Στο μυθιστόρημα του Κούντερα Η βραδύτητα περιγράφεται ένας Τσέχος ο οποίος, ενώ συμμετέχει σε ένα διεθνές συνέδριο, δεν χάνει ευκαιρία να περιγράφει «πώς είναι τα πράγματα στη χώρα μου» ώστε τελικά καταντά γραφικός. Γίνεται άξιος περιφρόνησης επειδή δεν νοιάζεται για τίποτε πέρα από τη δική του πατρίδα και έτσι αδυνατεί να αντιληφθεί τη στενή σχέση της δικής του ανθρώπινης υπόστασης και της υπόλοιπης ανθρωπότητας. Όταν όμως διάβαζα τη Βραδύτητα δεν τάχθηκα μ’ αυτούς που περιφρονούσαν τον τύπο που δεν σταματούσε να μιλά για «τη χώρα μου» αλλά αντίθετα ταυτίστηκα με τον περίεργο χαρακτήρα το. Απλά συνέβη, χωρίς υποχρεωτικά να θέλω να μοιάσω σ’ αυτόν τον καταγέλαστο άνθρωπο. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 συνειδητοποίησα ότι εάν ήθελα να «γίνω ο εαυτός μου» – για να δανειστώ μία φράση από το μυθιστόρημα Το μαύρο βιβλίο – έπρεπε να πάψω να περιγελώ τους «μιμητές» του Νάιπουλ για όσα έκαναν προκειμένου να ξεπεράσουν τους επαρχιώτικους τρόπους τους ή την κατάθλιψή τους και, αντίθετα, να ταυτιστώ μαζί τους
… γράφει ο Ορχάν Παμούκ (φωτ. 1) σ’ ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον εκτενές κείμενο με τίτλο «Η τουρκική βιβλιοθήκη μου», που δημοσιεύτηκε στο The New York Review of Books και αποσπάσματα του οποίου μεταφράζονται εδώ. Ο συγγραφέας μιλάει για τα αγαπημένα βιβλία του στην γλώσσα του: συλλογές των ποιητών του λεγόμενου Πρώτου και Δεύτερου Κύματος, έργα του Ναζίμ Χικμέτ, του Ορχάν Κεμάλ, του Κεμάλ Ταχίρ, βιβλία για τον Ατατούρκ κ.ά.
Το τεύχος κοσμείται με: ανοιχτή επιστολή της Κικής Δημουλά προς Γιώργο Κορδομενίδη (αναστοχαστική της σχέσης της μαζί του, επιφυλακτική προς τα αφιερώματα, διαλεκτική απέναντι σε συγκεκριμένο μελέτημα που επίσης δημοσιεύεται), αφήγημα του Χρήστου Τσιόλκα, κείμενο του Μάριο Βάργκας Λιόσα, διηγήματα των Κώστα Λογαρά, Κοσμά Χαρπαντίδη και Παύλου Γεωργιάδη (οικοδόμου το επάγγελμα), ποίηση των Χόκαν Σαντέλλ, Αργύρη Παλούκα, Γιώργου Βέλτσου, Γιάννη Τζανετάκη, Παναγιώτη Πετραντωνάκη, χαρακτικά της Τόνιας Νικολαΐδη. Στις φωτογραφίες της «Μαύρης θάλασσας» της Αγγλίδας Βανέσα Ουίνσιπ (φωτ. 3), η καθημερινότητα αναδύεται «μέσα από περιοχές που έχουν στιγματιστεί και χαρακτηριστεί από βίαια κι οδυνηρά γεγονότα», «σε μέρη που έχουν πληγεί στο παρελθόν ή πλήττονται ακόμη από καταστροφικές έριδες» αλλά συνεχίζουν να ζουν ακόμα κι αισιόδοξα.
