Μορντεκάι Ρίχλερ, Ο Σόλομον Γκάρσκυ ήταν εδώ, εκδ. Πόλις, 2000, μτφ. Κατερίνα Γεωργαλλίδη – Στρατής Μπουρνάζος, σ. 272 [Mordecai Richler, Solomon Garsky was here, 1989].
Oνειρεύτηκε ότι βρισκόταν ξανά στη Νέα Ορλεάνη μαζί με την Μπεατρίς, μόνο που αυτή τη φορά δεν εξαφανίστηκε μετά το γεύμα για να επιστρέψει στο ξενοδοχείο σε αθλία κατάσταση, τρεις ώρες αργότερα. Τούτη τη φορά πήγαν στο Πρεζερβέισον Χολ όπου ηλικιωμένοι μαύροι μουσικοί με ευγενική φυσιογνωμία έπαιζαν λιγάκι βαριεστημένα το συνηθισμένο τους πρόγραμμα, μέχρι που ένας αλέγρος μικροκαμωμένος λευκός άντρας ακούμπησε το μπαστούνι του από ζαχαροκάλαμο στην τοίχο κι έκατσε στο πιάνο, χτυπώντας το πόδι του ρυθμικά Ένα, δύο, τρία, τέσσερα…και ξαφνικά η μπάντα απογειώθηκε, παραδιδόμενη ολοένα και περισσότερο στη σαγήνη του ξένου. Ο Μόζες, έχοντας επιτέλους το αντικείμενο της αναζήτησής του μπροστά μάτια του – λίγο ακόμα και θα τον ακουμπούσε – προσπάθησε να τον αγγίξει, μα τα πόδια του μοιάζαν σαν βιδωμένα στο πάτωμα. Δεν μπορούσε να κάνει βήμα. Ύστερα, τη στιγμή που ανακτούσε τον έλεγχο των άκρων του, ο χαρωπός πιανίστας άρχισε σιγά σιγά να αργοσβήνει, κι ο Μόζες ξύπνησε αλαφιασμένος, μούσκεμα στον ιδρώτα.
1 Σχόλιο to “Λογοτεχνείο, αρ. 132”