Βλαντιμίρ Αρσένιεβιτς, Στο αμπάρι, εκδόσεις Κέδρος, 1999, μτφ. Γκάγκα Ρόσιτς, σ. 89-90 (Vladimir Arsenijevic, U potpalublju, 1997)
Όπως πάντα, μόλις βγήκα από την οδό Μόλεροβά στη λεωφόρο της Επανάστασης, ανάμεσα σε δύο κύματα θορύβου, έφτασαν ως τα αυτιά μου και κάμποσες βρισιές από διαφορετικές μεριές. Ήταν το αιώνιο μουρμουρητό των δυσαρεστημένων – κάτι που γενικά σιχαινόμουν – ένα στείρο κλαψούρισμα από το οποίο ποτέ δε θα γεννηθεί τίποτα. Αυτή τη φορά όμως το σούρουπο έκρυβε μια καινούργια τονικότητα – ένα λεπτό και συγκεκριμένο θέμα. Το πρωτόγονο μονωδιακό τραγούδι, βάρβαρο μέσα στην αδυναμία του, ήταν εμπλουτισμένο με μια εύθραυστη, συγκινητική φράση – αποτέλεσμα των πολλών φωνών που συμμετείχαν. Αυτή η μουσική φράση δεν απευθυνόταν στην ακοή μου, αλλά μου ερέθιζε τα ένστικτα. Ξαφνικά, σαν να είχα μεθύσει, άρχισα να λυπάμαι όλους τους ανθρώπους της οικουμένης, στους οποίους δεν είχε απομείνει τίποτε άλλο από το να βρίζουν – ενώ εγώ ο ίδιος κάποτε τους κορόιδευα κατάμουτρά και με περιφρόνηση. Μας λυπόμουν όλους. Φωτισμένος από ένα απρόσμενο και πανταχού παρών όραμα, που είχε σχίσει την καθημερινή εικόνα της λεωφόρου μπροστά στα μάτια μου, είδα όλους εμάς να τρέχουμε, καθώς το έδαφος ράγιζε κι άνοιγε κάτω από τα πόδια μας, ενώ το συνόδευαν οι φοβερές κραυγές μας, και παράλληλα από τα βάθη του να ανεβαίνει η αβάσταχτη μπόχα των αιώνων, που μέσα στην αδράνειά μας παραλείψαμε να εκμεταλλευτούμε με τρόπο αξιοπρεπή…
1 Σχόλιο to “Λογοτεχνείο, αρ. 9”