Hawkwind – Blood Of The Earth (Eastworld Recordings, 2010)

 

Οι Hawkwind αποτελούν μια σπάνια, ιδιάζουσα περίπτωση με την οποίο είναι αδύνατο να ξεμπερδέψεις με τρεις αράδες. Ακόμα κι αν επιθυμεί κανείς να περιοριστεί αποκλειστικά σε κάποιο δίσκο, είναι αδύνατο να εστιάσει μόνο στη μουσική, από τη στιγμή που κάθε έργο τους αποτελεί ένα σύνολο ήχων, εικόνων, εικαστικών, ιδεών, σημειώσεων και κειμένων, τα οποία άλλωστε αποτυπώνονται στις εκπληκτικές τους εκδόσεις (πολύ περισσότερο στο άπλετο χώρο των βινυλιακών εσώφυλλων) ή αναζητούνται «με άλλο τρόπο». Συνεπώς πάντα θα αποφαινόμαστε απολύτως υποκειμενικά και θα υποκλινόμαστε απολύτως εθελοντικά.

Όλα είναι Hawkwind εδώ: από τους τίτλους και το εξώφυλλο, ως το μεδούλι της δημιουργίας τους. Δεν μοιάζει να έχει υπάρξει μεγάλη διαφορά από πλείστους παρελθοντικούς δίσκους τους, αλλά για έναν εξειδικευμένο χωκγουιντολόγο οι διακρίσεις είναι εμφανείς όπως για έναν εντομολόγο ακόμα κι οι πλέον όμοιες πεταλούδες έχουν θαυμαστές διαφορές. Ο Dave Brock (φωτ.) πέρασε τα … 70 και μάλλον τιμητικά μπαίνει πρώτος στον αγωνιστικό χώρο με δυο εισιτήρια κομμάτια. Ο ακροατής βέβαια θα ηλεκτριστεί αργότερα από το Sweet Obsession με αέρα και φως κλασικού, μόνο που πρόκειται για την δεύτερη ζωή ενός τριαντάχρονου κομματιού από το πρώτο σόλο του Brock (Earthened to the Ground, 1984). Που μαζί με το You’d Better Believe It από το θρυλικό 74άρι τους Hall of the Mountain Grill συμπληρώνουν μια δυάδα επανεκτέλεσης – επανασύνδεσης με τα πρώτα τους διασημό – πλοια.

Ο Jason Stuart δεν ζει πια στην Γη, αλλά φεύγοντας έχει αφήσει την καταληκτήρια σύνθεση, σαν ηχητική συνοδεία στον κοσμικό του θάνατο. Οι Alan Davey και Arthur Brown έφυγαν, νέο αίμα καλείται να αποδείξει ότι αξίζει να βρίσκεται στο πλήρωμα, το οποίο άλλωστε έχει κοινά δικαιώματα στην σύνθεση. Ο Tim Blake διαπράττει την πρώτη του συνθετική εμπλοκή στο σχήμα εδώ και …30 χρόνια, ο Mr Dibs είναι πιο αποδοτικός, αλλά είναι ο Niall Hone που βγάζει εις πέρας την αποστολή «Εκτυφλωτικό Ορχηστρικό» (Green Machine). Η κοσμική τους σκηνογραφία περιλαμβάνει ακόμα, όπως πάντα, μια παρολίγον (ανατολίζουσα) ψυχοτροπική εκτροπή (Comfey Chair) και μερικές επικές σάγκες, τα ξέρετε αυτά.

Διαπιστώνεται μια έλλειψη υπερβολής που πάντα κυκλοφορούσε ανάμεσα στα τραγούδια, το καθαρό ροκ εντ ρολλ υπόστρωμα σβήνει περιττά λίπη, ορισμένες συνθέσεις μοιάζουν να γράφτηκαν χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία (εξ ου και ο δίσκος περισσότερο ελκύει λόγω ονόματος και κοσμικής αίγλης παρά ως αυτό καθεαυτό αριστείο), άλλα μοιάζουν να έχουν ήδη διανύσει χιλιόμετρα σκηνής σε live κι απλώς στο ρελαντί να παρκάρουν στο στούντιο. Εντύπωση κάνουν τα καθαρά post punk φωνητικά του Wraith – κάποιος νεαρότερος τραγουδιστής εμβαπτίζεται εδώ στην γαλαξιακή τους σκόνη. Ένας δεύτερος live δίσκος συμπληρώνει την περιορισμένη CD έκδοση με 7 κομμάτια (μαζί με το Long Gone του Syd Barrett και μια φετινή συνέντευξη).

Πρώτη δημοσίευση: εδώ.

Ρίσαρντ Καπισίνσκι – Αυτοπροσωπογραφία ενός ρεπόρτερ

Με ρωτούσαν συχνά εάν έχω σκοπό να μεταναστεύσω. Και απαντούσα: Μα έχω ήδη μεταναστεύσει. Το σπίτι μου είναι κάπου αλλού, σε κάποια άλλη χώρα.