Στο Καπνιστήριο που δεν επιδέχεται καμία απαγόρευση, ο Άκης Παπαντώνης γράφει για τον σερ Τζον Φρανκ Κέρμοντ (1919-2010), λογοτεχνίας κριτικό και θεωρητικό συνεργάτη του Times Literary Supplement και πρωτεργάτη των London Review of Books και Literary Review. Στο απέναντι τραπέζι η Βάλια Τσάιτα-Τσιλιμένη σκιαγραφεί την περίπτωση του Αλμπέρ Καμύ, με αφορμή την εκδοτικό οργασμό για το ιωβηλαίο του θανάτου του. Στις σελίδες αλληλογραφίας, ένας αναγνώστης θιγμένος από το σχετικό ξεκαρδιστικό δίδυμο σημείωμα Παπαρρήγα – Καψάλη (βλ. προηγούμενο τεύχος, εδώ), κρίνοντας την καψάλεια αντίδραση ως αντικομμουνιστική, ανακοινώνει ελαφρώς πομπωδώς την αποχώρησή του από το σώμα των συνδρομητών. Απορώ: κατά την προσωπική μου άποψη, ένας αναγνώστης που θίγεται από μια ένθερμη (πλην πλήρως εμπεριστατωμένη) αμφισβήτηση των εικονισμάτων αγίων ανωνύμων ή μη, υπήρξε ανέκαθεν εκτός Εντευκτηριαστών. Απλώς δεν το γνώριζε.
Το πολυσέλιδο αφιέρωμα του περιοδικού «ανήκει» στον Πάνο Θασίτη (1923 – 2008) (φωτ.2), τον ολιγογράφο ποιητή και οξυδερκή δοκιμιογράφο και κριτικό, που γραμματολογικά έχει καταχωρηθεί στην «τριάδα των ποιητών της ήττας» (μαζί με τον Μανόλη Αναγνωστάκη και τον Κλείτο Κύρου). Πρόκειται όμως για φωνές ομογάλακτες, όχι όμοιες. Ο Θασίτης υπήρξε πιο νοησιαρχικός αλλά και εκλεκτικός ως προς τις θεωρητικές του ενασχολήσεις και ευκρινείς είναι οι εσωτερικές διαφοροποιήσεις τους ως προς την γλώσσα και την τεχνική αλλά και σε άλλα στοιχεία που εντοπίζει ο Αλέξης Ζήρας. Μεταξύ των υπόλοιπων κειμένων ξεχωρίζει η δια χειρός Μιλτιάδη Δ. Πολυβίου παρουσίαση τεκμηρίων από την πολιτική δράση και τις διώξεις του από μια εποχή «στην οποία το να είσαι αριστερός διανοούμενος δεν ήταν ανέξοδη ρητορική αλλά συνεπαγόταν βαρύ προσωπικό τίμημα».
Στις «Επιστολές στον Πάνο Θασίτη» περιλαμβάνονται [απαντητικά σε αποστολή βιβλίων του] γράμματα και σημειώματα από τους Κοσμά Πολίτη, Αλέξανδρο Αργυρίου, Μελισσάνθη, Γιάννη Ρίτσο (φίλου από τα χρόνια της κοινής τους εξορίας), Οδυσσέα Ελύτη, Στρατή Τσίρκα (είχα ένα ρίγος σχεδόν καφκικό όταν βρέθηκα σ’ ένα γραφείο μ’ αναμμένα όλα τα φώτα, που πολλά ίχνη μαρτυρούσαν πως να τώρα δα δούλευαν άνθρωποι εδώ μέσα), Γιώργο Ιωάννου, Δ. Π. Παπαδίτσα, Μανόλη Αναγνωστάκη. Οι σελίδες συμπληρώνονται από ανέκδοτα ποιήματά του και με απόσπασμα ενός εξ’ αυτών («Η δίκη θα χαθεί») αποχωρώ: Τη στυγερή του αίματος γραμμή/θα σύρω πάλι στον αιθέρα/και θα σαλπίσω προσκλητήριο των αστών./Να βγουν από τα χώματα να εγερθούν/οι αποδεκατισμένες λαϊκές ταξιαρχίες/-μαρμαρωμένα ούρια προδομένα, σημαίες/κατασχισμένες!/Και τη στιγμή που κάνει το σημείο ο ουρανός/και τα πουλιά τα οιωνοφόρα πάρουν φωτιά ψηλά/και καταπέσουν/θα βγάλω από τις μυστικές μου κρύπτες/όλες τις σφραγισμένες μαρτυρίες.
Εδώ η ύλη αλλιώς.
2 Σχόλια to “Εντευκτήριο, τεύχος 90 (Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2010, κυκλοφ. 25 Νοεμβρίου 2010)”