Στο αίθριο του Πανδοχείου, 142. Παύλος Κάγιος

pavlos-xathΠερί γραφής

Θα μας συνοδεύσετε ως την θύρα των βιβλίων σας;

Η αρχή  έγινε το 1971 όταν ήμουν 19 χρονών όπου πρώτο-δημοσιεύτηκε το διήγημά μου «Προσπαθώντας» από τις  εκδόσεις Κάλβος στο βιβλίο Διήγημα 1971. Ακολούθησαν σποραδικές δημοσιεύσεις σε περιοδικά. Το 1995 εκδόθηκε το πρώτο μου μυθιστόρημα «Και ξαφνικά χιόνισε χρόνια». Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα «Σε είδα  να’ σαι αόρατος» -2000- «Δεν υπάρχει ελευθερία μακριά σου» -2005-«Και με κλειστά μάτια θα βλέπω»-2009- «Μη μ’ αφήσεις να χαθώ» -Δεκέμβρης 2013. Όλα από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Θα μοιραστείτε μια μικρή παρουσίαση – εισαγωγή στο κάθε σας βιβλίο χωριστά (είτε σε μορφή επιγραμματικής παρουσίασης, είτε γράφοντας για το πότε, πώς, υπό ποιες συνθήκες και ποιους πόθους συνεγράφησαν);

b14273Το  διήγημα «Προσπαθώντας» το 1971, τότε που ήμουν 19 χρονών και μόλις είχα βγει από τη Σωτηρία όπου έμεινα ένα χρόνο άρρωστος από φυματίωση. Τα χρόνια πέρασαν γράφοντας σποραδικά ποιήματα και προσπαθώντας να βγάλω τον επιούσιο δουλεύοντας και σπουδάζοντας. Από το 1984 μέχρι το 2010 εργαζόμουν στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ ως μόνιμος συντάκτης στο  καλλιτεχνικό ρεπορτάζ –με ειδικότητα στο σινεμά. Ώσπου το 1991, ένα τροχαίο ατύχημα στο οποίο  χάθηκε ο καλύτερος φίλος μου, ο Λευτέρης Κυπραίος, κι εγώ «πήγα και ήρθα», με έκανε να πω: Ή τώρα, ή ποτέ. Έτσι άρχισα να γράφω το πρώτο μου μυθιστόρημα, το «Και ξαφνικά χιόνισε χρόνια», που εκδόθηκε το 1995 από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Τον Θανάση Καστανιώτη τον είχα γνωρίσει από τον Λευτέρη Κυπραίο, την εποχή που έβγαζε το περιοδικό Μετρό της χαρισματικής και χαμένης –επίσης – Λουκίας Ρικάκη. Το «Και ξαφνικά χιόνισε χρόνια» έκανε 13 εκδόσεις  και μου έδωσε μεγάλη χαρά, όχι γιατί έγινε μπεστ-σέλερ, αλλά γιατί μου πρόσφερε τη χαρά να «επικοινωνήσω»  με τόσο κόσμο.

Το δεύτερο μυθιστόρημά μου, το «Σε είδα να ’σαι αόρατος»,  κυκλοφόρησε το 2000. Είναι η ιστορία μιας παρέας αθηναίων φίλων που αποφασίζουν να μείνουν όλοι στην ίδια πολυκατοικία στο Κεραμεικό.

Το τρίτb42052ο μυθιστόρημά μου, το «Δεν υπάρχει ελευθερία μακριά σου», κυκλοφόρησε το 2005. Είναι η ιστορία ενός μεγάλου έρωτα που «καίγεται». Και τα τρία πρώτα μυθιστορήματά μου είναι αφιερωμένα στη μνήμη του Λευτέρη Κυπραίου, του φίλου που με σημάδεψε η γνωριμία μου μαζί του. Τα εξώφυλλα τα έχει επιμεληθεί η ζωγράφος Μαρίλη Ζαρκάδα.

