Περιοδικό Διαβάζω, τεύχος 483 (Μάρτιος 2008)

… είδα ότι ο τύπος της ΕΣΣΔ τα τελευταία δέκα χρόνια της λογοτεχνικής μου δραστηριότητας τα κατέγραψε σε 301 άρθρα. Από αυτά τα εγκωμιαστικά ήταν μόνο τρία, ενώ τα εχθρικά και υβριστικά 298. Αυτά τα τελευταία 298 αποτελούν τον καθρέφτη της ζωής μου ως συγγραφέα. (…) Σας παρακαλώ να λάβετε υπόψη σας ότι το να μη μπορώ να γράφω ισοδυναμεί με το να ζω σαν θαμμένος ζωντανός. (…) Παρακαλώ την κυβέρνηση να δώσει εντολή να εγκαταλείψω την ΕΣΣΔ (…)  Αν όλα όσα έγραψα δεν είναι πειστικά…και με καταδικάσουν σε εφ’ όρου ζωής σιωπή (…) παρακαλώ να μου δώσετε εργασία ανάλογη με την ειδικότητά μου (…) αν όχι (…) να με διορίσετε ως κομπάρσο, αλλά και αν αυτό είναι αδύνατο, τότε διορίστε με ως εργάτη σκηνής (…) γιατί είμαι, την παρούσα στιγμή, αντιμέτωπος με το φάσμα της ανέχειας, την έλλειψη στέγης και τον θάνατο.

 Τα παραπάνω έγραφε το 1930 σε επιστολή του στην Σοβιετική Κυβέρνηση ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, ο κορυφαίος συγγραφέας του γκροτέσκου και της ανελέητης σάτιρας, μια από τις πιο αδικημένες μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας, στον οποίο είναι αφιερωμένο το τρέχον τεύχος του Διαβάζω.

Αυτός ο μόνιμα εξεγερμένος δημιουργός με τους εκλεπτυσμένους τρόπους και την παράτολμη γραφή και ζωή, που την ημέρα εργαζόταν στον τύπο και το θέατρο και τις νύχτες έγραφε πυρετωδώς τα έργα του, παρέμεινε άγνωστος σε όλη τη διάρκεια της ζωής του λόγω του ανελέητου πολέμου, ή μάλλον κρυφτού, που του επιφύλασσε η κρατική ηγεσία κι ο ίδιος ο Στάλιν: από τις μυστικές έρευνες στο σπίτι του, την κατάσχεση χειρογράφων και ημερολογίων ως την απόσυρση κάθε θεατρικού του έργου και την πλήρη απαγόρευση δημοσίευσης κάθε άλλου. Ο Μπουλγκάκοφ, στερημένος από κάθε έσοδο από την εργασία του και ακατάπαυστα λοιδωρούμενος από τους λιβέλλους των εφημερίδων, δεν δίσταζε να γράφει επιστολές κατευθείαν στον Στάλιν, ζητώντας μια εξήγηση που, φυσικά, ποτέ δεν έλαβε.

Το πλήρες αυτό αφιέρωμα, που δημιουργεί εντονότατα συναισθήματα, περιλαμβάνει εκτός από ποικίλα βιογραφικά, αυτοβιογραφικά και άλλα κείμενα και σειρά επιστολών όπου διαφαίνεται ανάγλυφα η απεγνωσμένη προσπάθεια του κράτους να εξαφανίσει το όνομά του από οπουδήποτε. Δεν το κατάφεραν, γιατί μπορεί τα έργα του (Η Λευκή Φρουρά, Διαβολιάδα, Τα μοιραία αυγά κ.λπ. και πάνω απ’ όλα Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα – το κατά Μπόρχες μοναδικό μυθιστόρημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας) όσο ζούσε να μην βρήκαν ποτέ το δρόμο προς αναγνώστες ή θεατές, σήμερα όμως θεωρούνται μνημειώδη.

Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει ακόμα η συνέντευξη με τον Reader’s Diggest, έναν από τους πρώτους βιβλιο-blogger στη χώρα μας, που δεν ασχολήθηκε μόνο με βιβλία που αγνοούσε η κριτική, αλλά και έκρινε βιβλία επωνύμων που περνούσαν στο απυρόβλητο.

Οι 164 σελίδες του τεύχους γεμίζουν με ένα Φάκελο περί χάρτινης γεύσης (ο γευσιγνώστης Αλέξανδρος Σακκάς περνάει από το κριτικοσκόπιο 30 βιβλία μαγειρικής και οίνου), συνέντευξη με τον Βαγγέλη Ραπτόπουλο, τις γνωστές ερεθιστικές στήλες κ.ά. Εγκαινιάζεται, τέλος, μια νέα στήλη που θα ενημερώνει για κόμικς μέσω …κομικς, μια ιδέα που, απ’ όσο γνωρίζω, είναι εντελώς πρωτότυπη.

Χούλιο Γιαμαθάρες – Στη μέση του πουθενά

Για μας που θέλουμε λογοτεχνικούς ήρωες καθημερινούς και συνηθισμένους, έστω κάτι σαν κι εμάς, το διήγημα αποτελεί την προσφορότερη δεξαμενή. Εκεί, συνήθως, αποκαθίσταται η ισορροπία ανάμεσα στους αφανείς «αντι-ήρωές» τους και στους ιδιόμορφους πρωταγωνιστές πολλών μυθιστορημάτων.

