Josh Ritter – So Runs The World Away (Pytheas, 2010)

 

O Ritter δεν βγαίνει απλώς απ’ την καλύτερη παράδοση της φολκ (Hank Williams, Τ. Van Zandt, N. Drake, L. Cohen, B. Dylan, B. Springsteen, N. Young) αλλά και την βγάζει κάθε φορά ασπροπρόσωπη με τα νέα του στοιχήματα. Στην ουσία συγκαλύπτει έντεχνα όλους τους γεννήτορες, εντάσσοντας τον εαυτό του σε μια σύγχρονη παράδοση εξαιρετικών singer – songwriters που μπλεντάρουν τα πάντα και τίποτα.

Από το 1999 και την πρώτη φερώνυμη αυτοκυκλοφορία του μέχρι το έκτο φετινό προσπαθεί να πάει λίγο πιο πέρα το πολύπαθο είδος, με δίσκους άρτιους, ενδιαφέροντες, ενίοτε πολύ γοητευτικούς. Παραμένω πιστός στο Animal Years του 2006 αλλά βλέπω πως με ξεπερνά ο Στήβεν Κινγκ που σε άρθρο του το είχε επιλέξει ως τον καλύτερο δίσκο του έτους (όχι ότι θα αρχίσουμε να υπολογίσουμε τις επευφημίες των συγγραφέων, αλλά αν μη τι άλλο ο συγκεκριμένος ακούει τόνους αμερικάνικης μουσικής) και μάλλον εξεπλάγην από την μικρή πτώση του αντιπροπέρσινου The Historical Conquests of Josh Ritter που όπως γράφτηκε, ερχόταν κατευθείαν απ’ την παράδοση του Tin Pan Alley.

Είναι αδύνατο να μιλάμε για Ritter και να μην κάνουμε λόγο για τις ιστορίες του. Ο Αϊνταχίτης βιβλιοφάγος φίλος μας αλιεύει χαρακτήρες από σελίδες, μύθους και παγκόσμια ιστορία, και τους αφήνει ελεύθερους να τρέξουν στις συνθέσεις του. Όπως η αρχαιολόγος που ερωτεύεται έναν χιλιόχρονο ταριχευμένο φαραώ στο υπόγειο βαλσάκι The Curse, που ήταν το πρώτο κομμάτι που αναδύθηκε μετά το τρίχρονο μουσικό του μπλοκάρισμα. Ήταν να μην ξεμπλοκάρει: το επόμενο κομμάτι ήταν τόσο μεγάλο ώστε κατέληξε …μυθιστόρημα, έτοιμο προς έκδοση το επόμενο καλοκαίρι (Bright’s Passage).

Ισομερής περιπατητής μεταξύ Νότιας και Μεσοδυτικής Americana, ο Ritter συνεχίζει το ταξίδι με τους άδειους συρμούς του Southern Pacifica (η μαγικότητα του οποίου μάλλον θα αναδεικνυόταν με μια βραχνότερη, βαθύτερη φωνή) ως την δική του Annabel Lee, που είναι ένα πλοίο που αναγκάζεται συντετριμμένος ένας πολικός εξερευνητής να καταστρέψει για να επιβιώσει από το κρύο – σε μια στοιχειωτική επταλεπτάδα. Αλλού διαμοιράζει συναισθήματα και ιδέες, από την AOR του Paul Simon στο Lark ως την έγκληση των Tom Waits, Soulsaves και St Vincent στο Rattling Locks. Ο ίδιος δήλωσε πως πρόκειται για μια νέα περίοδο (κλισέ), με μακρύτερα τραγούδια (σωστό) με περισσότερες λεπτομέρειες (κι αυτό σωστό).

Πώς να καταφέρω τώρα να τον πείσω πως όταν αφήνει τις φολκ ηρεμίες και δυναμώνει την ένταση, κυριολεκτικά θαυματουργεί! Όπως στο βραδυφλεγές Change of Time ή το σταδιακά κλιμακούμενο Lantern. Ακόμα και στο ατόφιο σπιριτο-ρόκι Orbital, που οπωσδήποτε έπρεπε να παρατείνει το πιάνο στο τέλος. Η μοναδική διασκευή είναι αυστηρώς επιλεγμένη: μέσα στο παραδοσιακό Mississippi John Hurt (μετατρεπόμενο σε μια κλασική σε απλότητα και διαχρονικότητα ιρλανδική μπαλάντα) συναντιούνται με διόλου αναίμακτα αποτελέσματα μερικές φαντασματικές μορφές των murder ballad (Louis Collins, Delia, Stagger Lee). Αρχίζω όμως και εκνευρίζομαι με το φαινόμενο των άχρηστων (συνήθως εναρκτήριων) ινστρουμένταλ που αναιδώς αυξάνουν τον αριθμό των κομματιών – κοροϊδεύοντας ποιους πλέον; Από τον επόμενο δίσκο θα αφαιρείται μισός βαθμός.