Το τέταρτο μυθιστόρημά μου, το «Και με κλειστά μάτια θα βλέπω», κυκλοφόρησε το τέλος του 2009. Είναι αφιερωμένο στους γονείς μου. Είναι μια μυθιστορηματική μυθοπλασία της ζωής τους –από τα χρόνια του Μεσοπολέμου μέχρι τις αρχές  του 21ου αιώνα. Τολμώ να πω πως θέλω να είναι και η ιστορία  των φτωχών και αφανών ηρώων της σκληρής καθημερινότητας της  Ελλάδας. Των ανθρώπων που έγραψαν την αληθινή ιστορία αυτής  της χώρας.

Το πέμπτο μυθιστόρημά μου, το «Μη μ’ αφήσεις να χαθώ», κυκλοφόρησε το Νοέμβρη του 2013. Όλα έχουν εκδοθεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη. «Μη μ’ αφήσεις να χαθώ» μου είπε η μάνα μου το 2010, αλλά ύστερα από λίγες μέρες έφυγε από τη ζωή . Στη μνήμη της μάνας μου, της μούσας της ζωής μου, έχω αφιερωμένο αυτό το βιβλίο μου.

b88964Από το 1973 μέχρι σήμερα, πάνε 40 χρόνια. Τα πρώτα, μετά  την Μεταπολίτευση του ’74, ήταν χρόνια αθωότητας, αγώνων, πάθους, αλλά και κρυμμένων, από τους ίδιους του εαυτούς μας, μυστικών…  Μετά ήρθε η ενηλικίωση και τα χρόνια της ευθύνης που αρκετοί από μας τα τραβήξαμε με βερμπαλιστική και βολική ανευθυνότητα. Αυτά τα 40 χρόνια που είναι τα πιο ώριμα και συνειδητά της ζωής μου, ξεδιπλώνονται στο «Μη μ’ αφήσεις να χαθώ». Μέσα τους είμαι εγώ και η δικιά μου Ελλάδα  όπως έχει περάσει στη μνήμη μου. Σαράντα χρόνια που κύλησαν σα νερό. Επειδή όμως, «το νερό έχει μνήμη», όπως λέει κι ένας ήρωας του μυθιστορήματος, θέλησα αυτό το βιβλίο να είναι το ψυχογράφημα μιας εποχής και να  αναδύει τη ρέουσα μνήμη της ψυχής μου. Τώρα που εκδόθηκε, νιώθω πως μέσα σ’ αυτό το βιβλίο υπάρχει όλη η μνήμη μου. Όλα είναι εδώ. Και αυτά που έζησα και  οι δικοί μου άνθρωποι  που χάθηκαν…

ΜΗ Μ ΑΦΗΣΕΙΣ ΝΑ ΧΑΘΩ 5628-1Νιώθω λες και  επί σαράντα χρόνια «ζωγραφίζαμε» ένα πορτραίτο που –δυστυχώς…- τα αποκαλυπτήριά του έγιναν το 2010 όταν ξέσπασε η κρίση. Από κείνη  τη χρονιά  άρχισε να  ξεδιπλώνεται μπροστά μας ο λογαριασμός των πράξεών μας….Στα  τέσσερα χρόνια που έγραφα το βιβλίο μου, αυτές οι  δεκαετίες  της Μεταπολίτευσης έρχονταν στο νου μου λες και τις ζήσαμε σαν να ήμασταν  διχασμένες  προσωπικότητες, προσπαθώντας να συνταιριάξουμε τα αταίριαστα –και μέσα μας και γύρω μας. Τη φτώχεια με την καλοπέραση και τον ξαφνικό «πλούτο», την ηθική με την ανηθικότητα, τον ελεύθερο έρωτα με τις οικογενειακές παραδόσεις, την αγάπη με το συμφέρον, την επανάσταση με την συντήρηση, την πολιτική ανατροπή με το βόλεμα, τον αληθινό εαυτό μας με το φτιαχτό κοινωνικό μας προφίλ. Ένα παιχνίδι που από ένα σημείο και μετά, ιδίως μετά το 1981, νομίζω ότι έγινε  η δεύτερη φύση μας και  το παίζαμε για να γίνουμε «πετυχημένοι», άκαρδοι, ξιπασμένοι.

