Δεν θα ξεκινήσω από το (αναμενόμενα χορταστικό) αφιέρωμα στον Ρέιμοντ Κάρβερ αλλά από ένα εξαιρετικό κείμενο του Κώστα Λογαρά που κοσμεί το τεύχος («Οι ενοχές ενός αναγνώστη»). Ο συγγραφέας αναρωτιέται πώς γίνεται κάποιοι αναγνώστες να είναι ενημερωμένοι για οτιδήποτε κυκλοφορεί στην αγορά και να εκφράζουν τεκμηριωμένη άποψη, ενώ οι δικές του ντάνες βιβλίων παραμένουν στοιβαγμένες κι αδιάβαστες, προκαλώντας ενοχές. Αν όμως η αναγνωστική συνήθεια αποτελεί εντελώς προσωπική απόλαυση, σκέφτεται, δεν μπορεί να είναι ούτε αγχωτική ούτε ενοχική.
Άλλο είναι η ενημέρωση κι άλλο η κατάκτηση ενός κειμένου· άλλο πράγμα η πληροφόρηση και διαφορετικό η μέθεξη σε μιαν άλλη οπτική. Αυτή η διαδικασία απαιτεί χρόνο, όχι καταναλωτική νοοτροπία και αντίληψη. Δεν είναι δίκαιο λοιπόν να εξομοιώνεται ο αναγνώστης – κοκοράκι με το άλλον, των αργών ρυθμών, που υπογραμμίζει ή κρατάει σημειώσεις, αναστοχάζεται και καταγράφει σκέψεις και σχόλια στο χαρτί, απολαμβάνοντας αργά αργά το κείμενο. Άλλωστε είναι πολύ σημαντικό ν’ ανακαλύψει ο αναγνώστης το tempo που επιλέγει ο συγγραφέας.
Ας γνωρίζει ο εκλεκτός συγγραφέας πως όσα τον απασχόλησαν αποτέλεσαν και δικούς μας προβληματισμούς και πως κι εμείς κάποια στιγμή όχι απλώς αγνοήσαμε τέτοιες σειρήνες αλλά μάθαμε ν’ απολαμβάνουμε και την απάντηση: όχι, εδώ κι ένα μήνα διαβάζω μόνο το εξής βιβλίο… Πόσο μάλλον τώρα που θα έχουμε στο μυαλό μας ετούτο το άτυπο μνημονικό μανιφέστο, να μας θυμίζει πως ένα βιβλίο επιζητεί ιδιαίτερη διαδικασία ανάγνωσης όπως ακριβώς ένα σώμα εξαιρετικής ωραιότητας απαιτεί, αφεαυτού, ιδιαίτερη προσέγγιση στην ερωτική διαδικασία.
Άραγε ο Κάρβερ πώς διαβάζεται; Είναι ένα ζήτημα – αλλά σίγουρα οι τρεις αφιερωματιστές μας δίνουν πολλές ιδέες. Η Μαρία Ξυλούρη τον καλοπιάνει με ένα εκτενές χρονολόγιο και ο Λευτέρης Καλοσπύρος μουτζουρώνεται μέσα στο βρώμικο αμερικανικό ρεαλισμό του συγγραφέα εντοπίζοντας βασικά του στοιχεία: την λανθάνουσα καλοσύνη των χαρακτήρων, το μυθιστορηματικό του παρόν ως κλειστοφοβική σκηνή αλκοολούχων αναθυμιάσεων, τις ιστορίες που θα μπορούσαν να συμβούν στον οποιονδήποτε, την επιλογή του επιθέτου που χρωματίζει το εκμαγείο του λογοτεχνικού ρεαλισμού, τα σπίτια που γίνονται «πισίνες αναμνήσεων και θερμοκήπια δυνητικά λανθασμένων επιλογών». Ο Τάσος Γουδέλης τολμά μια προσωπικότερη ανάγνωστη του συγγραφέα, πράγμα που δικαιούται περισσότερο απ’ όλους εφόσον τιτλοφόρησε κείμενα της τελευταίας του διηγηματικής συλλογής Με τον τρόπο του Ρέιμοντ Κάρβερ και η προαναφερθείσα Μ.Ξ. ολοκληρώνει την κύκλωση του περίφημου διηγηματογράφου ψάχνοντας αυτά που μένουν στα γραπτά του μετά την «απομάκρυνση» του εκδότη – επιμελητή Λις. Μήπως ο Λις μας στέρησε έναν μη καρβερικό Κάρβερ; Αλλά είπαμε: το θέμα είναι να αναμετρηθεί ο καθένας τώρα με την ανάγνωση – και αυτού του συγγραφέα.
Φεύγουμε; Όχι προτού διαβάσουμε ξανά τον δεκάλογο του Νόαμ Τσόμσκι για τις βασικές τακτικές χειραγώγησης της ανθρώπινης δράσης από τους ανάλογους μηχανισμούς (αναδημοσιεύει ο Αλέξης Ζήρας). Προσοχή όμως στα ιδιαίτερα αδιόρατα σημεία 3 και 9: την στρατηγική της σταδιακής εφαρμογής και την ενίσχυση της αυτοενοχής. Τι μας θυμίζουν, τι μας θυμίζουν… [96 σ.]
1 Σχόλιο to “Διαβάζω, τεύχος 515 (Φεβρουάριος 2011)”