Μπρούνο Αρπάια, Ο άγγελος της ιστορίας

Ο Μπρούνο Αρπάια (Οταβιάνο, Νάπολη, 1957) εκτός από συγγραφέας, είναι δημοσιογράφος, σύμβουλος εκδόσεων και μεταφραστής ισπανόφωνης λογοτεχνίας. To θέμα του Αγγέλου της ιστορίας είναι ιδιαίτερα φιλόδοξο: πρόκειται για την ένταξη δυο διαφορετικών προσωπικών ιστοριών κάτω από το ίδιο μυθιστορηματικό σύμπαν. Η πρώτη αφορά τα τελευταία και πιο δύσκολα χρόνια της ζωής του Βάλτερ Μπένγιαμιν, αυτού του κορυφαίου Εβραίου Γερμανού διανοητή του εικοστού αιώνα, ενώ η δεύτερη μια εξίσου σκληρή περίοδο στη ζωή ενός απλού πολεμιστή του ισπανικού εμφύλιου την ίδια εποχή, του Λαουρεάνο Μαόγιο.

Ο Αρπάια χρησιμοποιεί το γνωστό εύρημα των δύο παράλληλων αφηγήσεων που εναλλάσσονται συνήθως ανά κεφάλαιο και έχουν διαφορετικό αφηγητή: η ζωή του Μπένγιαμιν εξιστορείται σε τρίτο πρόσωπο, με όλα τα στοιχεία μιας μυθιστορηματικής βιογραφίας, ενώ εκείνη του Λαουρεάνο ενδύεται τη μορφή μιας πιο άμεσης και προφορικής διήγησης του ιδίου σε κάποιο πρόσωπο που τον επισκέπτεται στο Μεξικό, όπου πλέον ζει εξόριστος. Αμφότερες οι ιστορίες εντάσσονται στο ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο και στις συγκλονιστικές συγκυρίες μιας ταραγμένης εποχής και περιλαμβάνουν όλα τα στοιχεία μιας τοιχογραφίας εκείνης της περιόδου, (από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα μέχρι τον μικρόκοσμο των δυο αυτών προσώπων).

Εδώ έχουμε λοιπόν το πρώτο ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο του μυθιστορήματος: την παράλληλη μυθοπλαστική διαπραγμάτευση της δραματικής πορείας αυτών των δύο τόσο διαφορετικών προσωπικοτήτων, το ένα από τα οποία αποτελεί μια εμβληματική μορφή των γραμμάτων και όχι μόνο, πορείας που στην ουσία ήταν μια κοινή διαδρομή με διαφορετική αφετηρία, μορφή εξορίας και κατάληξη σε τερματικό σταθμό που τους οδήγησε η ίδια η Ιστορία.

Από την μία ο Μπένγιαμιν: Στα επτά χρόνια της αυτοεξορίας του μεταξύ Παρισιού, Ίμπιζας, Σαν Ρέμο και Σβένμποργκ, έχοντας αφήσει την αγαπημένη του βιβλιοθήκη στη Γερμανία, καλείται σε πρώτη φάση να αντιμετωπίσει «τις εφόδους των συνηθειών και της νοσταλγίας, την αίσθηση του αποκλεισμού και την καταδίκη σε ατέλειωτη αναμονή», καλείται στην ουσία να αλλάξει την ίδια του την ταυτότητα και να δημιουργήσει μια άλλη που θα του σώσει την ζωή. Το μοναδικό μέρος όπου ο αισθάνεται ασφαλής, σαν να βρίσκεται στο σπίτι του, είναι η θέση του στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού, δουλεύοντας πάνω στο βιβλίο του, η ολοκλήρωση του οποίου, όπως έγραψε στον Αντόρνο, ήταν ένας αγώνας δρόμου ενάντια στον πόλεμο.