Ήρωες του βιβλίου είμαι εγώ,  κι ο κόσμος που έζησα –εμείς, θέλω να πιστεύω.  Τα όνειρα μας, οι αγώνες μας, οι αλήθειες και τα ψέματά μας, οι συμβιβασμοί μας και τα λάθη  μας. Δεν ήθελα να χαρίζεται σε κανένα μας η ιστορία, αλλά, δεν ήθελα να ρίχνει και «ανάθεμα» σε κανένα. Μιλάει με αγάπη για τους ήρωες  του και για τη  χώρα μας που είχαμε όνειρα πολλά μα χαθήκαμε στα γρανάζια της διαπλοκής, της υποκρισίας, του συμφέροντος, της διαφθοράς… Γι αυτό και παραδοθήκαμε αμαχητί στους ξένους που εισβάλανε με …ορμή  το 2010.  Από τότε, έχουμε ντυθεί την αγωνία του πότε θα πυροβολήσουν και ζούμε πανικόβλητοι, όπως και οι ήρωες του βιβλίου…

Αισθάνομαι πως  όσο κι αν φLeo-Tolstoyωνάζουμε: ΜΗ Μ’ ΑΦΗΣΕΙΣ ΝΑ  ΧΑΘΩ η αλήθεια και το ψέμα, είμαστε εμείς.  Μόνο αν τολμήσουμε να  ψάξουμε να βρούμε τον  λησμονημένο μας  εαυτό και τις  ξεχασμένες αλήθειες μας μπορεί να μη χαθούμε…

Έχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;

Φυσικά. Όταν έχεις διάθεση, ο τόπος «υπακούει» σε αυτή, ή, και το αντίθετο, ο τόπος σου προκαλεί τη διάθεση.

Σας ακολούθησε ποτέ κανένας από τους ήρωες των βιβλίων σας; Μαθαίνετε τα νέα τους;

Πάντα. Όλοι οι ήρωες, όλων των βιβλίων μου, με ακολουθούν. Όλοι οι ήρωες «είμαι εγώ» ή αυτό που «δεν θα ήθελα να είμαι». Μαθαίνω νέα τους και τη μια χαίρομαι, την άλλη λυπάμαι για το πώς πάνε στη ζωή τους. Τι περισσότερες φορές, όμως, αυτοί είναι που συμβουλεύουν εμένα τι να κάνω στη ζωή μου…

22695_seferisΠοιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;

Το ορμητήριό μου, θα έλεγα, είναι στα Βίλια, στο εξοχικό που έχω εκεί με τα αδέλφια μου. Ένα χωριό της Αττικής που έχει «χαλάσει» λίγο σε σχέση με πολλά άλλα της πρωτεύουσας . Είναι μια ώρα από την Ομόνοια στην οποία ζω και δεν την αλλάζω με  καμιά άλλη περιοχή της Αθήνας, αλλά έχεις την αίσθηση , ιδίως το χειμώνα, ότι είσαι στον …παράδεισο. Έτσι, «παράδεισο», προσφωνούσε τα  Βίλια η μάνα μου. Και να σημειώσω ότι τυχαία βρεθήκαμε εκεί, δεν έχουμε καταγωγή από εκεί. Η Έλλη Λαμπέτη που καταγόταν από εκεί κι ήταν η αγαπημένη μου ηθοποιός, και μια εκδρομή που είχα κάνει όταν πήγαινα στο Δημοτικό στο Πόρτο Γερμενό,  στάθηκαν οι αφορμές να φτάσουμε εκεί. Άσε που το σπίτι μας είναι στην οδό Έλλης Λαμπέτη κι αυτό το θεώρησα «σαμαδιακό»…

fdΕργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία; Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;

Δεν θα έλεγα κάτι τέτοιο… Η μουσική ναι, μου αρέσει να έχω συντροφιά τη μουσική όταν γράφω. Θυμάμαι πως  τα πρώτα τρία βιβλία μου τα έγραψα με τα σάουντρακ της μουσικής που έχει γράψει ο Ζμπίγκιεφ Πράισνερ για τις ταινίες του Κριστόφ Κισλόσφκι «Η διπλή ζωή της Βερόνικα», «Μπλε», «Κόκκινη», «Άσπρη».