Έχουμε ήδη γνωρίσει τον Καπισίνσκι από τρία έργα που πέρσι συγκεντρώθηκαν και σε ενιαίο τόμο: Έβενος. Το χρώμα της Αφρικής, Ο πόλεμος του ποδοσφαίρου, Ταξίδια με τον Ηρόδοτο (από τις ίδιες εκδ.). Στα πρώτα δύο πλησίασε «γράφοντας» την Αφρική ίσως περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον – στο δεύτερο τριγύρισε και την Λατινική Αμερική. Στο τρίτο δοκίμασε μια ηροδότεια πλεύση του «μακρινού» κόσμου, προσεγγίζοντας την Ασία. Υπήρξε ο πρώτος μόνιμος πολωνός ανταποκριτής στην Αφρική κι ένας από τους πλέον αξιανάγνωστους ταξιδευτές δημοσιογράφους – συγγραφείς. Η επιμελήτρια του βιβλίου ζήτησε και πήρε από τον ίδιο ένα τεράστιο πάκο κειμένων, τα περισσότερα από τα οποία ήταν – συχνά δυσεύρετες – πολωνικές δημοσιεύσεις (κυρίως συνεντεύξεις, αλλά και διαλέξεις, συζητήσεις κλπ.) ώστε να επιλέξει τα πλέον ενδιαφέροντα κομμάτια τους και να συγκεντρώσει το απόσταγμα τόσων χρόνων ταξιδιών και εμπειρίας.

Υπεύθυνος για πενήντα αφρικανικές χώρες, αυτόπτης μάρτυρας είκοσι επτά επαναστάσεων, με πάνω από σαράντα χρόνια «στο δρόμο» ο Καπισίνσκι ήταν ανέκαθεν περίεργος για τον κόσμο και πάντα ανήσυχος όταν άφηνε οποιοδήποτε μέρος του «ανεπίσκεπτο». Ακόμα κι όταν βρισκόταν σε μια χώρα, αναρωτιόταν μήπως έπρεπε να βρίσκεται κάπου αλλού. Δεν πήγαινε πουθενά χωρίς βαριά θεωρητική προετοιμασία, δεν είχε άλλο κίνητρο από το πάθος. Είχε πάντα στο νου του πως μπορεί να μην ξαναβρισκόταν ποτέ στο ίδιο μέρος, γνώριζε πως στο ταξίδι οφείλει κανείς να είναι μόνος. Έβλεπε πάντα τη δουλειά του ως προορισμό, ως αποστολή. Δεν θα εξέθετε τον εαυτό του σε τόσους κινδύνους αν δεν ένιωθε πως επρόκειτο για κάτι σημαντικό που ένιωθε υποχρεωμένος να το μεταδώσει. Έβλεπε πως η εξαθλίωση δεν κλαίει, δεν έχει φωνή, υπομένει σιωπηλά, δεν επαναστατεί. Οι εξαθλιωμένοι δεν εξεγείρονται, οπότε χρειάζονται κάποιον να μιλήσει γι’ αυτούς. Δεν είχε αυταπάτες: γνώριζε πως ο ρους της ιστορίας δεν αλλάζει, αλλά μπορεί κανείς να περιορίσει τη φρίκη της.

Ο Καπισίνσκι αισθανόταν καλύτερα στα πιο απομακρυσμένα σημεία του κόσμου – στην Αφρική, την Λατινική Αμερική, την Ασία. Στον Τρίτο Κόσμο πάνω απ’ όλα προσαρμοζόταν από τη δεύτερη μέρα. Τα ξενοδοχεία τρίτης κατηγορίας που άλλοτε ήταν μια αναγκαιότητα, αργότερα αποτελούσαν συνειδητή επιλογή, αφού εκεί συναντούσε πιο ενδιαφέροντες ανθρώπους (Στα πιο φτωχά ξενοδοχεία μπορείς συχνά να πέσεις πάνω σε συναρπαστικές προσωπικότητες). Σ’ ένα σημείο ήταν τυχερός: ο Τρίτος Κόσμος αποτελούσε πεδίο όπου οι ιδεολογικές πιέσεις από την πλευρά της εξουσίας ήταν πολύ μικρότερες απ’ αυτές που ασκούνταν π.χ. στον ανταποκριτή της Μόσχας ή της Πράγας. Η κατάσταση στη Ρουάντα ή στο Τσαντ σε καμιά περίπτωση δεν απειλούσε την εξουσία.

Μια διαρκής αντίφαση ενυπάρχει στην δουλειά του: από τη μια ανακαλύπτει έναν συναρπαστικό, άγνωστο κόσμο, από την άλλη το δημοσιογραφικό τέλεξ είναι τόσο επιφανειακό και ατελές που χάνεται όλη η πληρότητα και η διαφορετικότητα αυτού του κόσμου. Γι’ αυτό και ξεκίνησε να γράφει βιβλία: για να ακυρωθεί ο παροδικός και κοινότοπος χαρακτήρας της δημοσιογραφίας του πρακτορείου ειδήσεων. Στον τύπο, στην τηλεόραση όλα κλίνουν προς τη συντόμευση – κανείς χώρος για τον πλούτο των αποχρώσεων. Σε μια εφημερίδα δεν έχουν θέση το περιβάλλον, το κλίμα και η ατμόσφαιρα ενός δρόμου, τα κουτσομπολιά που κυκλοφορούν σε μια πόλη, χιλιάδες στοιχεία που συνιστούν την αλήθεια ενός γεγονότος.