Ακολουθεί τη ζωή χωλαίνοντας, αντιμετωπίζοντας καθημερινά προβλήματα υγείας και ανέχειας και αισθάνεται ένα βαρύ φορτίο κούρασης από τα τεχνάσματα που έχει επινοήσει για να μπορεί να επιβιώνει. Λες και οι «συγκυρίες» της ύπαρξής του όρμησαν συλλήβδην και τον ρήμαξαν, λες και οι αστερισμοί που την συγκρατούσαν, τοποθετήθηκαν με απόλυτη συμμετρία κατά μήκος μιας δυσοίωνης διάταξης.(σ. 29) Αδυνατεί να συνυπάρξει με τους ανθρώπους του κύκλου του (Χάνα Άρεντ, Άρθουρ Καίστλερ, Πιέρ Κλοσόφσκι, Ζωρζ Μπατάιγ και πολλοί άλλοι) σε σημείο να απορεί ο Αντόρνο πώς είναι δυνατό «να αποκηρύσσει τον αποχωρισμό και παρ’ όλα αυτά να μένει απόμακρος και αποκομμένος». Πιθανώς επειδή αυτό είναι ένα ακόμα από τα πλήγματα της εξορίας: γιατί αναγκάζει τον καθένα να ακολουθήσει τα μονοπάτια της προσωπικής του διασποράς, συντρίβει κάθε απόπειρα συλλογικής δράσης. (σ. 40)

Από την άλλη πλευρά ο Λαουρεάνο: Συμμετέχει στον ισπανικό εμφύλιο από την πλευρά των Δημοκρατών επειδή πιστεύει πως το να μη συμμετέχεις ενεργά στα γεγονότα, είναι η καταδίκη των δειλών και των μετρίων. Ερωτοτροπεί και αργότερα ερωτεύεται όχι μόνο για να ξεγελάσει τον θάνατο, όπως συνέβαινε σε παρόμοιες περιστάσεις, αλλά και ως στάση ζωής ενός ενθουσιώδους νέου που επιθυμεί να βιώσει όλες τις πλευρές της νεότητάς. Έτσι αυτοί οι δυο αντιστικτικά διαφορετικοί χαρακτήρες είναι θύματα της ίδιας ιστορικής συγκυρίας. Αμφότεροι θεωρούνται μολυσματικοί και ανεπιθύμητοι στη χώρα όπου βρίσκονται και προσπαθούν να σταθούν όρθιοι απέναντι στη αίσθηση του αργού θανάτου, όπως παρομοιάζουν την κατάστασή τους, μια κατάσταση πραγματικού και ψυχολογικού τράνζιτο, για να θυμηθούμε και το φερώνυμο μυθιστόρημα της Άννα Ζέγκερς. Κάθε άλλη ομοιότητα μεταξύ τους σταματά εδώ.
Ο Αρπάια κατορθώνει να οργανώσει άψογα το ετερόκλητο και ατίθασο αυτό υλικό. Το κατανέμει σε σχετικά σύντομα κεφάλαια μελετημένης κλιμάκωσης των εσωτερικών συναισθημάτων αλλά και της εξωτερικής δράσης. Εμποτίζει τις ρεαλιστικές του περιγραφές με στοιχεία βιογραφίας, ιστορικού χρονικού αλλά και λογοτεχνικότητας, συνδυάζοντας βεβαίως αληθινά και μυθοπλαστικά γεγονότα.

Ήδη από την αρχή της αφήγησης αντιλαμβανόμαστε πως αυτοί οι τόσο διαφορετικοί, αλλά αρχετυπικοί χαρακτήρες θα συναντηθούν. Πριν όμως από την μοιραία και προοικονομηθείσα διασταύρωση των κόσμων που αντιπροσωπεύουν, έχουν αμφότεροι αισθανθεί πως η ιστορία τους έσπρωχνε μπροστά, σαν την ατμομηχανή που οδηγεί το τρένο. Και οι δύο ένιωθαν «τον χρόνο να τους αφαιρεί μέρες από την τσέπη», σαν κλέφτης και αναρωτιούνταν: πώς και πότε αντιλαμβάνεται κανείς πως είναι η ώρα να φύγει; Ο Μπένγιαμιν επί πολλούς μήνες τηρεί στάση αναμονής, αφήνοντας τον «άγγελο της ιστορίας» να ορίσει τα βήματά του – ίσως γι’ αυτό είχε πάντα μαζί του έναν και μοναδικό πίνακα που κατάφερε να διασώσει, τον Angelus Novus του Κλέε, το μυστικό του έμβλημα.