Ποιες είναι οι σπουδές σας και πώς βιοπορίζεστε; Διαπιστώνετε κάποια εμφανή απορρόφηση των σπουδών και της εργασίας σας στη γραφή σας (π.χ στην θεματολογία ή τον τρόπο προσέγγισης);

Tasos Livaditis1Οι μόνες σπουδές που έχω κάνει είναι για τη σκηνοθεσία κινηματογράφου. Κατά τ’ αλλά θα έλεγα πως είμαι «αυτοδίδακτος». Επί 30 χρόνια δημοσιογραφούσα. Έγινα δημοσιογράφος από την αγάπη μου στο σινεμά –και την ανάγκη να επιζήσω. Θυμάμαι πως ο Βασίλης Ραφαηλίδης, ο δάσκαλός μου, μου είχε πρώτο-προσφέρει αυτή την ευκαιρία. Και σε μένα και στον Λευτέρη Κυπραίο. Στην δημοσιογραφία, πάντως, χρωστάω πολλά, μέσα από αυτή, έμαθα να γράφω συγκεκριμένα, να μην «χάνομαι», να γίνομαι λιτός και ουσιαστικός στο λόγο.

Γράψατε ποτέ ποίηση – κι αν όχι, για ποιο λόγο;

Η ποίηση είναι η μεγάλη μου αγάπη. Με ποίηση ξεκίνησα να γράφω. Ποιητές είναι οι  λατρεμένοι συγγραφείς. Η ποίηση είναι η μεγαλύτερη μορφή τέχνης .

Αν είχατε σήμερα την πρόταση να γράψετε μια μονογραφία – παρουσίαση κάποιου προσώπου της λογοτεχνίας ή γενικότερα ποιο θα επιλέγατε;  

R.M.RilkeΤη ζωή του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη. Τη «κρυφή» ζωή –όπως είναι στη ψυχή μου…- του Κριστόφ Κισλόσφκι. Την αφανέρωτη ζωή άσημων ποιητών, λογοτεχνών που έγραφαν μα ποτέ δεν δημοσίευσαν τίποτα.

Τι γράφετε τώρα; 

Μόλις τελείωσα το πέμπτο μυθιστόρημά μου «Μη μ’ αφήσεις να χαθώ» που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Τώρα έχω καταπιαστεί με  τα ποιήματα που  έχω γράψει τα 40 τελευταία χρόνια της ζωής μου.  Δουλεύω στο μυαλό μου το επόμενο μυθιστόρημά μου που θα είναι γύρω από τους «κληρονόμους»…

Περί ανάγνωσης

Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.

Ο ΦιοSH and Watson 1ντόρ Ντοστογιέφσκι νιώθω να είναι το Α και το Ω στη λογοτεχνία. Όπως και ο Γιώργος Σεφέρης στην ποίηση. Η συναισθηματική αδυναμία μου, όμως, είναι ο Τάσος Λειβαδίτης.

Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.

Όλα τα βιβλία του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, οι ελληνικές αρχαίες τραγωδίες, ο Λέων Τολστόι, πολλά βιβλία του Φίλιπ Ροθ, ο «Υπνοβάτης» της Μαργαρίτας Καραπάνου,  ο Τζόναθαν Κόου στο «Τι ωραίο πλιάτσικο»

Αγαπημένα σας διηγήματα.

Τα διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, του Γιώργου Ιωάννου. Και από ξένα «Τα γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή» του Ρίλκε.

riley-krug-philip-rothΑγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας.

Ο Ρασκόλνικοφ στο «Έγκλημα και τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι, η Σκάρλετ Ο’ Χάρα στο «Όσα παίρνει ο άνεμος» της Μάργκαρετ  Μίτσελ.  Ο Σέρλοκ Χολμς και ο φίλος του γιατρός Γουάτσον.

Τι διαβάζετε αυτό τον καιρό;

Το μυθιστόρημα «Το θέατρο του Σάμπαθ» του Φίλιπ Ροθ, τη «Τέλεια γαλήνη» του Άμος Όζ, τα ποιήματα «Υπερώον» του Γιάννη Ρίτσου,  «Περιπέτειες ενός τυφλού» της Ιουλίας Τόλια και τη «Μέρα που χάθηκε μέσα σε μια άλλη» του Πέτρου Μπιρμπίλη.

