Διασκεδάσεις στην καλύτερη διασκευασία (Αφιέρωμα: διασκευές)

Δεν θα διαλέξω διασκευές που «έμειναν κλασικές» αλλά εκείνες που συνεχίζω ν’ ακούω με πάθος και σήμερα. Θα επικρατήσει, δηλαδή, και πάλι ο θρίαμβος του υποκειμενισμού, κατά τον αενάως επίκαιρο Guy Debord.

Να ξεμπερδέψω πρώτα με τα αυτονόητα ντυλανικά: το «Mr Tambourine man» τραγουδισμένο απ’ τους Byrds και το «Like a rolling stone» απ’ τους Rolling Stones (απ’ το «Stripped» του ’95). Απ’ τα Μπρεχτικά/ Bαϊλικά δε νομίζω να υπάρξει «ιδανικότερο» του «Alabama Song (Whiskey Bar)» απ’ τη φωνή του Jim Morrison – όταν το είπε ο Bowie ήταν πλέον αργά και γέρος. Ένα κομμάτι όμως που ύμνησε ο Λεπτός Αδύνατος Δούκας, το «Heroes», τραγουδιέται «αλλιώς» απ’ τη Nico στο «Drama of exile» του ’81. Μια άλλη ιέρεια ξεχωρίζει απ’ όλα τα χιλιοδιασκευασμένα Στοουνικά: η Marianne Faithfull όπως περιγράφει το «As tears go by» στο «Strange weather» της (1987). Είχε και κάποια σχέση μαζί τους, αν δε κάνω λάθος…

Δυο συναρπαστικές διασκευές παραδοσιακών τραγουδιών και δη ρώσικων κοκκινοστρατιωτικών έθελξαν την καρδιά μου: το «The carnival is over» των Νick Cave and the Bad Seeds απ’ τον υποδειγματικό διασκευόδισκο «Kicking against the pricks» και το «Red Army Blues» των Waterboys (στο «Pagan Place» του ’84). Ο Cave στον ίδιο δίσκο εκτοξεύει κι άλλες καταστροφικές για την ηρεμία μας ρουκέτες: το «Running scared» του Roy Orbinson και, φυσικά, την οριστική απoδόμηση του «All tomorrows’ Parties» των Velvets. Ίσως όμως η πλέον απόλυτη γυμνή κλοπή του Μαυροκόρακα ήταν στο κυκλοφορημένο μόνο σε σινγκλ «In the Ghetto», το οριστικό Elvis τραγούδι.

Στα ίδια μαυροκλίματα: ηδυπαθής γίνεται η διασκευή του «Τhe Song of slurs» του σατανικού ζεύγους Anita Lane – Mick Harvey και τον παραγνωρισμένο «Intoxicated man» (1995) δίσκο του τελευταίου, γεμάτο με Serge Gainsbourg επαναγνώσεις. Μιλώντας για δίσκους – διασκευές ολόκληρων δίσκων, στο αμήχανο… μπητλικό «Let it be» (1988) των τευτονικών υμνωδών Laibach υπάρχει ένα ασύλληπτο «Two of us». Παραμένοντας στις σκοτεινές πλαγιές της ανθρώπινης ψυχής, αδυνατώ να ξεχάσω την εφιαλτικότερη-δε-γίνεται μετατροπή του «I walked with a zombie» του Roky Erickson στο παρθενικό LP των Vietnam Veterans. Όσο για τα παραγνωρισμένα γλαμ 70ς, παίρνουν μια μικρή δικαίωση με το «Cum on feel the noise» των Slade απ’ τους χαρντ ρόκερς Quiet Riot.