Αν ο Μπένγιαμιν αντιπροσωπεύει το πνεύμα και τον λόγο, ο Λαουρεάνο προτάσσει την αποφασιστικότητα και την πράξη. Ποια είναι άραγε η απάντηση ανάμεσα στο δίλημμα (απόλυτη) σκέψη ή (απόλυτη) δράση; Κατά μια ιδιόμορφη σύμπτωση που συμβαίνει μόνο στον θαυμαστό κόσμο της λογοτεχνίας ο ίδιος ο Μπένγιαμιν στον Μονόδρομο, έγραφε: Αποτελεσματική λογοτεχνική έκφραση προκύπτει μόνο από την αυστηρή εναλλαγή πράξης και γραφής. Μένει να αναρωτηθούμε εμείς αν το ίδιο ισχύει και για τη ζωή.

Συντεταγμένες: εκδ. Ίνδικτος 2008, μτφ. Χρύσα Κακατσάκη, σελ. 377. (Bruno Arpaia, L’ angelo della storia, 2001).

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 18, καλοκαίρι 2009. Στις φωτογραφίες: ο βιογραφούμενος, ο πίνακας του Κλέε και ο βιογράφος.

Στο αίθριο του Πανδοχείου, 7. Χρήστος Χρυσόπουλος

Αγαπημένοι σας διαχρονικοί και πρόσφατοι συγγραφείς.

Όσο περνάει ο καιρός όλο και περισσότερο δυσκολεύομαι να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση με αμεσότητα και δίχως παρενθέσεις. Παίρνω αφορμή από το γεγονός ότι ετούτες τις μέρες αποφάσισα να «καθαρίσω» τη βιβλιοθήκη μου (προσπαθώντας να πλησιάσω εκείνον τον ανέφικτο στόχο, να ζήσω με τα ελάχιστα απαραίτητα βιβλία). Διαπίστωσα, λοιπόν, ότι υπάρχουν κάποιοι συγγραφείς που αρνήθηκα να τους «εκκαθαρίσω» μολονότι δεν τους χρειάζομαι πια. Αυτή θα μπορούσε να είναι μια λίστα «αγαπημένων»: εκείνοι που κάποτε σε βοήθησαν, και τώρα πλέον εσύ τους επιστρέφεις τη φιλοφρόνηση συνεχίζοντας να τους φιλοξενείς: Χαρμς, Πλατόνοφ, Μπόρχες, Γκίλμπερτ Σορρεντίνο, Γιώργος Ιωάννου, Ε. Ροΐδης, Δ. Δημητριάδης, Δ. Χατζής, Ν. Καχτίστης, Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Γ. Μπεράτης, Χ. Μέλβιλ, Μπάμπελ, Μπατάιγ, Χράμπαλ, Καπότε, Λόντον, Στήβενσον, Μπρόντσκι, Γ. Στήβενς, Κάμμινγκς, Λ. Κάρολ, Καλβίνο, Κενώ, Περέκ… και πολλοί ακόμα. Πρόσφατα και η Λώρα (Ράιντινγκ) Τζάκσον.

Αγαπημένα σας διαχρονικά και πρόσφατα βιβλία.
Εδώ υπάρχει πιο σαφής απάντηση
1. «Tractatus logicophilosophicus», Λούντβιχ Βιντγκενστάιν
2. «Μυθοπλασίες», Χόρχε Λουίς Μπόρχες
3. «Η ανατομία της μελαγχολίας», Ρόμπερτ Μπέρτον
4. «Kotlovan», Αντρέι Πλατόνοβ
5. «Πάπισσα Ιωάννα», Εμμανουήλ Ροΐδης
6. «How to do things with words», Τζ. Όστιν
7. «Από το στόμα της παλιάς Remington», Γιάννης Πάνου
8. «Incidences», Ντανιίλ Χάρμς
9. «Εξομολογήσεις ενός οπιοφάγου», Τόμας ντε Κουίνσι
10. «Studies in the way of words», Paul Grice

Αγαπημένο σας διήγημα.
«Μπάρτλεμπυ ο γραφιάς», Χ. Μέλβιλ.

