουν σοβαρές αδυναμίες και αν τα έγραφα τώρα το αποτέλεσμα θα ήταν διαφορετικό. Ωστόσο, το καθένα αντιστοιχεί με μια στιγμή της ζωής μου: όταν έγραφα το «Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης» και το «Αύριο μια άλλη χώρα» ήμουν πάρα πολύ ευτυχισμένη, όταν έγραφα τον «Υπόγειο ουρανό» φοβόμουν ότι η ευτυχία μου δεν θα διαρκέσει…Και πάει λέγοντας…Όταν έγραφα το «Λίγο από το αίμα σου» είχα τη μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση: είναι το καλύτερο βιβλίο που έχω γράψει, με διαφορά.

Τι γράφετε τώρα;
Γράφω τώρα ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο που εντάσσεται σε μια σειρά των εκδόσεων Πατάκη με γενικό τίτλο «Η κουζίνα του συγγραφέα». Ο κάθε συγγραφέας αφηγείται, με τον τρόπο του, πώς κατέληξε να κάνει αυτό το πράγμα και τι σκέφτεται για τη συγγραφή. Αναπόφευκτα, περιγράφει τη ζωή του, τις ιδέες του, τις ανησυχίες του. Μοιάζει ναρκισσιστικό και πράγματι κινδυνεύει να γίνει ή να αναγνωσθεί ως ναρκισσιστικό. Σε ό,τι με αφορά, δεν έχω κανένα λόγο να επιδεικνύω ναρκισσισμό: έχω κάνει πολλά λάθη και θα προτιμούσα να μην τα είχα κάνει. Ωστόσο, ένα τέτοιο βιβλίο μπορεί να χρησιμεύσει ως εγχειρίδιο για έναν νέο συγγραφέα. Επίσης ίσως να ικανοποιήσει την περιέργεια μερικών αναγνωστών γύρω από αυτή την «κουζίνα», το εργαστήρι όπου παρασκευάζονται τα βιβλία.

Τι διαβάζετε;
Διαβάζω περισσότερο ποιήματα και δοκίμια παρά μυθιστορήματα. Διαβάζω επίσης – αναπόφευκτα – τα βιβλία που μεταφράζω: πρόσφατα τη «Χρονιά του έρωτα» του Πάουλ Νίτσον που μετέφρασα από τα γερμανικά. Αυτές τις μέρες περισσότερο γράφω (την «Κουζίνα») παρά διαβάζω.

Δημοσίευση και εδώ.