Διαβάζετε λογοτεχνικές παρουσιάσεις και κριτικές; Έντυπες ή ηλεκτρονικές; Κάποια ιδιαίτερη προτίμηση στις μεν ή (και) στις δε;

Άμα πέσουν στα χέρια μου ναι, όχι συστηματικά.

Θα μας γράψετε κάποια ανάγνωση σε αστικό ή υπεραστικό μεταφορικό μέσο που θυμάστε ιδιαίτερα;  [μέσο – διαδρομή – βιβλίο – λόγος μνήμης]

Ιnside LLeyn DavisΤη «νεκρή Ευρώπη» του Χρήστου Τσιόλκα στη διαδρομή με λεωφορείο Αθήνα-Θεσσαλονίκη που στάθηκε αφορμή να γνωρίσω τη φίλη μου, κατόπιν, Κατερίνα Γεωργιάδου.  Παλαιότερα η «Αρχαία σκουριά» της Μάρως Δούκα στη διαδρομή με καράβι  Ηράκλειο-Σαντορίνη, η «Χαμένη άνοιξη» του Στρατή Τσίρκα  στη διαδρομή με καράβι Πειραιάς –Αμοργός.

Περί αδιακρισίας

Παρακολουθείτε σύγχρονο κινηματογράφο ή θέατρο; Σας γοήτευσε ή σας ενέπνευσε κάποιος σκηνοθέτης, ταινία, θεατρική σκηνή;

Ο κινηματογράφος «είναι η ζωή μου». Φέτος συγκινήθηκα πολύ με το φιλμ των αδελφών Κοέν «Ιnside LLeyn Davis», «Nebraska» του Αλεξάντερ Πέιν, «Miss Violence» του Αλέξανδρου Αβρανά. Στο θέατρο είδα την πολύ ωραία παράσταση  «Η εκδοχή του Μπράουνινγκ» του Τέρενς Ράτιγκαν στο θέατρο Εμπορικόν με τον Δημήτρη Καταλειφό.

important-c-est-d-aimer-1975-09-gΟι εμπειρίες σας από το διαδικτυώνεσθαι;

Το ίντερνετ και το διαδίκτυο γενικότερα, είναι μεγάλη  ανακάλυψη. Μπορείς  να  έχεις όλου του κόσμου τις πληροφορίες και να μαθαίνεις τα πάντα, πέρα από «κέντρα μεγάλων αποφάσεων και συμφερόντων»,  κάνοντας ένα κλικ. Χρειάζεται, βέβαια, να  διασταυρώνεις αυτές τις ειδήσεις και τη γνώση.

Αν κάποιος σας χάριζε την αιώνια νιότη με αντίτιμο την απώλεια της συγγραφικής ή αναγνωστικής σας ιδιότητας, θα δεχόσασταν τη συναλλαγή;

Όχι. Το διάβασμα και το γράψιμο –κατά συνέπεια και η σκέψη, η αγωνία και η αναζήτηση… – είναι η ζωή μου. Τι να την κάνω την «αιώνια νεότητα» έτσι ωραία, μα άδεια αν δεν είχα το μυαλό μου. Δεν θα ήταν σκέτη πλήξη;

pkΚάποια ερώτηση που θα θέλατε να σας κάνουμε μα σας απογοητεύσαμε; Απαντήστε την!

Που «κρύβεται» η ουσία της ζωής;

«Στο απλό η πληρότητα. Κι όπως λέει ο Δημήτρης , ο ήρωας του μυθιστορήματός  μου  «ΜΗ Μ’ ΑΦΉΣΕΙΑ ΝΑ ΧΑΘΩ» στο φινάλε του βιβλίου :Για να σωθείς/Πρέπει πρώτα να χαθείς/Για να γελάσεις/Πρέπει πρώτα να κλάψεις/Για να ζητάς τα ρέστα/Πρέπει πρώτα να πληρώσεις/Για να αναστηθείς/Πρέπει πρώτα να πεθάνεις./ Μόνο οι βρυκόλακες και «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνουν.

