
Εδώ συμβαίνει το αντίστροφο του «Δούναβη»: αν ο Δούναβης ήταν το μέγιστο σημείο αναφοράς και πλεύσης στα κέντρα του κεντροευρωπαϊκού πολιτισμικού κόσμου, οι Μικρόκοσμοι εστιάζουν στο άλλο άκρο του: στα απόκεντρα σημεία του. Κι αν ο πρώτος έφτιαχνε ένα πανόραμα των συναρπαστικών ιστοριών της Ιστορίας, οι δεύτεροι το συμπληρώνουν με τις πλέον καθημερινές, ανώνυμες και ξεχασμένες διηγήσεις.
Η αρχή του κοινωνικού κόσμου μας δεν μπορεί παρά να είναι το αγαπημένο μας καφέ. Έτσι και η εκκίνηση της νέας οδοιπορίας του Μάγκρις δεν μπορεί παρά να γίνεται από το Καφενείο Σαν Μάρκο, καθημερινό στέκι γραφής, όπου τώρα μνημονεύει τον Τίμελ, έναν «εκλεκτό του δρόμου» όπως του άρεσε να αυτοαποκαλείται, που ήρθε στην Τεργέστη να ολοκληρώσει την αυτοκαταστροφή του, μπαινοβγαίνοντας στα καφενεία που όπου κατάφερνε να ξεχνάει για λίγες ώρες την αδυναμία του να ζήσει, προτού καταλήξει στο έσχατο καταφύγιο, το τρελοκομείο. Τι κάνει λοιπόν ένα καφενείο πραγματικό; Η χυμώδης ποικιλία όλων των φυλών, σαν λιμάνι ανοιχτό στη θάλασσα, μια χορωδία ασύνδετη αλλά χωρίς παραφωνίες.
Από ένα τέτοιο «λιμάνι» λοιπόν ξεκινάει η πλεύση για εννιά μικρόκοσμους που θα διασπαρθούν σε δεκάδες άλλους, κι εκείνοι με τη σειρά τους θα καταλήξουν σε μια πλατεία, ένα παγκάκι, ένα αθέατο μνημείο, σπίτια απλά αλλά πάντα παρατηρητήρια του κόσμου για τους ενοίκους τους, σε περιοχές της επαρχιακής Ιταλίας (Φριούλι, Πιεμόντε), της έντονης γερμανικής κουλτούρας, της πολύπαθης πρώην Γιουγκοσλαβίας, της τορινέζικης γραμμής των Εινάουντι, Γκράμσι, Μπόμπιο κι όλων όσων «έγραψαν» ή έγραψαν στα μέρη και για τα μέρη εκείνα, όσων γνώρισαν καλά τι σημαίνει να συνορεύεις, να είσαι ο ίδιος σύνορο, να αλλάζουν ονόματα οι γείτονες και εθνότητα ή κράτος οι απέναντι.
Για άλλη μια φορά ο κειμενόκοσμος του Μάγκρις μοιάζει με παγκόσμια έκθεση πλουμιστών διηγήσεων, ερεθιστικών αφορισμών, ιστορικών και ταξιδιωτικών αφηγήσεων, αξιόγραπτων σκέψεων, τοπιογραφικών εικόνων, λογοτεχνικών αναφορών, μουσικών συμφραζομένων, πολιτικών αναγνώσεων και, όπως πάντα, εξαιρετικών αποστομωτικών απόψεων σαν κι αυτή: ….ονόματα λατινικά, ιλλυρικά, σλαβικά, ιταλικά. Η μάταιη αναζήτηση της εθνικής καθαρότητας αγγίζει ρίζες πιο αρχαίες, φιλονικεί για ετυμολογίες και γραφές, για τη μανία να ξεκαθαριστεί ποιας προέλευσης ήταν το πόδι που πάτησε για πρώτη φορά τις λευκές ακτές και γρατσουνίστηκε στα βάτα του πυκνού μεσογειακού λόγγου, σαν να επρόκειτο αυτό να μαρτυρήσει τη μεγαλύτερη αυθεντικότητα και το δικαίωμα της ιδιοποίησης των τυρκουάζ νερών και των αρωμάτων του αέρα. (σ. 198-199)
Εκδόσεις Πόλις, 2005, μτφ. Αθανασία Δρακοπούλου, 353 σελ. με σημειώσεις (Claudio Magris, Microcosmi, 1997).
Πρώτη δημοσίευση: εδώ.