Στην Αφρική εκρήγνυνται η αποκάλυψη μιας ασυνήθιστης αλήθειας – ότι δεν είμαστε μόνοι σ’ αυτό τον κόσμο, ότι ανήκουμε στην μεγάλη πολυπληθή ανθρώπινη οικογένεια και «μας ενώνουν πολλές κλωστές και καλώδια που απλώνονται προς κάθε κατεύθυνση». Ο Κ. προσπαθεί να μιλήσει για την συναίσθηση αυτής της τεράστιας χωρικής αλλά κυρίως πολιτισμικής απεραντοσύνης που είναι αδύνατο να καταγραφεί. Ήδη από το 1912 ο πολωνός ανθρωπολόγος Μαλινόφσκι είχε (βλάσφημα για την εποχή) γράψει πως ο κόσμος των πολιτισμών δεν είναι ιεραρχικός και πως όλοι είναι ίσοι. Σήμερα η νοοτροπία μας παραμένει ευρωκεντρική – λες και επιστρέφουμε στον 19ο αιώνα όπου οι άνθρωποι σκέφτονταν σε επίπεδο λαού, περιφέρειας ή ηπείρου. Κι ας γνωρίζουμε με βεβαιότητα πως οι πολιτισμοί του κόσμου είναι ατέλειωτοι. Ήμουν σ’ ένα πόλεμο που διαρκεί εδώ και σαράντα χρόνια, στο Σουδάν, παρόλο που πολύ λίγοι άνθρωποι τον γνωρίζουν, κι αν τον γνωρίζουν, ανήκει στους «ασήμαντους» ή «ξεχασμένους.

Γράφω για πολέμους και ονειρεύομαι την ειρήνη. Όταν όμως βρίσκεσαι σε πόλεμο (ο οποίος ούτως ή άλλως είναι αδύνατο να περιγραφεί)), η ίδια η κατάσταση σε κάνει να εμπλέκεσαι τόσο συναισθηματικά, ώστε τελικά να ταυτίζεσαι με την πλευρά στην οποία βρίσκεσαι. Η ίδια η πολεμική κατάσταση, γράφει, γεννάει μια υποκειμενικότητα. Εδώ ήταν η μεγάλη δυσκολία: να τραβήξει τη γραμμή ανάμεσα στην προσωπική συμμετοχή και στην περιγραφή. Διόλου τυχαία αναφέρει το πείραμα που έκανε Έλενα Πονιατόφσκα ως άριστο παράδειγμα των προβλημάτων μιας τέτοιας δημοσιογραφίας. Η μεξικανή συγγραφέας έγραψε το χρονικό της σφαγής εκατοντάδων φοιτητών το 1968 στην πλατεία Τλατελόλκο χρησιμοποιώντας διηγήσεις πάνω από εκατό ανθρώπων που ήταν αυτόπτες μάρτυρες: όλες διαφέρουν εντελώς η μία από την άλλη.

Κάθε φορά που βρισκόταν με τους νομάδες στη Σαχάρα έβλεπε πως ελάχιστα μπορούσε να τον βοηθήσει ολόκληρος ο ευρωπαϊκός πολιτισμός. Όλες του οι γνώσεις, όλος ο Καντ και ο Σπινόζα ήταν άχρηστοι μπροστά στο χάος της Σαχάρας. Δεν υπάρχει Σπινόζα στη Σαχάρα. Από την ομάδα των ρεπόρτερ που ταξίδευαν στον κόσμο την δεκαετία του ’60 μόνο αυτός απέμεινε να τριγυρνάει χωρίς τέλος. Οι άλλοι έγιναν επικεφαλής δικτύων, σταθμών, οίκων, τύπων, παρέμειναν ακίνητοι. Εκείνος αισθανόταν άσχημα κάθε φορά που βρισκόταν σε σταθερό ή ανιαρό περιβάλλον. Για να γράψει ρεπορτάζ χρειαζόταν δυνατά συναισθήματα και βιώσεις. Πάντα ήταν γεμάτος «άγραφες», όπως έλεγε, ιστορίες και αναρωτιέμαι τώρα που μας έχει αφήσει, πόσες από αυτές παρέμειναν άγραφες.

Εκδ. Μεταίχμιο, 2010, επιλογή κειμένων και εισαγωγή: Κριστίνα Στρόντσεκ, μτφ. από τα πολωνικά: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, σελ. 172 (Ryszard Kapuściński, Autoportret reportera, 2003).

Πρώτη δημοσίευση σε συντομότερη μορφή: mic.gr. Το «μπαρ» της τελευταίας φωτογραφίας σερβίρει βενζίνη. Ο Καπισίνσκι αναφέρει συχνά περίπτωση προμήθειας βενζίνης από κάποιο κρυφό δωμάτιο όπου τον οδήγησε μια …έγκυος Μασάι.