Αρχείο για Μαΐου 2011

31
Μάι.
11

Στο αίθριο του Πανδοχείου, 51. Θωμάς Σκάσσης

Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.

Ομολογώ την αμαρτία μου: δεν είμαι από αυτούς που θαυμάζουν κάποια πολύ μεγάλα ονόματα. Έπληξα αφάνταστα διαβάζοντας κάποτε τον Ηλίθιο, το Κόκκινο και το μαύρο, τον Δόκτορα Φάουστους και ορισμένα άλλα. Μπορεί ως άνθρωπος που προσπαθεί κι ο ίδιος να γράψει, να θαύμασα τους συγγραφείς τους και να ζήλεψα το μέγεθος του εγχειρήματος και τον τρόπο με τον οποίο το είχαν φέρει σε πέρας, αλλά ως αναγνώστης κοιτούσα κάθε τόσο να δω πόσες σελίδες απομένουν, γιατί φυσικά δεν επιτρέπεται να αφήσεις στη μέση –προς Θεού!– έναν Ντοστογιέφσκι, έναν Σταντάλ, έναν Μαν. Έχω κάνει όμως κι άλλη αμαρτία: τρεις φορές ξεκίνησα την ανάγνωση του Οδυσσέα (την πρώτη μάλιστα στα αγγλικά, ο αφελής), δύο του Αναζητώντας το χαμένο χρόνο και τα άφησα πριν φτάσω καλά καλά στη μέση. Εδώ όμως υπάρχει μια μεγάλη διαφορά: Τον Τζόυς και τον Προυστ τους φυλάω ως κόρη οφθαλμού για τα γεράματα. Ξέρω ότι θα είναι καλή συντροφιά στις μακρόσυρτες ώρες της απραξίας· μια επιστροφή στη ζωή, όταν όλη η ζωή θα βρίσκεται πια πίσω. Και κάτι ακόμα: τέτοια μυθιστορήματα θέλουν χρόνο και ωριμότητα για να τα απολαύσεις· απαιτείται διαρκής αφοσίωση και όχι βιαστικές επισκέψεις για να σε διαποτίσει ο χρόνος τους.

Έχω όμως κι εγώ τις όχι και τόσο «παλιές» μεγάλες αγάπες μου: τον Μπόρχες, τη Γουλφ, τη Γιουρσενάρ, τον Φουέντες, τον Φώκνερ, τον Κορτάσαρ, τον Κλοντ Σιμόν, τον Μπέκετ, τον Κάφκα, τον Ναμπόκοφ…

Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.

Όρεξη να έχει κανείς να διαβάζει: Ο θάνατος του Αρτέμιο Κρουζ (Κάρλος Φουέντες), Η ιστορία ενός αιχμαλώτου (Στρατής Δούκας), Το κιβώτιο (Άρης Αλεξάνδρου), Οι ακυβέρνητες πολιτείες (Στρατής Τσίρκας), Έξι νύχτες στην Ακρόπολη (Γιώργος Σεφέρης), Μάρτιν ο φαταούλας (Γουίλιαμ Γκόλντινγκ), Η κάθοδος των εννιά, Μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο, (Θανάσης Βαλτινός), Η Ακακία (Κλοντ Σιμόν), Τα απομνημονεύματα του Αδριανού (Μαργκερίτ Γιουρσενάρ), Από το στόμα της παλιάς Ρέμινγκτον (Γιαννης Πάνου), Το τρίτο στεφάνι (Κώστας Ταχτσής), Η αληθινή ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ (Βλάντιμιρ Ναμπόκοφ), Ισμαήλ Φερίκ πασάς (Ρέα Γαλανάκη), Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα (Άλκη Ζέη), Underground ή ένας ήρωας του καιρού μας (Βλάντιμιρ Μακάνιν), Ο μετρ και η Μαργαρίτα (Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ), Η τύφλωση (Ελίας Κανέτι), Η Μικρά Αγγλία (Ιωάννα Καρυστιάνη), Ο φύλακας στη σίκαλη (Τζ. Ντ. Σάλιντζερ), Ο δεύτερος θάνατος του Ραμόν Μερκαντέρ (Χόρχε Σεμπρούν), Ο Ξένος (Αλμπέρ Καμύ)…

Μα πάνω απ’ όλα, το «ευαγγέλιό» μου είναι το Κουτσό του αθάνατου Χούλιο Κορτάσαρ στην εξαιρετική μετάφραση του Κώστα Κουντούρη.