Τα επτά σύντομα διηγήματα του Χ.Γ. τιμούν τέτοια οικεία σε μας πρόσωπα, Ο συγγραφέας ρίχνει κι άλλο φως στη χαρακτηροθήκη του:Έχω επιλέξει τόσο στη λογοτεχνία όσο και στη ζωή να βρίσκομαι κοντά στους πιο αδύναμους, σε αυτούς που δεν έχουν φωνή, σε εκείνους που δεν ακούει κανείς. Οι ισχυροί δεν έχουν ανάγκη, έχουν πολλούς υπηρέτες.
Όμως αυτή η αναγνωρισιμότητα των φιγούρων εδώ δεν είναι παρά η αρχή: αυτό που μας κάνει να απολαμβάνουμε τις περιπέτειές τους είναι το γεγονός πως τους πετυχαίνουμε σε μια οριακή τους στιγμή, στη μέση του πουθενά: το μέρος που, σύμφωνα με τον ίδιο, βρίσκεσαι όταν νοιώθεις ή είσαι εκτός τόπου και χρόνου. Μέχρι να κλείσουμε το βιβλίο έχουν φάει τα μούτρα τους, έχουν ταπεινωθεί, έχουν παίξει κρυφτό με την ησυχία τους (κι αδύνατο να την βρούν), έχουμε ξεκαρδιστεί (τουλάχιστο δύο φορές σε κάθε διήγημα), έχουμε κρυφά ψιθυρίσει «υπομονή, μαζί σου είμαι εγώ»! Πρόκειται, όπως μας αποκαλύπτει ο Γιαμαθάρες στην εισαγωγή, για φίλους του ή πρόσωπα που γνωρίζει και, αντί να τους αφιερώσει ένα διήγημα όπως συνηθίζεται, τους μετατρέπει σε πρωταγωνιστές των δικών τους ιστοριών, εν αγνοία τους, χωρίς να ξέρει αν θα τους άρεσε, ελπίζοντας όμως να τον συγχωρήσουν. Δεν πρόκειται αποκλειστικά για ιστορίες που έχουν ζήσει αλλά θα μπορούσαν κάλλιστα να τις έχουν ζήσει! Άνθρωποι χωρίς απαντήσεις, χωρίς συγκεκριμένο προορισμό.
Όσα δε φέρνει η ώρα τα φέρνει η στιγμή, φταίει «η κακιά η ώρα», το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο, τι καντεμιά κι αυτή που σε δέρνει. Όσοι έχετε ακούσει διψήφιες φορές τις παραπάνω φράσεις και θέλετε να τις ξορκίσετε από τη ζωή σας, εδώ θα το ξανασκεφτείτε. Είναι πολύ εύκολο να βρεθείς έξω από τον κύκλο, μερικές φορές αρκεί ένα ελάχιστο βήμα για να πάψεις να είσαι «κανονικός». Κι αν παλαιότερα ήσουν αυτός που κοιτούσε περίεργα τον άτυχο ξένο, τώρα μπορεί να είσαι εσύ αυτός που τον κοιτάζουν μαζεμένοι περίεργοι με οίκτο, θλίψη ή απλά αδιαφορία.
Προσέξτε, γιατί θα μπορούσατε εσείς να είστε ο σταθμάρχης που βασιλεύει σε ράγες χωρίς περαστικούς συρμούς ή ο μποέμ τύπος που δεν μιλάει χρόνια με τη γυναίκα του και τα πίνει με μια γαλοπούλα ανοίγοντάς της την καρδιά του. Όσο για μένα, με είδα σίγουρα στη θέση των ηρώων στα δύο μαργαριτάρια της συλλογής, τα Πιλότος Καμικάζι και Το Άφθαρτο Μυθιστόρημα. Ως συγγραφέα, δηλαδή, που δεν έχει εκδώσει ποτέ τίποτα κι ετοιμάζει ένα μυθιστόρημα εδώ και δεκαπέντε χρόνια, αλλά δεν φύλαξε τα νώτα του: δεν είχε τη σύνεση να αλλάξει τα ονόματα των πρωταγωνιστών της ιστορίας (δηλαδή των συγχωριανών του!) – κι αυτή έμελε να είναι η συμφορά του… Ή ως έναν τραπεζικό υπάλληλο που επιχειρεί να μετακινήσει ένα αυτοκίνητο που τον εμποδίζει και οι λεπτές συγκυρίες που λέγαμε τον οδηγούν στο να το οδηγεί απεγνωσμένα κάθε λίγο και μακρύτερα με σπαρταριστά επακόλουθα.
Είναι αξιοθαύμαστος ο τρόπος με τον οποίο ο Χ.Γ. μεταπηδά από το ένα είδος γραφής στο άλλο. Από τους επιμήκεις στίχους επικών ποιημάτων ή το ζοφερό μυθιστορηματικό κλίμα της Κίτρινης Βροχής (για πολλούς η κορυφαία του στιγμή), εδώ έχουμε σύντομες ιστορίες ρεαλιστικού ύφους και άνετης γραφής σε ένα γλυκύτατο, περιπετειώδες, αγγιχτικό εκατοντασέλιδο. Αν πιστέψουμε τις κραυγές των καιρών, δεν υπάρχει καμία πατρίδα για τους μελλοθάνατους αλλά υπάρχει πατρίδα για τους ηττημένους, κι αυτή είναι η λογοτεχνία – και, στην προκείμενη περίπτωση, η διηγηματογραφία του Γιαμαθάρες!
Φάκελος φιλοξενούμενου: Μπεγκαμιάν, Λεόν, Ισπανία, 1955. Μυθιστορήματα, διηγήματα, ποίηση, ταξιδιωτικά αφηγήματα, κινηματογραφικό σενάριο, άρθρα στην Ελ Παΐς. Στα ελληνικά κυκλοφορούν: Το φεγγάρι των λύκων, Η κίτρινη βροχή και Η τέχνη του ψεύδεσθαι [δοκίμιο] αλλά και διηγήματά του σε λογοτεχνικά περιοδικά.
Συντεταγμένες: Julio Llamazares, En mitad de ninguna parte, 1994. Στα ελληνικά: μετάφραση Νάντια Γιαννούλια, Δώρα Δημητρίου, Θεώνη Κάμπρα, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Πρόλογος-επιμέλεια: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2007, σελ. 101.
Πρώτη δημοσίευση σε: http://www.mic.gr/books.asp?id=14956