Πρώτη δημοσίευση: εδώ.

Φίλιπ Ροθ – Η ταπείνωση

… όταν πια έφτανε στο θέατρο, ένιωθε εξαντλημένος, έντρομος που θα έβγαινε στη σκηνή. / Όλα όσα είχαν συντελέσει στο να γίνει αυτό που ήταν, τώρα δούλευαν εναντίον του, κάνοντάς τον να δείχνει σχεδόν ανισόρροπος./ Τώρα σκεφτόταν το κάθε τι, και κάθε τι αυθόρμητο και ζωντανό είχε πεθάνει: προσπαθώντας να το ελέγξει με τη σκέψη το κατέστρεφε.

Αρκούν αυτές οι τρεις προτάσεις, αλιευμένες από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, για να εκφράσουν την κατάσταση του Σάιμον Άξλερ. Ο φτασμένος θεατρικός ηθοποιός αρχίζει να κατηφορίζει με ταχύτητα από τις κορυφές της ζωής του: την υποκριτική, την δημιουργία, την καθημερινότητα. Η ικανότητα να απευθύνεται και να του απευθύνονται πάνω στη σκηνή είχε χαθεί, η μια λανθασμένη ερμηνεία διαδέχεται την άλλη. Παρατηρεί την προσωπική του κατάρρευσή, όπως άλλοτε την ηθοποιία του: παίζοντας τον ρόλο της ίδιας του της διάλυσης. Τώρα μοιάζει αυτός να βρίσκεται στο επίκεντρο εκείνου του παλιού ανέκδοτου με τον ηθοποιό που του υποδείκνυαν να μην πίνει κι εκείνος απαντούσε: Τι, και να βγω εκεί έξω μόνος μου; Ή στην παράκληση του Ολίβιε προς τους άλλους ηθοποιούς: Μη μ’ αφήνετε μόνο μου εκεί έξω.

Ακόμα και η ικανότητα επικοινωνίας με τις γυναίκες ξεθωριάζει, χάνεται. Εκείνος που κάποτε τις μάγευε εντός κι εκτός σκηνής, αποκαλύπτοντάς τους ότι είχαν τη δική τους ιστορία, τη δική τους φωνή κι ένα στυλ που δεν ανήκε σε καμία άλλη έχει μπλοκάρει οριστικά. Τώρα ο μόνος ρόλος που νοιώθει πως του ταιριάζει είναι ο ρόλος ενός ανθρώπου που παίζει έναν ρόλο. Ή ενός ανθρώπου που δεν συνοψίζει παρά τα μειονεκτήματά του, ενός υποψήφιου αυτόχειρα. Ο Άξλερ δεν αντέχει να περάσει άλλη μια μέρα απογυμνωμένος από τα χαρίσματά του.

Η «ανοικοδόμηση» της ζωής του θα προέλθει μέσα από τον έρωτα. Η σχέση του με την Πεγκίην όμως φέρει εξαρχής τα σπέρματα της τριβής. Εκείνη είναι κόρη οικογενειακών φίλων, κατά εικοσαετία νεαρότερη, με τις δικές της παρελθοντικές απορρίψεις και με δεκαεπτά χρόνια λεσβιακής ερωτικής ζωής. Ο Άξλερ επιδίδεται στην μεταμόρφωσή της ως εμφανίσιμης, ελκυστικής γυναίκας – τίποτα δεν του δίνει μεγαλύτερη χαρά. Στην ουσία όμως την κάνει την γυναίκα που θα ήθελε ο ίδιος, σαν να υποδυέται κάποια εντελώς διαφορετική απ’ ότι πραγματικά ήταν, ξένη προς την δική της αυτοαίσθηση. Το ζεύγος πειραματίζεται ερωτικά (αν και κάπως βεβιασμένα) σαν μια απεγνωσμένη προσπάθεια επανα-ζωής και προσπαθεί να αγνοήσει την αντίθεση των γονέων της Πεγκίην αλλά και το φάσμα της φθοράς που τους υπενθυμίζεται διαρκώς.