Αγαπημένα σας διηγήματα.

Όλα τα διηγήματα του Μπόρχες. Οι Δουβλινέζοι του Τζόυς, Οι φωνές του Μαρακές του Κανέτι, Οι τρεις γυναίκες του Μούζιλ, ο Μπιντές του Μάριου Χάκκα, τα κομψοτεχνήματα του Ηλία Παπαδητρακόπουλου και του Ε. Χ. Γονατά και φυσικά, ο μέγιστος Βυζιηνός.

Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;

Ο Μισέλ Φάις και ο Χρήστος Χρυσόπουλος για τη δύναμη του λόγου, το χειρισμό της γλώσσας, τον πλούτο του λεξιλογίου τους και τη συνολική θεματολογία και διατύπωση των έργων τους, που αποφεύγουν επίμονα να κολακέψουν το ευρύ κοινό και τις αδυναμίες του και δεν κυνηγούν τη σφραγίδα «ευπώλητο».

Σας ακολούθησε ποτέ κανένας από τους ήρωες των βιβλίων σας; Μαθαίνετε τα νέα τους;

Πριν από μερικά χρόνια, κάποιοι άνθρωποι αποφάσισαν να αφήνουν βιβλία σε δημόσιους χώρους, για να τα παίρνει και να τα διαβάζει δωρεάν όποιος ήθελε. Με συγκίνηση λοιπόν είδα σε σχετικό ρεπορτάζ του «Ταχυδρόμου», μια φωτογραφία με το Βαλσαμωμένο Γάτο μου στην αγκαλιά ενός αγάλματος κοντά στις στήλες του Ολυμπίου Διός. Η συνάντηση ενός μαρμάρινου αγάλματος κι ενός βαλσαμωμένου γάτου θα συγκινούσε άλλωστε κάθε σουρεαλιστή. Μόνο που μελαγχόλησα όταν σκέφτηκα τη βροχή. Τα βιβλία είναι σαν τις γάτες, φοβούνται το νερό.

Έχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας; Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής;

Γράφω στο σπίτι, σε κάποιο σπίτι, ποτέ σε ανοιχτό χώρο ή σε μέρη απ’ όπου είμαι περαστικός. Πρέπει να υπάρχει ησυχία, όσο το δυνατόν λιγότεροι περισπασμοί (κυρίως ηχητικοί), λιγότερα τηλεφωνήματα, λιγότερες υποχρεώσεις, λιγότερο άγχος καθημερινής ενασχόλησης με τα τετριμμένα, αλλά αναγκαία. Το γράψιμο είναι μεγάλη πολυτέλεια· γι’ αυτό και οι πραγματικά μεγάλοι συγγραφείς ήταν απίστευτα εγωιστές: έπρεπε να εξασφαλίσουν πάση θυσία τους όρους αυτής της πολυτέλειας.

Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία; Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;

Δεν παγιδεύω· παγιδεύομαι. Κάποιες σκέψεις έρχονται και ξανάρχονται ώσπου μου γίνονται έμμονη ιδέα. Τότε μόνο αξίζει να γράψει κανείς· όταν έχει πράγματι κάτι να πει, δηλαδή όταν τον καίει κάτι. Γενικώς, μαζεύω στοιχεία, κυρίως αποσπάσματα, φράσεις, εντυπώσεις από αναγνώσματα (βιβλία, εφημερίδες κι άλλα έντυπα), τα καταγράφω σε τετράδια και ξέρω ότι κάποτε θα τα χρησιμοποιήσω ως μαγιά ή τσιμέντο και τούβλα για το χτίσιμο ενός βιβλίου. Και το χτίσιμο αυτό, όταν δεν γίνεται στη σιωπή, συνοδεύεται από κλασική μουσική, μια μουσική που διαστέλλει το χρόνο και δεν τον περιορίζει, μια μουσική που δεν έχει λόγια. Βρίσκω ότι τα λόγια, ακόμα κι αν είναι σε ξένη γλώσσα, απασχολούν ένα κομμάτι του μυαλού, το οποίο εμένα προφανώς δεν μου περισσεύει.