Στις εικόνες: Leo Tolstoy, Γιώργος Σεφέρης, Fyodor Dostoyevsky, Τάσος Λειβαδίτης, Rainer Maria Rilke, Sherlock Holmes & Dr. Watson, Philip Roth και καρέ από τα Ιnside LLeyn Davis και L’ important c’ est d’ aimer, αγαπημένες ταινίες του συγγραφέα.

Rainer Maria Rilke / Lotte Pritzel – Κούκλες

Rilke_Puppen_Ex_medΤα άβουλα κέρινα σώματα

Συλλογική έκδοση με τις 16 αυθεντικές λιθογραφίες

Ψυχές, εσείς, όλων μας τω μοναχικών παιχνιδιών, των περιπετειών μας όλων· ως εσύ απλοϊκή και καλότροπη της μπάλας, ψυχή της οσμής των ψηφίδων του ντόμινο, ψυχή αστείρευτη του εικονογραφημένου βιβλίου. Ψυχή της σάκας που συχνά σε κοιτούσαμε δύσπιστοι κάπως, γιατί ήσουν τόσο ανοιχτή, […] ανήκοη ψυχή της καλής μας τρομπέτας: πόσο αξιαγάπητες ήσασταν όλες, πόσο απτές σχεδόν. Μονάχα εσύ, ψυχή της κούκλας, μόνο για σένα δεν γινότανε κανένας να πει πού αλήθεια ήσουν. [σ. 25]

5675_1_PritzelPuppenbuchΚούκλες: παρούσες στα παιδικά βάθη της ηλικίας, μάρτυρες των πάντων και καθ’ όλη την ημέρα, συνένοχες και μυημένες στις ακατονόμαστες παρθενικές εμπειρίες των κατόχων τους, συγκάτοικες στις καγκελόφρακτες κούνιες τους, σφιχτοδεμένες κατά τους νυχτερινούς πυρετούς τους. Ακόμα και το σκαιότερο φέρσιμό μας το νιώθουν πάνω τους σαν χάδι. Βέβαια από μια πλευρά δεν έκαναν το ελάχιστο, παρά αφήνονταν να (τις) ονειρευτούν, περνώντας άκοπα της ημέρες τους, ζώντας με τις δυνάμεις των άλλων. Κάποια σίγουρα θα μας είχε εξοργίσει και θα έμενε «ξεγυμνωμένη εμπρός μας σαν αποτρόπαιο αλλότριο σώμα που σπαταλήσαμε πάνω του την πιο άδολή μας θέρμη· σαν τυμπανιαίο πτώμα ψιμιθιωμένο πρόχειρα που αφέθηκε στο ξεχείλισμα της στοργής μας κι ύστερα ξεβράστηκε κι αποξεχάστηκε στις καλαμιές». Μας ήταν ανάγκη να έχουμε τέτοια πράγματα, πρόθυμα να υποστούν το καθετί. κι εμείς με τη σειρά μας να φαινόμαστε ισχυροί, καθώς εκείνη δεν αντιδρούσε διόλου, παρά ενεργούσαμε εμείς για λογαριασμό της.

Τότε εκείνη σιωπούσε, όχι αrilke_colour_by_brasci-d4cmb2vπό ανωτερότητα, σιωπούσε γιατί έτσι υπεξέφευγε πάντα, γιατί ήταν από μια στόφα ανώφελη και ακαταλόγιστη πλήρως – σιωπούσε και ούτε καν της περνούσε η σκέψη να βγάλει ένα κέρδος απ’ αυτό, να διεκδικήσει σημασία ανώτερη σ’ έναν κόσμο όπου η μοίρα, μάλιστα ο Θεός ο ίδιος, είναι περίφημοι πρωτίστως γιατί μας απαντούν με τη σιωπή τους. [σ. 17]

 Οι σκέψεις του Ρίλκε, γραμμένες με μια πυκνή ποιητικότητα από την μία νοσταλγούν την πεπερασμένη εποχή του αθώου μας εαυτού και από την άλλη φιλοσοφούν εκ νέου πάνω σε μια σχέση που πιθανώς έχει πλάσει αυτό που είμαστε σήμερα. Ο Αυστρογερμανός ποιητής εμπνέεται από τις ιδιαίτερες Κούκλες για Βιτρίνα της Γερμανίδας κουκλοποιού, εικονογράφου και ενδυματολόγου Λόττε Πρίτσελ, η οποία στις αρχές του εικοστού αιώνα και στο κλίμα του κινήματος της Puppenreform και των εκθέσεων καλλιτεχνικής κουκλοποιίας, δημιούργησε μια σειρά από κέρινες ενήλικες κούκλες με εξαϋλωμένα χαρακτηριστικά και αισθησιακά κοστούμια. Η Πρίτσελ εμπνεόταν από θεατρικές και χορευτικές παραστάσεις, γιορτές μεταμφιεσμένων κ.ά.