Έχουμε τυπικό Ροθ εδώ; Και ναι και όχι. Από τη μία η έκταση είναι σύντομη, ο λόγος ξεγυμνωτικά απλός, εβραϊκότητες και αυτοσαρκασμοί ξεχνιούνται για λίγο. Από την άλλη ο Ροθ συνεχίζει επίμονα να γράφει για την σωματική και πνευματική φθορά, τα γηρατειά και τον θάνατο, σ’ έναν ακόμα κρίκο στην αλυσίδα των τελευταίων του βιβλίων. Υπήρξε τόσο αυτοαναφορικός συγγραφέας που πιθανώς τώρα που βρίσκεται μπροστά τους δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, ίσως ψάχνει κι αυτός τις απαντήσεις του. Είτε διακρίνει πόσο σχετικά είναι τα πράγματα (στο Ζώο που Ξεψυχά τελικά δεν πέθαινε ο μεγαλύτερος σε ηλικία ήρωας αλλά η νεαρότερη ερωμένη του), είτε καταλήγει πως μόνο ο έρωτας σώζει, είτε απλώς συνεχίζει ως γερόλυκος που δεν εγκαταλείπει τον αγώνα, είτε αυτοκτονεί. Τελικά η μαγεία της υποκριτικής χάνεται χωρίς να υπάρχει κανένας σοβαρός λόγος. Δεν υπάρχει σοβαρός λόγος για οτιδήποτε συμβαίνει – όλα είναι ένα καπρίτσιο της τύχης, η πιθανότητα της ανατροπής. Συνεπώς ως συγγραφέας θριαμβεύει στα αυτονόητα. To θέμα είναι κατά πόσο αυτή η ιστορία θα διαβαζόταν (και θα εκθειαζόταν) εξίσου αν προερχόταν από άλλον συγγραφέα, εφόσον το θέμα έχει ήδη χιλιογραφτεί.

Οι καλύτερες στιγμές βρίσκονται σε δυο σημεία. Στους διαλόγους μεταξύ του ζεύγους (όπου η σκληρότητα του να μαθαίνει κανείς τα πάντα υπερτερεί της συναινετικής σιωπής) και μεταξύ του Σάιμον και της πρώην φίλης της Πεγκίην. Κυρίως όμως στις περί αυτοχειρίας σελίδες, κατά την περιγραφή της συνύπαρξής του στο ψυχιατρικό νοσοκομειακό εντευκτήριο με μια παρέα παραλίγο αυτοχείρων ασθενών, βυθισμένων ακόμα στο μεγαλείο της αυτοκτονίας, μαγεμένων από την εξουσίαση του ίδιου του θανάτου. Όλοι χρησιμοποιούν το λεξιλόγιο της λαϊκής ψυχολογίας ή της περιθωριακής αισχρολογίας, της χριστιανικής οδύνης, της παρανοϊκής παθολογίας. Εκεί ανακαλεί όλους τους αυτόχειρες ήρωες των δραμάτων όπου η αυτοκτονία εισβάλλει συχνά, λες και αποτελεί την καταστατική συνθήκη του θεάτρου: Έντα Γκάμπλερ, Δεσποινίς Τζούλια, Φαίδρα, Ιοκάστη, Λόμαν στον Εμποράκο, Σάιμον στη Μικρή μας Πόλη, Οφηλία, Οθέλλος, Ιβάνοφ, Κονσταντίν στο Γλάρο, Έντβιγκ στην Αγριόπαπια, Κρίστιν στο πένθος της Ηλέκτρας, Αίας και τόσοι άλλοι. Να είσαι σε θέση να πάρεις την απόφαση να φέρεις σε πέρας την πιο δύσκολη πράξη που υπάρχει. / Η αυτοκτονία είναι το μόνο πράγμα που μπορείς να ελέγξεις. Κάτι έχει στο μυαλό του – προς το παρόν όχι ο Ροθ, αλλά ο χαρακτήρας του.

Εκδ. Πόλις, 2010, σ. 170, μτφ. – σημ: Κατερίνα Σχινά (Philip Roth, The Humbling, 2009)

Δημοσίευση σε συντομότερη μορφή: εδώ, υπό τον τίτλο: Μπολάνιο ή Ροθ; Μπόθ!.