Προχωρώντας χρονικά, ίσως θα ήταν αδικία να μη βάλουμε και μια διασκευή που κατά πολλούς επικάλυπτε το πρωτότυπο, καθώς ο δεύτερος ζούσε όσα απλώς τραγουδούσε ο πρώτος: o Ferry ήταν περισσότερο «Jealous Guy» απ’ τον Lennon και συν τοις άλλοις σηματοδοτούσε τις αρχές των 80ς. Μπορεί μια διασκευή να αποτελέσει τον δραματικό ύμνο μιας μεταγενέστερης γενιάς; Το «That suicide is painless» (Altman/Mandel, theme from «Mash») απ’ τους Manic Street Preachers (ως σινγκλ και μετά σε συλλογές) το έκανε.

Mπορεί ένα ολόκληρο σάουντρακ να βασιστεί σ’ ένα easy listening κομμάτι σε διάφορες όψεις διαθέσεων υπέροχων ως μελλοντολογικώς εφιαλτικών; O Michael Kamen στην ταινία – σταθμό των 80ς, το Brazil του Terry Gilliam, το έκανε. Πάντως αν καθήσουμε και υπολογίσουμε πόσες διασκευές κλασσικών ή λιγότερο κλασσικών κομματιών (ιδίως 60ς) έχουμε απολαύσει, τελειωμό δε θα ’χουμε. Το ίδιο θα γινόταν κι αν πιάναμε τις ψυχεδελικές μπάντες των 60ς. Παράδειγμα η διασκευή του «In the past» των We the people (;) στο «Inner Mystique» των Chocolate Watchband – ίσως σ’ ένα άλλο αφιέρωμα αυτά. Αφήστε δε τα προσωπικά classics του καθενός μας – π.χ. το δικό μου κουμπί που λέγεται «Ring of fire» (Johnny Cash) από ποιόν να το πρωτοδιαλέξω; Από Αnimals ή Country Joe and the Fish; Ακόμα κι από πλανόδιο αν τ’ ακούω, «φεύγω».

Κι απ’ τους τελευταίους των Μοϊκανών; Αφού έχουμε το άλλοθι της υποκειμενικότητας ας μνημονεύσουμε τις «συγκινητικές» διασκευές έκαναν οι πολυαγαπημένοι μας Triffids. Ποιος αντιστέκεται στο «Can’t help falling in love» (Creatore/Peretti/Weiss) έστω κι αν το βρίσκει στα rarities τους; Ή στην απρόσμενη του «Rent» των … Pet Shop Boys, ξεπερνώντας το πρωτότυπο;

Άφησα για το τέλος τα δυο κορυφαία κατ’ εμέ διασκευάσματα. Το ένα το βρήκα στο «Catfish Eyes and Tales» (1988) των ασύλληπτων Γάλλων ψυχεδελιστών Vietnam Veterans. Ήταν μια ατέλειωτη στα λεπτά μαγική ψυχεδελοποίηση του φολκ «The Days of Pearly Spencer» του David McWilliams, πλημμυρισμένη φαζ, όργανα, εφφέ, παραισθησιογόνα. Το άλλο, γνωστό τοις πάσι, μετέτρεπε σκωπτικά και υμνητικά ένα δακρύβρεχτο χιτ σε ροκ εντ ρολλ λάβαρο. Και ξέρω πολλούς που το έκαναν μανιφέστο στη σύντομη αλλά συναρπαστική ζωή τους, όπως κι ο ίδιος ο αυτουργός Sid Vicious και το «My way» του. Άλλωστε ταιριάζει και για επίλογο εδώ, καθώς όλοι οι παραπάνω κλέφτες did it their way.

Πρώτη δημοσίευση: εδώ, ως μέρος ευρύτερου αφιερώματος του mic. gr στις διασκευές. Στις φωτ.: N. Cave, M. Harvey, V. Veterans.