Σας ακολούθησε ποτέ κανένας από τους ήρωες των βιβλίων σας; Μαθαίνετε τα νέα τους;
Στην πραγματικότητα, αντιτίθεμαι στην ίδια την προϋπόθεση της «επιβίωσης» του λογοτεχνικού χαρακτήρα. Κι αυτό, γιατί αντιλαμβάνομαι τη γραφή του μυθιστορήματος ως μια βίαιη και μεθοδευμένη πράξη απώθησης. Αυτό που πρεσβεύω, στα όρια του αυστηρώς προσωπικού, είναι ότι οι ήρωες του βιβλίου οικοδομούνται ακριβώς με την επιδίωξη και την ελπίδα ότι θα εξοριστούν οριστικά στις λέξεις του μυθιστορήματος. Ο συγγραφέας έχει αυτόν τον σκοπό: να ξεμπερδεύει μια και καλή μαζί τους, και όχι -όπως λέγεται- να τους «καταστήσει αθάνατους».

plasy14_bΈχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;
Ναι. Η πιο ελκυστική ανάμνηση: οι δύο μήνες ολοκλήρωσης του «Μανικουρίστα», στο Σιστεριανό μοναστήρι Klaster Plasy στο Plasy της Τσεχίας [φωτ.]. Πρόκειται για ένα μπαρόκ αριστούργημα του αρχιτέκτονα Giovanni Battista Santini. Χαμένο στο δάσος. Επειδή το έδαφος είναι ελώδες, έχει χτιστεί πάνω σε τεράστιους πασσάλους μπηγμένους στη λάσπη. Η κεντρική ελικοειδής κλίμακα του κτίσματος ανοίγεται στη βάση της σε μια εσωτερική λίμνη στάσιμου σκουροπράσινου νερού. Όταν έχει ησυχία ακούς ένα διαρκές μουρμουρητό του βάλτου μέσα στους διαδρόμους και τις αίθουσες. Η υγρασία είναι απίστευτη.

Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;
Δεν μπορώ να αποκριθώ σε αυτή τη διατύπωση. Η ίδια η διερώτηση, χρειάστηκε ένα ολόκληρο βιβλίο («Το γλωσσικό κουτί») για να γίνει αντιληπτή. Έχεις διαβάσει τον Auden; «Είναι εύκολο να κάνεις ερωτήσεις που είναι αδύνατον να απαντηθούν». Γνωρίζω με ακρίβεια μόνο τις συνθήκες – όχι την εκάστοτε εκπλήρωση της μέθοδου: Η ησυχία, να μην υπάρχει γύρω σου τίποτα ενοχλητικό. Να μη σκέφτεσαι τίποτα. Να μην αισθάνεσαι το σώμα σου. Αυτά είναι τα απαραίτητα. Όταν αρχίζουμε να μαθαίνουμε μια δεξιότητα (και η συγγραφή είναι ακριβώς μια δεξιότητα), η εκτέλεση είναι επιφορτισμένη με ένα αντιφατικό φορτίο που έχει ταυτόχρονα μεγάλο μερίδιο αμφιβολίας και ελέγχου. Για να χρησιμοποιήσουμε μια ενοχλητική αναλογία: ο αρχάριος συγγραφέας είναι σαν τον άπειρο μάγειρα που προσπαθεί να ακολουθήσει μια περίπλοκη συνταγή. Διαβάζει κάθε γραμμή ως εντολή. Μόνο που στην περίπτωση της λογοτεχνίας δεν υπάρχει καν ρητή συνταγή για την εκμάθηση της συγγραφής και ο αρχάριος συγγραφέας πρέπει σιγά σιγά να την εφεύρει. Δηλαδή πρέπει να ανακαλύψει με δοκιμές τι ακριβώς πρέπει να κάνει. Πρόκειται για μια μαθητεία στη γραφή. Από εδώ και πέρα, και για όσους επιμείνουν αρκετά και αντέχουν να γυρίσουν την πλάτη στη γοητεία της επιβράβευσης, ο συγγραφέας επιστρέφει σε αυτό που κάνει όταν γράφει, για να κοιτάξει πλέον τον εαυτό του ως «κάτι που βλέπεται» και όχι ως «αυτό που βλέπει». Έτσι χάνεται η «αθωότητα». Η λογοτεχνία δεν έχει πια την υπόσταση υποκειμένου αλλά αναγνωρίζεται ως τεχνούργημα.

