Αλέξανδρος Ίσαρης, «Πολύ δύσκολο (Appasionato)», Ανάμεσά τους η μουσική, εκδ. Άγρωστις, 1994, 55-57.
Στην πόλη αυτή κάθε επίσκεψη σε φιλικό ή άλλο σπίτι, κάθε περίπατος, κάθε ερωτική συνάντηση, κάθε συναλλαγή, κάθε μετακίνηση ή συζήτηση είχε ένα ιδιαίτερο βάρος, ήταν σαν να μεγεθυνόταν απ’ τους χιλιάδες φακούς που διέθετε το περιβάλλον, λάμβάνοντας έτσι μεγάλες, τεράστιες διαστάσεις, οδυνηρές ή ευχάριστες, αν και οι οδυνηρές ήταν περισσότερες, καθώς όλα δονούνταν μέσα στην ομίχλη των λόγων και των αισθημάτων ή έσφυζαν από ερωτισμό, απ’ αυτόν τον ιδιάζοντα ερωτισμό που κολλούσε πάνω σου σαν υγρασία (…)
Αυτή η γυναίκα που ντύνεται και μακιγιάρεται κάθε μέρα για να προϋπαντήσει το θάνατο και που κανένας απολύτως δε γυρίζει να κοιτάξει, λες και μια τέτοια καρικατούρα είναι πολύ φυσικό να κινείται ανάμεσά μας, σκέφτομαι τι θα σήμαινε γι’ αυτούς που θα την έβλεπαν να περιφέρεται ώρες ολόκληρες σε μια έκταση δυόμισι στρεμμάτων, σε μια οποιαδήποτε περιοχής της Θεσσαλονίκης. Εδώ είναι απλώς μια γριά που αργοπεθαίνει, στη Θεσσαλονίκη θα ήταν ένας μύθος, ένας στόχος για πικρόχολα σχόλια, ένα νούμερο, μια τραγική φυσιογνωμία, ένα δράμα, μια τραγωδία, που οπωσδήποτε θα αναστάτωνε το περιβάλλον της. Αυτή είναι μια απ’ τις διαφορές που κάνουν τις δυο πόλεις να μοιάζουν τόσο απομακρυσμένες μεταξύ τους, ώστε φτάνοντας κανείς στη Θεσσαλονίκη από την Αθήνα να έχει την εντύπωση πως φτάνει σε ξένη χώρα.
Στον Θανάση Τριαρίδη