Μια μικρή παρουσίαση/εισαγωγή στο κάθε σας βιβλίο χωριστά.  

Από τα πρωτόλεια διηγήματα της συλλογής Συλλέκτης Αποκομμάτων (1986) ξεχωρίζω το ομώνυμο τελευταίο διήγημα, που αναφέρεται στην κλοπή ενός βιολιού Στραντιβάριους από ένα λάτρη της μουσικής. Τα υπόλοιπα ήταν νεανικές απόπειρες ανεύρεσης ύφους και προσανατολισμού και ως τέτοια δεν παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Ο Βαλσαμωμένος Γάτος (1988) είναι μια νουβέλα για τον αποχαιρετισμό ή τη δυσκολία αποχαιρετισμού (της ζωής, των πραγμάτων που αγάπησε κανείς, και τελικά ενός προσφιλούς συγγενικού προσώπου). Όλα αυτά προκύπτουν από την αφήγηση δύο γυναικών: μιας γηραιάς κυρίας και μιας φοιτήτριας που της κρατάει κάποιες ώρες την εβδομάδα συντροφιά. Οι κουβέντες και οι σκέψεις των δύο ηρωίδων εναλλάσσονται στα 24 κεφάλαια του βιβλίου, μέχρι την τραγική κορύφωση του τέλους, όπου φαίνεται πως ακόμα κι ό,τι έχει «βαλσαμώσει» κανείς, δεν μένει για πάντα – η ζωή συνεχίζει αμείλικτη, αδιάφορη, ανεπηρέαστη το δρόμο της (κι ευτυχώς!).

Το Ελληνικό Σταυρόλεξο (2000) είναι ένα μυθιστόρημα που αναφέρεται στην περίοδο ανάμεσα στις δύο δικτατορίες: του Μεταξά και του Παπαδόπουλου. Ένας δημοσιογράφος ψάχνει στο αρχείο της εφημερίδας στοιχεία για τις ταραγμένες αυτές δεκαετίες που έζησε ο πατέρας του. Το ζήτημα εδώ είναι πώς αντιλαμβάνονται σημαντικά γεγονότα της Ιστορίας όσοι όχι μόνο δεν συμμετείχαν σε αυτά, αλλά δεν τα άκουσαν κι από πρώτο χέρι, οπότε έμαθαν ό,τι έμαθαν μέσα από βιβλία και εφημερίδες. Εκείνο που εντυπωσιάζει τον ήρωα δημοσιογράφο (και αναγνώστη των ιστορικών τεκμηρίων) είναι ο τρόπος που λέγονταν τότε τα πράγματα και τελικά η μετατόπιση του νοήματος των λέξεων μέσα στο χρόνο. Παράδειγμα: στη δεκαετία του ’40 και του ’50 η λέξη «εκτελεστικό» σήμαινε αυτόματα «απόσπασμα», ενώ μετά το ’80 σημαίνει «γραφείο του ΠΑΣΟΚ».

Θα μας συνοδεύσετε ως την θύρα του τελευταίου σας βιβλίου;