5 σκέψεις σχετικά με το “Διασκεδάσεις στην καλύτερη διασκευασία (Αφιέρωμα: διασκευές)

  1. Γεια σου Λάμπρο,

    Περιδιάβαζα ανάμεσα στις αγαπημένες σου διασκευές. Είναι πολύ προκλητικό και αγαπημένο θέμα για να αντισταθώ στον πειρασμό να γράψω δυό λέξεις – βέβαια είναι και…ωκεανός, μπορεί κανείς να επιλέγει και να συζητά με τις ώρες και…λιμάνι να μην πιάνει, γι αυτό θα αρκεστώ μόνο σε 2-3 από τα πιο αγαπημένα, που, όπως λες κι εσύ, όχι μόνο τα ακούω και σήμερα, αλλά μου φέρνουν (ακόμα) δάκρυα στα μάτια:

    John Cale – «Hallelujah». Από τις τόσες εξαιρετικές διασκευές στα τραγούδια του αγαπημένου Leonard, η καλύτερη – και η μόνη που υπερβαίνει το πρωτότυπο.
    Cowboy Junkies – «Sweet Jane». Οι Velvet Underground στα Trinity Sessions – πραγματική κατάνυξη!
    Leonard Cohen – «The Partisan». Το πανέμορφο τραγούδι των Anna Marly και Hy Zaret βρίσκει θέση στα «Τραγούδια Από Ενα Δωμάτιο» – και ταυτόχρονα στην αθανασία!

  2. Δύο επισημάνσεις α) δεν είναι όλες οι διασκευές επιτυχημένες και ορισμένοι καθ’ έξιν διασκευαστές αναπληρώνουν μ΄ αυτόν τον τρόπο το δημιουργικό τους έλλειμα β) το Alabama song δεν είναι διασκευή αλλά ερμηνεία και προσωπικά προτιμώ τη Lotte Lenia. Διασκευή είναι το συγκλονιστικό Mac the Knife του Luis Armstrong. Δηλαδή θέλω να πω ο Νταλάρας δεν έχει διασκευάσει το Canto Heneral! Λίγες πουυ μου αρέσουν και μένα: Το Who do you love του Willie Dixon από τον Bo Diddley και από τον George Thorogood από Dylan το all along the watchtower από τον Hendrix αλλά κι από τον Σαββοπουλο και ολόκληρος ο δίσκος Dylan & the Dead, το personal Jesus από τον johnny Cash, το go to sea no more από τον Garcia και το i put a spell on you από τους Credence Clearwater Revival. Η λίστα είναι ατελείωτη…. Αγωνιστικούς χαιρετισμούς και φιλιά Γιάννος. P. S. Ελπίζω να βρεθούμε καμία μέρα σύντομα.-

  3. Αγαπητό Πανδοχείο,

    Πολύ συγκλονιστική όπως πάντα η κατάδυσή σας στον κόσμο των διασκευών. Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον νομίζω μια συλλογή από διασκευές, με αρκετά από τα κομμάτια που αναφέρατε – ιστορικά τα περισσότερα. Το κομμάτι από το Brazil είναι μια μελωδία που με “κυνηγάει” χρόνια και ανεβοκατεβαίνει στο στόμο μου χωρίς λόγο και αιτία – δεν μπορώ να το ξεφορτωθώ. Τέλος στο ίδιο πνεύμα να προτείνω το NME αυτού του μήνα (θα το βρείτε στα περίπτερα), με δώρο CD με διασκευές κομματιών των Cure από άλλους καλλιτέχνες: έχει ενδιαφέρον νομίζω, το προτείνω, φιλικά,

  4. Ευχαριστώ όλους για τις προσθήκες / προτάσεις / επισημάνσεις. Όμως, φίλτατε Γιάννο, ποια ακριβώς είναι η διαφορά διασκευής – ερμηνείας; Γιατί εδώ θέτεις ως κριτήριο το καθαρα αισθητικό μέρος, δηλαδή ένα υποκειμενικό στοιχείο. Τι κάνει λοιπόν την εκτέλεση της Λένια διασκευή και του Μόρρισον ερμηνεία;

Αφήστε απάντηση στον/στην Georgios Mitas Ακύρωση απάντησης