03
Νοέ.
10

Κοσμάς Χαρπαντίδης – Μανία πόλεως

Ξεφυλλίζοντας στερήσεις

Ήδη από την αρχή ένας από τους αφηγητές ομολογεί πως η σιγανή αναταραχή των χιλιάδων περασμένων κατοίκων της πόλης τον έπεισε πως δεν έστεργαν ν’ αφηγηθούν την ιστορία της, γιατί ποτέ δε θεώρησαν τις αφηγήσεις προνόμιο της δικής τους τάξης – πόσο μάλλον μετά την εξάντληση της πολύωρης καπνεργασίας ή του φορτώματος των πλοίων με τόνους παστάλια. Άρα έπρεπε ο ίδιος αυτοπροσώπως να φροντίσει να μη μείνει πέτρα χωρίς σημάδια, προειδοποιώντας μας πως ο ρυθμός δεν θα είναι ενιαίος (και όντως δεν είναι, ευτυχώς) αλλά εναλλασσόμενος: πότε άρρυθμο μπλουζ της Φορντ, πότε αργό μακεδονίτικο, πότε μπαγλαμάς του καλντεριμιού, πότε βαλς και σονατίνες.

Αυτοί που σήκωσαν την πόλη στα χέρια θα σταθούν τώρα δίπλα στην γραφίδα του. Όμως τι θα έχουν απέναντί τους, τώρα που στη θέση των καπνομάγαζων και των αρχοντικών που τους φόβιζαν οικοδόμησαν την άδεια τους ψυχή σε μια πόλη που δεν μπόρεσε ποσώς ν’ αντισταθεί και που το βράδυ κρύβει τις ατέλειές της κάτω από μισοκρυμμένους φωτισμούς; Δεν υπάρχουν σκοτεινές γωνιές και μυστήριο (…) Και φυσικά, όταν βρέχει, η Ομονοίας, χωρίς ανθρώπους να την περπατούν, πλαγιάζει μόνη, σκοτεινή και θλιβερή.

Η φωνή του δεν ακούγεται απ’ τους περαστικούς αλλά τουλάχιστο η σκυτάλη της αφήγησης αθόρυβα αλλάζει χέρια και χείλια: ενός πρόσφυγα, μιας γάτας, ενός αλλοτινού μαθητή, κάποιου που φρόντιζε να στοιβάζονται τα κομούνια σε σαπιοκάραβα για τα ξερονήσια, του μικρού παιδιού που (δεν) έμαθε να ζει με τα βήματα και τη σκιά του χαφιέ. Κατόπιν αναλαμβάνουν κι άλλοι: ένα κορίτσι που μετατέθηκε στο νότο, κάποιος που επιθυμεί να μιλήσουν οι φωνές που τον κατοικούν, ο γνωστός πάντα εξομολόγος που λέγοντας πως θέλει να φύγει αναζητά στηρίγματα και δικαιολογίες να μείνει, κι εκείνοι που με τα χέρια έσκαψαν το κοίλο των Φιλίππων για να καθίσουν οι πρώτοι θεατές, που έρχονταν με φακούς και κεριά να δουν τους ηθοποιούς να βγαίνουν από τα αρχαία χαλάσματα και να μιλούν τον αρχαίο λόγο, χωρίς σκηνικά και φωτισμούς.

Μιλούν για πρόσφυγες που αναζητούσαν κρυψώνες για να παστωθούν, για άντρες που ψήθηκαν στη στέρηση, καπνέμπορους που προτίμησαν να χαθούν παρά να ξεπέσουν, λαδωτές και λαδωμένους, για ένα ζεύγος αυτοχείρων που το έπνιγε η ζωή, για ταλαντούχους ηθοποιούς που παιδεύονταν τα κυριακάτικα απογεύματα σε δωμάτια με χαλασμένες σόμπες, ψάχνοντας κάτι παραπάνω από το χειροκρότημα μιας σχολικής απαγγελίας. Διανύουν τα μέρη όπου αντηχούσαν οι φωνές τους και τους συναντούν να ξεπηδούν από φτηνά και ευτελή προγράμματα παραστάσεων, χιονισμένους απ’ τη λήθη. Στέκουν απορημένοι κάτω από ένα δέντρο που φυσάει και ξεφυλλίζουν τις στερήσεις και τους ρόλους που δεν έπαιξαν.