Τελευταίο βιβλίο που έγραψα είναι το μυθιστόρημα Το ρολόι της σκιάς (2004), που αναφέρεται στην περίοδο από τη Γαλλική μέχρι την Ελληνική Επανάσταση, δηλαδή 1789-1821, αλλά και λίγο πριν και λίγο μετά. Εδώ ένας συμβολαιογράφος ερασιτέχνης «ιστορικός», φτιάχνει το χρονικό μιας οικογένειας με αφορμή κάποια οικογενειακά κειμήλια που του εμπιστεύεται ένας στενός φίλος του. Κεντρικοί ήρωες είναι ένας ευπατρίδης των Κυθήρων, που ως πρόξενος των μεγάλων δυνάμεων της εποχής άλλαζε στρατόπεδα (Άγγλοι – Γάλλοι), μένοντας όμως πιστός στις ιδέες του Διαφωτισμού και το όραμα μιας ελεύθερης Ελλάδας, κι ένας Κορσικανός αξιωματικός του γαλλικού ναυτικού, ο οποίος μετά την ήττα του Ναπολέοντα εγκαθίσταται οικογενειακά στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα και μετά την ανεξαρτησία της ιδρύει την πρώτη Σχολή εκμάθησης της ναυτικής τέχνης. Το μυθιστόρημα αυτό ήθελε να είναι μια αντίδραση στην ελληνορθόδοξη λατρεία των «ανατολίτικων» ιδεωδών, που κυριαρχεί τα τελευταία χρόνια σε μεγάλη μερίδα της διανόησης. Με δυο λόγια: ο Αριστοτέλης και ο Χάμπερμας, ο Τσιτσάνης και ο Μπαχ, ο Παπαδιαμάντης και ο Προυστ, ο Χαλεπάς και ο Ροντέν ή ο Παρθένης και ο Βαν Γκογκ μπορούν μαζί σε κάνουν απείρως πλουσιότερο απ’ ό,τι αν απορρίπτεις τους μισούς, χωρίζοντάς τους σε δυτικούς και ανατολικούς.

Πώς βιοπορίζεστε;

Πολλά χρόνια έκανα τον δικηγόρο. Κάποια στιγμή διαπίστωσα την απόσταση που χωρίζει το «κάνω» από το «είμαι» δικηγόρος κι έτσι στράφηκα στη μετάφραση λογοτεχνικών έργων από τα αγγλικά και τα γαλλικά. Η αλλαγή αυτή ήταν επιζήμια οικονομικά, αλλά σωτήρια ψυχολογικά. Άλλωστε, η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα, που λέει και το τραγούδι.

Ασχοληθήκατε με την κριτική λογοτεχνίας. Εργαζόσασταν με συγκεκριμένο τρόπο; Σας έκλεβε συγγραφικό χρόνο ή εξαργυρώνεται με κάποιο τρόπο.;

Επί δύο χρόνια έγραφα παρουσιάσεις, όχι κριτικές (δεν έχω την απαιτούμενη σκευή) ξένων μυθιστορημάτων στη Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας. Η παρακολούθηση των πρόσφατων εκδόσεων, η επιλογή βιβλίου, η ανάγνωσή του και το γράψιμο της εκτενούς παρουσίασης απαιτούσαν δυσανάλογα πολύ χρόνο σε σχέση με την πενιχρή αμοιβή που μπορεί να καταβάλει μια εφημερίδα για τέτοιου είδους κείμενα. Έτσι, όταν βιοπορίζεται κανείς από το λόγο, αναγκάζεται να κάνει τις επιλογές του και με αυτό το κριτήριο. Από την άλλη, ο συγγραφικός χρόνος είναι ένα ιδιαίτερα ασταθές μέγεθος, άλλοτε αφόρητα πιεστικό και απαιτητικό κι άλλοτε ανύπαρκτο ή μάλλον εν υπνώσει. Σίγουρα, όσο περισσότερο διαβάζει ένας συγγραφέας τους σπουδαίους ομοτέχνους του, τόσο περισσότερα κερδίζει. Απλώς δεν ξέρει ποτέ πώς και πότε αυτό το κέρδος θα μετουσιωθεί σε έργο.

Ασχολείστε επισταμένα με την μετάφραση λογοτεχνίας. Σας κλέβει συγγραφικό χρόνο ή εξαργυρώνεται με κάποιο τρόπο; Τι είδους σχέση συνδέει τον μεταφραστή και τον συγγραφέα που ο πρώτος μεταφράζει; 

Η μετάφραση είναι μεγάλο σχολείο, που σου δίνει πολύτιμα μαθήματα λόγου, ιδίως όταν ο συγγραφέας του πρωτοτύπου είναι όντως σπουδαία πένα. Εξάλλου, ο μεταφραστής είναι, όπως λένε, ο καλύτερος αναγνώστης ενός βιβλίου, άρα παίρνει και περισσότερα.

Ποιο ήταν το βιβλίο που σας παίδεψε περισσότερο από μεταφραστική άποψη και ποιο απολαύσατε περισσότερο;

Ένα και το αυτό: η Ακακία του νομπελίστα Κλοντ Σιμόν. Ένα συγκλονιστικό εν πολλοίς αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, όπου το βίωμα μεταφέρεται μέσω ενός ιδιόμορφου μακροπερίοδου λόγου, δίνοντας στον αναγνώστη μια πραγματικά νέα εμπειρία χρονικής (και γλωσσικής) ροής. Το συνιστώ ανεπιφύλακτα στους απαιτητικούς αναγνώστες, όπως και το Τραμ του ίδιου συγγραφέα από τον ίδιο μεταφραστή, αλλά και το Δρόμο της Φλάνδρας σε μετάφραση Πατρ. Βελλιανίτη και Π. Παπαδόπουλου.

Αγαπημένο σας ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό, «ενεργό» ή μη; Κάποιες λέξεις για τον λόγο της προτίμησης;

Θα έλεγα ότι η δική μου γενιά, οι γεννημένοι στη δεκαετία του ’50, αλλά και μετά, σημαδεύτηκε από το Δέντρο και τη Λέξη. Θαυμάζω την επιμονή και την υπομονή των φίλων (Μαυρουδής-Γουδέλης και Φωστιέρης-Νιάρχος) που τα εκδίδουν. Έχουν προσφέρει βήμα σε πολλούς νέους και δεν έχουν αφήσει να ξεχαστούν πολλοί «παλιοί». Εδώ και δεκαετίες ανακατεύουν γόνιμα τα νερά της λογοτεχνίας, που έχουν την τάση να λιμνάζουν, προσφέρουν υψηλής ποιότητας πολιτιστικό προϊόν και –το σημαντικότερο– δημιουργούν καινούργιους αναγνώστες. Τι άλλο να ζητήσει κανείς;

Αν είχατε σήμερα την πρόταση να γράψετε μια μονογραφία – παρουσίαση κάποιου προσώπου της λογοτεχνίας ή γενικότερα ποιο θα επιλέγατε;  

Θα έγραφα για τον Αλκιβιάδη. (Έχω γράψει ήδη ένα διήγημα με τίτλο Η ευθύγραμμη πτήση του ορτυκιού, που δημοσιεύτηκε στα Νέα στις 30.8.2008 – το αναφέρω γιατί μπορεί όποιος θέλει να το βρει στο Ίντερνετ). Αν διαβάσει κανείς αυτά που έχουν γραφτεί για τη ζωή του, θα ανακαλύψει πολλά χαρακτηριστικά του σύγχρονου Έλληνα και μαζί μια απόδειξη της συνέχειας της φυλής, για την οποία ερίζουν πολλοί: υπερφίαλος, εγωπαθής, ασταθής, μεγαλομανής, πανούργος, ικανότατος, είρωνας, δημαγωγός, καλοπερασάκιας, αποφασιστικός, ριψοκίνδυνος…

Πώς και δεν γράψατε ποίηση;

Αν αληθεύει αυτό που λένε, ότι δηλαδή όλοι οι Έλληνες γράφουν ποίηση, τότε φαίνεται πως δεν είμαι αρκετά Έλληνας.

Αν με ρωτούσατε πού αποδίδω την συγγραφική σιωπή σας (όσον αφορά κάποιο μυθιστόρημα) θα έλεγα στην αναμονή ενός λόγου που περιμένει την πλήρη απόσταξή του για να γραφτεί, σε συνέπεια και με την ποιότητα των προηγούμενων (βιβλίων). Πόσο μέσα ή έξω έπεσα;

Εντελώς μέσα! Υπάρχει βέβαια και ο παράγοντας του βιοπορισμού, ο οποίος τα τελευταία χρόνια δεν μου επιτρέπει την πολυτέλεια που λέγαμε παραπάνω.

