
Πώς θα μπορούσε ένα θνητό και πονεμένο πλάσμα να αντισταθεί στην απελπιστική επίδραση τόσο συχνών απογοητεύσεων; Όταν η ζωή μαραίνεται και χάνεται προσπαθώντας να αδράξει το είδωλο κάθε χαράς και να νιώσει την πληγή κάθε ηδονής∙ όταν αναλώνεται τρέχοντας πίσω από μια ελπίδα, που έγινε εκατό φορές έγινε απάτη ανήλεη και αβάσταχτη. Πώς θα μπορούσε κάποιος σ’ αυτό το πέλαγος αγνωμοσύνης και ψεύδους να ξεχωρίσει μια φιλική καρδιά, μια πίστη, ένα στήριγμα; Όλα όσοι προσπερνούν φαίνονται ύπουλοι κι η αρετή τους δεν έχει στο μέτωπο το αστέρι που θα την κάνει να φεγγοβολά μες στα σκοτάδια.
Όταν συνηθίζουμε σ’ αυτήν τη νέα κατάσταση της ψυχής, την τόσο ταραγμένη και τόσο σκοτεινή, σιγά σιγά γινόμαστε πιο διορατικοί. Δεν αφήνουμε τον εαυτό μας να γελαστεί, γιατί δε φοβόμαστε πια την πλάνη∙ φτάνουμε σε κάποιο τέλος της φρόνησης, απέχουμε, δε δελεαζόμαστε, δεν επιθυμούμε πια.
Άλλοτε, επιθυμίες πιο ελεγχόμενες ή πιο εκλεπτυσμένες γίνονται πραγματικές και επίμονες. Ίσως, μέσα στη μοναδική κατάσταση της ύπαρξης δίχως επιθυμίες, υπάρχει περισσότερη ευδαιμονία παρά στην εκπλήρωση όλων των πόθων.
Στην Κλαίρη Μιτσοτάκη
1 Σχόλιο to “Λογοτεχνείο, αρ. 54”