 Σχετικά με το προηγούμενο βιβλίο σας.
«Η λονδρέζικη μέρα της Λώρας Τζάκσον», Καστανιώτης, 2008. Κεντρικό πρόσωπο στο βιβλίο είναι η Αμερικανίδα ποιήτρια Λώρα (Ράιντινγκ) Τζάκσον. Ο χρόνος είναι συμβατικά μια μέρα του Απριλίου του 1929, και τόπος το Χάμερσμιθ του Λονδίνου, όπου η Τζάκσον επιχείρησε να βάλει τέλος στη ζωή της από κοινού με τον εραστή της, τον Άγγλο ποιητή Ρόμπερτ Γκρέηβς. Εντούτοις, το ουσιαστικό θέμα του μυθιστορήματος είναι η ίδια η ποίηση, η ταυτότητα του συγγραφέα, η επιδίωξη και η φιλοδοξία που γεννούνται από τη γραφή. Συνδυάζοντας ποικίλους τρόπους γραφής (μυθοπλασία, ποίηση, δοκίμιο, βιογραφία, ημερολόγιο, φωτογραφίες, σημειώσεις, κ.ά.), το βιβλίο παρουσιάζει μια μεταμοντέρνα, θραυσματική ερμηνεία για την ιδιότητα του δημιουργού και τη διαπλοκή της τέχνης με τη ζωή.

Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας;
«Μπάρτλεμπυ ο γραφιάς» του Χ. Μέλβιλ, για το credo που επαναλαμβάνει διαρκώς και σε κάθε περίσταση: «I’d rather not».

Μια μικρή παρουσίαση/εισαγωγή στο κάθε σας βιβλίο χωριστά [ή για όσα κρίνετε]. Είτε σε μορφή επιγραμματικής παρουσίασης, είτε γράφοντας για το πότε, πώς, υπό ποιες συνθήκες και ποιους πόθους συνεγράφησαν. Τυγχάνει κάποιο περισσότερο αγαπημένο των άλλων;
Επιλέγω τα τρία τελευταία επειδή ορίζουν μια διαδοχή. Δεν μιλώ για τριλογία, αλλά μάλλον για μια γενεαλογία που ολοκληρώνει έναν προβληματισμό.

Η ΛΟΝΔΡΕΖΙΚΗ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΛΩΡΑΣ ΤΖΑΚΣΟΝ, Καστανιώτης 2008
Την ημέρα του θανάτου της ποιήτριας Λώρας Τζάκσον, το 1991, οι Times του Λονδίνου δημοσίευσαν την ακόλουθη νεκρολογία: «Η Λώρα Ράιντινγκ Τζάκσον ήταν μια τραγική φιγούρα και από τις πιο προικισμένες γυναίκες αυτού του αιώνα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η λογοτεχνική κριτική και η Iστορία θα πρέπει να αναμετρηθούν με το μοναδικό της επίτευγμα». Η ζωή της Λώρας Τζάκσον ήταν μια σειρά από ρήξεις που κομμάτιασαν βάναυσα τη βιογραφία της με απανωτές μαχαιριές. Έφυγε από τη Νέα Υόρκη για να ζήσει στην Ευρώπη· δημιούργησε έναν μακροχρόνιο, παράνομο, ερωτικό δεσμό με τον ποιητή Ρόμπερτ Γκρέιβς· η σχέση τους τερματίστηκε απότομα, με μια διπλή απόπειρα αυτοκτονίας, κάποια λονδρέζικη μέρα του 1929. Tο 1940 ήρθε η επόμενη μαχαιριά, όταν η ποιήτρια απαρνήθηκε την τέχνη της, συντάσσοντας την πιο διάσημη αποκήρυξη στην Iστορία της ποίησης. Ύστερα αποσύρθηκε στη σιωπή, βρίσκοντας καταφύγιο σε ένα ράντσο στη Φλόριντα, και αφιέρωσε τα επόμενα τριάντα χρόνια της ζωής της σε ένα ογκώδες φιλοσοφικό δοκίμιο για την ποίηση. Η Λώρα ζούσε κάθε στιγμή με μια διαφορετική εκδοχή του εαυτού της. Λες και φοβόταν να αντικρίσει το οριστικό πρόσωπο της ύπαρξής της. Κάθε στιγμή η Λώρα Τζάκσον γινόταν μια «άλλη» Λώρα. Αυτή είναι μία από τις ιστορίες της. Ή ίσως η ιστορία της πιο βαθιάς μαχαιριάς.

 ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΚΟΥΤΙ, Καστανιώτης 2006
Το Γλωσσικό κουτί προσκαλεί σε μια συνάντηση για να συζητήσουμε τα προβλήματα της γραφής. Είναι, με άλλα λόγια, ένας «κοινός τόπος», ένα σχήμα σύμφωνα με το οποίο τοποθετούνται τα επί μέρους ερωτήματα υ αφορούν στο λογοτεχνικό έργο, στον συγγραφέα και στην εργασία του.
Μέσα στο Γλωσσικό κουτί υπάρχει ένα πολυσθενές δοκίμιο που ισορροπεί ανάμεσα στην κριτική και στη συγγραφική θεωρία, χωρίς να συντάσσεται πλήρως με καμία πλευρά. Δεν προσεγγίζει τα λογοτεχνικά κείμενα «από έξω», ούτε όμως μυθολογεί τη γραφή αποκαλύπτοντας μια εσωτερική μυστικιστική διεργασία. Το Γλωσσικό κουτί είναι μόνο ένα λεπτό εργαλείο για να επισκοπήσουμε τη δημιουργία. Ένας πρόθυμος συνομιλητής για όσους ψάχνουν κάποιον δρόμο στην αχαρτογράφητη επικράτεια της γραφής.

ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ, Καστανιώτης 2005
Tο Φανταστικό μουσείο είναι ο κήπος της μνήμης. Ο κήπος της οικείωσης και της γραφής. Μέσα εκεί εκτυλίσσονται οι ζωές των συγγραφέων. Στο Φανταστικό μουσείο εισέρχονται όσοι επιλέγουν στη ζωή τους το τέχνασμα της λογοτεχνίας και πλέον δεν επιζητούν την αλήθεια, ούτε καν την αληθοφάνεια, αλλά την εκπλήρωση μιας πρόφασης που θα τους επιτρέψει να συνεχίσουν να δημιουργούν. Στο Φανταστικό μουσείο υπάρχει ένα και μοναδικό έκθεμα: κάποιος συγγραφέας. Ένα ομιχλώδες πρόσωπο που όμως εξακολουθεί να ζει χιλιάδες εκδοχές της ίδιας ζωής. Εμπειρίκος, Μπόρχες, Χαρμς, Ροΐδης, Έσσε, Περέκ, Μπεράτης, Σουλτς, Πεσόα, Τσβετάγιεβα. Το Φανταστικό μουσείο είναι μια παραδειγματική συλλογή, παραλλαγές πάνω σε ένα θέμα. Ένα πλάγιο κοίταγμα στη στάση του ανθρώπου εκείνου που πασχίζει να διασώσει τον λόγο. Αν και γνωρίζει πως μια αμείλικτη δεισιδαιμονία επιμένει ότι στο τέλος όλα χάνονται.

saint-john-coltrane-the-sound-baptist-mark-dukesΕπιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;
Γράφω και διαβάζω δίχως μουσική. Αυτό τον καιρό ακούω: Bill Evans (Conversations With Myself), Alfred Schnittke (Psalms of Repentance), Jon Leifs (String Quartets). Ακούω διαρκώς: John Coltrane (Blue train).

Τι διαβάζετε αυτό τον καιρό; Richard Jackson, Acts of Mind: Conversations with Contemporary Poets, University of Alabama Press, 1983.
Τι γράφετε τώρα;
Μόνο σημειώσεις για κάτι μελλοντικό.
Έχετε γράψει κείμενα για την λογοτεχνία και την γραφή γενικότερα. Αν είχατε σήμερα την πρόταση να γράψετε μια μονογραφία – παρουσίαση κάποιου προσώπου της ποιο θα επιλέγατε;
Κατά κάποιο τρόπο το έκανα ήδη με την Λώρα (Ράιντινγκ) Τζάκσον στην «Λονδρέζικη μέρα», αλλά με έναν τρόπο ίσως πιο περίπλοκο από μια άμεση βιογραφία/μελέτη.

Θα μας συνοδεύσετε ως την θύρα του τελευταίου σας βιβλίου;
Ναι, στην έξοδο του βιβλίου:

6.1.
Ο μεγαλύτερος φόβος της Λώρας (Ράιντινγκ) Τζάκσον ήταν η διάψευση της φιλοδοξίας να διατυπώσει κάτι «αληθινό» με την τέχνη της. Την τρομοκρατούσε το ενδεχόμενο ότι αυτή η επιθυμία, που με τόση ένταση και πείσμα όρισε τη ζωή της ως το τέλος, τελικά θα αποδεικνυόταν μια χίμαιρα. Ακόμα και προτού απαρνηθεί την ποίηση, διαισθανόταν ότι αποτύγχανε σε κάτι βαθύτερο από τη λογοτεχνία: δεν θα κατάφερνε ποτέ να ελέγξει την πλοκή της ίδιας της βιογραφίας της.

Το μεσημέρι της 2ας Σεπτεμβρίου 1991 η Λώρα (Ράιντινγκ) Τζάκσον πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια στο νοσοκομείο Humana της πόλης Σεμπαστιέν, στη Φλόριντα. Η τέφρα της μεταφέρθηκε στο Γουαμπάσο και η εξόδιος ακολουθία εψάλη στο ράντσο όπου έζησε από το 1941. Ο τάφος της σκάφτηκε στην έρημο, δίπλα στις γραμμές του τρένου. Εκείνη τη Δευτέρα το βιβλίο συλλυπητηρίων έκλεισε με τριάντα υπογραφές φίλων και γειτόνων.
λώραΠάνω από τον τάφο και κάτω από έναν αβάσταχτο ήλιο, μέσα σε λίγες στιγμές που αψήφησαν τον χρόνο και την αιωνιότητα, διαβάστηκε η τελευταία στροφή ενός πρωτόλειου ποιήματος της Λώρας (Ράιντινγκ) Τζάκσον.
Αυτήν τη φορά σημείωνε τον θάνατο της ποιήτριας.

«Μετρήστε με με τον εαυτό μου
Και όχι με τον χρόνο, με την αγάπη
Ή την ομορφιά. Δώστε μου ετούτη την τελευταία χάρη:
Να μπορώ να είμαι στη χαμηλή επιτύμβια πλάκα μου
Μόνη εγώ, ενέχυρο του εαυτού μου.
Ν’ αποδείξω ότι δεν υπήρξα απολύτως τίποτα».[1]

[…]

 6.2.
Εδώ αποφασίζω να σταματήσω. Γράφω τη λέξη «Τέλος» κι αυτό σημαίνει ότι επιλέγω να απομακρυνθώ. Όχι ότι έχω τελειώσει…
[«Η λονδρέζικη μέρα της Λώρας Τζάκσον», σελίδα 201-2 και 205]

Ταξιδεύετε ανά τον κόσμο, γνωρίζοντας συγγραφείς και μοιραζόμενος σε κοινές συνθήκες συμβίωσης και γραφής. Θα μας διηγηθείτε σχετικά με αυτή την εμπειρία;

Να ταξιδεύεις, να γνωρίζεις καινούρια πρόσωπα και πράγματα, να διατηρείς έναν αντισυμβατικό τρόπο ζωής, να εκτίθεσαι στην ανοίκεια άποψη – να τι προσφέρουν τα ταξίδια σε έναν συγγραφέα.

[1] Λώρα (Ράιντινγκ) Τζάκσον, Dimensions, πρώτη εκδοχή, 1918.

Δημοσίευση και εδώ. Οι φωτογραφίες 2 και 4 επιλέχθηκαν από τον συγγραφέα και σε άμεση συνάρτηση με τα παραπλεύρως λεγόμενα. Η 3η εκλάπη από την ιστοσελίδα του.