Τι διαβάζετε αυτό τον καιρό;

Δυστυχώς μόνο ό,τι μεταφράζω. Ύστερα από δέκα-δώδεκα ώρες καθημερινής ενασχόλησης (και τα Σαββατοκύριακα) με τη μετάφραση, το μόνο που μπορώ να κάνω μετά είναι να αποβλακώνομαι μπροστά στην τηλεόραση, αυτόν τον αμείλικτο εχθρό της λογοτεχνίας.

Τι γράφετε τώρα;

Αυτό τον καιρό τίποτα. Όσο ζω όμως, ελπίζω. 

Κάποια ερώτηση που θα θέλατε να σας κάνουμε μα σας απογοητεύσαμε;

Λένε πως η ζωή ξεπερνάει τη λογοτεχνία. Ποια είναι η γνώμη σας;

Ε, απαντήστε την!

Για να γράψεις πρέπει να έχεις ζήσει. Όταν γράφεις πρέπει να μη ζεις. Γράφοντας όμως ζεις μια δεύτερη ζωή.

Αυτά και σας ευχαριστώ για το χώρο που μου διαθέσατε.

29
Μάι.
11

Λογοτεχνείο, αρ. 95

Πέτρος Αμπατζόγλου, Ισορροπία τρόμου, εκδ. Εγνατία, [Σειρά: Τραμ/Λογοτεχνία, 28.], β΄ έκδ., 1978, σ. 115-116.

Είμαι μεγάλος στα χρόνια, της είπα ξαφνικά χωρίς πρόλογο, τα μαλλιά μου έφυγαν και φαίνεται το κρανίο, ναι, είμαι μεγάλος στα χρόνια αλλά εγώ θέλω να παίξω, μεγάλωσα χωρίς κανείς να με ρωτήσει, κι εγώ θέλω να με ρωτούν για όλα όσα πρόκειται να πάθω. Και τι ήταν τα παιδικά μου χρόνια; Ένας μικρός κήπος με έναν ευκάλυπτο, σαύρες και σαλιγκάρια και σπασμένα παιχνίδια. Συλλογές από αράχνες και μια φράση σαν διαταγή «πρέπει να είσαι καλό παιδί». Τι ήταν τα εφηβικά μου χρόνια; Ένα κορίτσι μ’ ένα πράσινο φόρεμα και μια δύστροπη γάτα. Σκοτωμένοι άντρες στην επανάσταση, όλοι ριγμένοι στα ρείθρα. Γυναίκες στα μπορντέλα που με μάθανε να είμαι αρσενικό αλλά όχι άντρας. Τίποτα άλλο. (…)

Βλέπετε, αυτή τη στιγμή δεσποινίς, δεν έχω τίποτα, είμαι ένα βρέφος που στηρίζει τις ελπίδες στα γεράματα. Τα αισθήματα μου κι οι επιθυμίες μου είναι σταθερές, αλλά δεν ξέρω πια σε τι χρησιμεύει αυτή η σταθερότητα. Έγραψα μερικά ποιήματα, αλλά έχω τεχνικές δυσκολίες που εμποδίζουν τη μετάδοση της συγκίνησης που νιώθω όταν γράφω. Οι συγκινήσεις μου είναι συγκροτημένες, αλλά οι λέξεις κάνουν ό,τι θέλουν, αποκτούν θα έλεγα μια προκλητική αυτοτέλεια προδίνοντας τη συγκίνηση και λέγοντας άλλα αντ’ άλλων. Να πουλήσω το μαγαζί; Ίσως αυτό βοηθήσει την τεχνική μου. Όμως πρέπει να βρεθεί ένα πρόσωπο που να τ’ αγαπώ και να μ’ αγαπά και να με σπρώξει σ’ αυτή την απόφαση. Αυτό το πρόσωπο πρέπει να μ’ αγαπά πολύ αλλά να μην ενδιαφέρεται και για την πιθανή καταστροφή μου. Όπως καταλαβαίνετε, αυτό είναι παράλογο.

Μνήμη Τάσου Χατζητάτση




Μαΐου 2011
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 1
2345678
9101112131415
16171819202122
23242526272829
3031  

Blog Stats

  • 1.132.922 hits

Αρχείο