Lotte Pritzel und eine ihrer PuppenΗ κάποτε αλλόκοτη, αναμφίβολα αισθησιακή και μελαγχολικά ερωτική αίγλη των αυτών των κέρινων γυναικών σαφώς παρέπεμπαν και στον Ώμπρεϋ Μπήρντσλεϋ, ηγετική φυσιογνωμία του Αισθητισμού και σημαντικού καλλιτέχνη της Αρ Νουβώ, παρά τον πρώιμο θάνατό του, ενώ το ποιητικό τους παράλληλο θα μπορούσε να εντοπιστεί στις Χίμαιρες του Ζεράρ ντε Νερβάλ. Οι λεπτεπίλεπτες, εύπλαστες και διακοσμημένες αυτές μορφές, γοήτευσαν τον Ρίλκε, που επισκέφθηκε μια έκθεσή της το 1913 και ενδιαφέρθηκε για τις καλλιτεχνικές τους δυνατότητες αλλά κυρίως επέστρεψε στις αναμνήσεις του από την παιδική του αγάπη για τα παιχνίδια. Τώρα τα εν λόγω καλλιτεχνήματα αποτελούν αφετηρίες γενικότερου προβληματισμού όσον αφορά τη σχέση τους με τα παιδιά αλλά και τον τρόπο που προετοιμάζονται για την επαφή με το εξωτερικό κόσμο.

pritzel 1Και δεν είμαστε τάχα παράδοξα πλάσματα εμείς, αφού πάμε και προσφέρουμε το πρώτο μας πάθος εκεί όπου δεν υπάρχει ελπίδα ανταπόδοσης; Έτσι που στη γεύση εκείνης της τόσο αυθόρμητης αβρότητάς μας ν’ απλώνεται παντού η πικρία ότι στάθηκε μάταιη; Ποιος ξέρει αν αύριο κανείς, βγαίνοντας έξω στον κόσμος, δεν συμπεράνει από τούτες τις μνήμες ότι δεν είναι άξιος να αγαπηθεί; Αν μήπως, στο ένα σημείο η το άλλο, η κούκλα δεν συνέχιζε ν’ ασκεί πάνω του την αθεράπευτή της επιρροή, τόσο που εκείνος να κυνηγάει ακόμη τέρψεις αόριστες, μόνο και μόνο από πείσμα ενάντια στο αίσθημα του ανικανοποίητου που ερήμωσε τη ζωή του; [σ. 19]

Οι κούκλες της Λόττε Πρίτσελ δεν πέρασαν από κανένα παιδικό κόσμο· δεν προϋποθέτουν κανένα πέρασμα από παιδικό δωμάτιο· κανείς δεν αναρωτήθηκε τι θα απογίνουν αργότερα. Αρχάριοι του κόσμου όπως ήμασταν, συλλογίζεται ο Ρίλκε στο εξομολογητικό και ταυτόχρονα φιλοσοφικό δοκίμιό του, γρήγορα καταλάβαμε πως δεν μπορούσαμε να την κάνουμε ούτε πράγμα ούτε άνθρωπο, και κάτι τέτοιες στιγμές γινόταν για εμάς ένας άγνωστος. Σώμα δίχως θέληση οι ίδιες, ίσως κι αυτές μας προετοίμασαν για ένα άλλο σώμα δίχως θέληση, το δικό μας.

Εκδ. Περισπωμένη, 2012, μτφ. Κώστας Κουτσουρέλης, σελ. 74 [Σειρά Οίστρος, 1] [Rainer Maria Rilke / Lotte Pritzel – Puppen, 1921]. Η έκδοση είναι δίγλωσση.