Στα 31 σύντομα αφηγήματα (σε συμπληρωμένη επανέκδοση, μετά την αρχική των εκδ. Επικαιρότητα 1993) επιστρατεύονται όλοι οι δυνατοί τρόποι διήγησης, θύμησης και αναθύμησης: άλλοτε αρκεί η γραμμική ιστορία ενός κτιρίου, άλλοτε οι αθόρυβες βιογραφίες των απλών ανθρώπων ή ο κατάλογος των συνεργατών μιας «έγκριτης» τοπικής έκδοσης και βέβαια οι πάντα συνομιλούσες φωτογραφίες, εδώ του Αρχείου του Λαογραφικού Μουσείου και του Ιστορικού Αρχείου του Δήμου Καβάλας αλλά και σύγχρονων φωτογράφων. Άλλωστε οι λέξεις τώρα αποτελούν το μόνο χειροπιαστό υπόλειμμα από τις μονόχωρες γειτονιές που πνίγηκαν στα λύματα και στα ποντίκια και πρέπει να (ξε)σκεπάσουν τις αναθυμιάσεις θειούχων λιπασμάτων, την μούχλα, την τσίκνα, τον καπνό που δεν εξαφάνισε καμία άσφαλτος και καμία πολυκατοικία και πάνω απ’ όλα τη σιωπή: Σιωπή, σιωπή, σιωπή. Σαν αρρώστια, σαν ιός, επιβεβλημένη, με ρόπαλα και σκούρα γυαλιά, με φαρμακερές ματιές, με λόγια – ατσάλι που δεν ειπώθηκαν, αλλά αιωρήθηκαν για μια στιγμή και τα εισέπραξαν οι ηττημένοι. Ποιος πληρώνει το αντίτιμο της σιωπής και ποιος λόγος είναι ο νικητής; (…) Χρόνια μετά κατάλαβα πως μία επίπτωση της ήττας ήταν και η σιωπή. Και πως όλοι οι μεγάλοι σιωπηλοί ήταν οι χαμένοι αριστεροί που τότε αναζητούσα. Και ήταν πολλοί τότε, γιατί η πόλη βούλιαζε στη σιωπή κι άλλον ήχο δε γνώριζε. (σ. 80)

Ο Κοσμάς Χαρπαντίδης (Κάτω Νευροκόπι Δράμας, 1959) ζει από το 1986 στην Καβάλα όπου εργάζεται ως δικηγόρος και αποτελεί μια από τις πλέον αντιπροσωπευτικές λογοτεχνικές φωνές της πόλης (βλ. την ευρύτερη θέση του στην Λογοτεχνική της Χωροταξία και τις σχετικές επισημάνσεις στο βιβλίο «Παλίμψηστο Καβάλας. Ανθολόγιο μεταπολεμικών λογοτεχνικών κειμένων», σε εισαγωγή, επιμέλεια και ανθολόγηση των Ευρυπίδη Γαραντούδη και Μαίρης Μικέ, Αθήνα – Καβάλα, Καστανιώτης – Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας, 2009). Μιας Καβάλας που καθρεφτίζεται σε μια λογοτεχνική αποτύπωση όπου συνυπάρχουν η σωματικότητα και η μνημονικότητα, μιας αλλοτινής καπνούπολης που πλέον έγινε πόλη δημοσίων υπαλλήλων, πόλη χωρίς πρόσωπο, αντίγραφο τόσων άλλων. Μόνο τη θάλασσα δεν τόλμησαν ν’ αλλάξουν οι νέοι άποικοι. Αυτήν την θεώρησαν υπεράνω πάσης υποψίας.

Εκδ. Κέδρος 2010, σελ. 109.

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 23, φθινόπωρο 2010. Οι φωτογραφίες (Έξοδος καπνεργατών του οίκου «Μ.Λ. Έρζοκ και Σα» και Αναγνωστήριον Σωματείου Καπνεργατών Η Ευδαιμονία) είναι από την εξαιρετική ιστοσελίδα του Ιστορικού και Λογοτεχνικού Αρχείου Καβάλας.

Advertisement

0 Σχόλια to “Κοσμάς Χαρπαντίδης – Μανία πόλεως”



  1. Σχολιάστε

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s


Νοέμβριος 2010
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
1234567
891011121314
15161718192021
22232425262728
2930  

Blog Stats

  • 1.138.702 hits

Αρχείο


Αρέσει σε %d bloggers: