Λοιπόν, είσαι ελεύθερος ή δούλος, συγγραφέα μου;
Το πρόβλημα του πεζογράφου αρχίζει πέρα από την μυστηριώδη δωρεά του οίστρου, της επιφοίτησης και του πηγαίου ταλέντου. Οι υπώρειες του Παρνασσού – ακριβώς κάτω από το πρώτο σκαλί – είναι σπαρμένες πτώματα. Και ο πιο προικισμένος μυθιστοριογράφος δουλεύει ταπεινά σαν μάστορας στο χαλκείο του, αφού και τα πνευματικά καλλιτεχνήματα απαιτούν δεινό χαμαλίκι να πλαστουργηθούν. Μπροστά στη στοίβα του λευκού χαρτιού (ή, για να προσαρμόσω στα σημερινά, της οθόνης – αλλά η φοβερή λευκότητα παραμένει!) όλα όσα ξέρεις για την τέχνη σου μοιάζουν άχρηστα και επιβλαβή. Πώς εκκολάπτεται το μελλογέννητο βιβλίο, πως θα ελέγξει την τρομερή του ελευθερία ο μικρός θεός πεζογράφος, πώς θα προσέξει να μην περιπέσει στην κατηγορία των κατασκευαστών;
Εδώ ξανανθούν τα κείμενα που έγραψε ο Κοτζιάς – αυτός ο σπάνιος πεζογράφος, μεταφραστής, θεατρικός συγγραφέας, δημοσιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας που έδωσε λογοτεχνική φωνή σε χαρακτήρες του χαμού, του μηδέν και του αρνητικού (τη στιγμή που η Αριστερά ήθελε θετικότατους ήρωες) – τα επτά τελευταία χρόνια της ζωής του (1986-1992) κυρίως στο περιοδικό Γράμματα και Τέχνες και σε λογοτεχνικές σελίδες εφημερίδων, σελίδες που ζωογόνησε, συνδυάζοντας τίμια κι ερωτικά τα λειτουργήματα του συγγραφέα και του κριτικού, παραχωρώντας στους δεύτερους ένα σπανίως ομολογημένο σήμα προτεραιότητας: Τι σημασία έχουν αυτά που νομίζω εγώ όταν από τα βιβλία μου προκύπτουν άλλα πράγματα. .. Χρόνια ολόκληρα πίστευα ότι είμαι καθαρά μεταφυσικός συγγραφέας. Οι άλλοι, γράφοντας για τα βιβλία μου, σημειώσανε τον ιστορικό – κοινωνικό – πολιτικό παράγοντα. Το βλέπω κι εγώ ότι υπάρχει και δεσπόζει, όμως δεν το επιδίωκα. Εμφανίζεται μόνος του και απλώνεται όσο απλώνεται ενώ προσπαθώ να εκφράσω κάτι άλλο.
Μεγάλη μας τιμή λοιπόν που μας άνοιξε το εργαστήρι – χαλκείο του για να μοιραστεί όσα έμαθε ή δεν έμαθε: πώς αντιμετωπίζει κανείς όλο αυτό το προσκλητήριο ιδεών, εικόνων, πράξεων και χειρονομιών, πώς χειρίζεται την κυοφορούσα έμπνευση που «όποτε δοκιμάζεις να την ξεφορτωθείς γίνεται κολλιτσίδα, κι όποτε την καλείς δεν ανταποκρίνεται, όποτε θέλει χάνεται κι όποτε θέλει ξεμυτίζει, πότε στον ξύπνιο και πότε στον ύπνο», πώς έρχονται και αυτοσυστήνονται τα πρόσωπα, πώς γράφτηκαν συγκεκριμένες σελίδες στον Γενναίο Τηλέμαχο, την Αντιποίηση Αρχής, την Πολιορκία – όπως τότε που έφτασε τα πρόσωπά στην είσοδο του Σωματείου, χωρίς να γνωρίζει τι πρόκειται να συμβεί μέσα και ποιους θα συναντήσουν – μόλις όμως ανοίξει η πόρτα, εμφανίζεται μπροστά του η πολυπρόσωπη σύναξη κι όλα παίρνουν το δρόμο τους! – πώς θα σμιλέψει ένα κείμενο ικανό να προκαλέσει μιας άλλης τάξεως συγκίνηση
Η διαδικασία της γραφής. Μακρόσυρτη. Αγωνιώδης. Μέχρι νευρικής καταρρεύσεως εξαντλητική. Αλλά – να μη λέμε ψέματα – και τόσο υπέροχη η απόλαυσή της, η μύχια ικανοποίηση που χαρίζει, η απολυτρωτική επενέργειά της – τέτοια τυραννική ευλογία δεν την συγκρίνεις με τίποτα- σου αρκεί ως λόγος υπάρξεως, έστω και αν το ηδονικό μαρτύριο αποτελεί ανά πάσα στιγμή με αφανισμό τη διανοητική σου υπόσταση ή και την ίδια σου τη ζωή. (…) χωρίς αναπαμό, όλη σου τη ζωή σχοινοβατείς ανάμεσα στην Κόλαση και στον Παράδεισο. (σ. 24-25) / Εκδόσεις Κέδρος, 2004, φιλολογική επιμέλεια Μαρία Ρώτα, 305 σελ.
Δημοσίευση σε συντομότερη μορφή και εδώ.