
O Anderson συνέχισε όλα αυτά τα χρόνια να συνεργάζεται με δίδυμες μουσικές ψυχές αλλά πρώτη φορά μουσικολογεί αποκλειστικά με τον Rick Wakeman (χωρίς βέβαια να συμπεριληφθούν οι δίσκοι των Yes αλλά και οι δυο κυκλοφορίες ως τετράδας μαζί με τους Bruford και Howe). Περιττό να πούμε πως ο δεύτερος αναλαμβάνει πιάνο, πλήκτρα, έγχορδα, φλάουτα, όλα για την φωνή του χρόνιου φίλου του. Το αποτέλεσμα είναι ένα ηρεμιστικό, αρμονικό songbook, με τραγούδια που μοιάζουν να υπακούουν σε μια φυσική ροή και να κυλάνε το ένα μετά το άλλο, σαν ένα φυσικό τοπίο που δεν έχει πολλές εναλλαγές αλλά ανεπαίσθητες μεταβολές που αναδεικνύουν την ουσία του. Κανένα τραγούδι δεν στέκεται πάνω απ’ τα υπόλοιπα, όπως και κανένα δεν φιλοδοξεί να σφυριχτεί στο δρόμο ή στο πρωινό ξύπνημα – αν και τα ομότιτλα κι ένα δυο ακόμα ξεχωρίζουν κατά τι.
Φυσικά το αποτέλεσμα οφείλει πολλά στην αγγελική, απόκοσμη φωνή του Anderson, που αναγνωρίζεις ανάμεσα σε χίλιες, που δεν μπερδεύεις με καμία άλλη. Ο δίσκος αποτελεί ένα βαθιά προσωπικό και πνευματικό concept album, με επίκεντρο τον «Κήπο» (“The Garden”), έναν ιδεατό φιλοσοφημένο χώρο φιλοσοφίας και γαλήνης που τον θεράπευσε όταν το 2008 βρέθηκε πολύ κοντά στον θάνατο, από οξεία αναπνευστική ανεπάρκεια, που την ακολούθησε μακρά νοσηλεία. Ο Jon δεν μπορούσε να τραγουδήσει για 6 μήνες – απλώς ζωγράφιζε ή άκουγε και παρακολουθούσε τη φύση. Συνεχίζεται δηλαδή εδώ το πολύχρονο θεματολογικό ενδιαφέρον του σε θέματα της φύσης, του πλανήτη, της ψυχικής σύνδεσης με την γη, της γαλήνης με τον εαυτό.
H δημιουργία του Living Tree ήταν, όπως πλέον σε πολλές περιπτώσεις, τρανσατλαντική: ο Wakeman έστελνε μουσική από το ένα άκρο της θάλασσας κι ο Anderson άρχιζε να τραγουδά πάνω της, συχνά μάλιστα χωρίς να ακούει ολόκληρο το κομμάτι αλλά μόνο τις πρώτες νότες. Οι στίχοι γράφονταν με τον ίδιο τρόπο, με την «έναρξη» της φωνητικής έκφρασης, στην πρώτη ακρόαση. O J. εδώ και μια επταετία εργάζεται έτσι, με ανθρώπους από παντού στον κόσμο. Η τελική εννιάδα επιλέχτηκε από ένα πολύ μεγαλύτερο κατάλογο κομματιών, ενώ το αρχικό πλάνο περιελάμβανε και ορισμένα κομμάτια των Yes παιγμένα αλλιώς, που ήδη παίχτηκαν σε κοινή τουρ (Anderson/Wakeman Project 360).
Από την Αγγλία ο Rick, από τις ΗΠΑ ο Jon συναντιούνται στην κορυφή ενός προσωπικού διηπειρωτικού αγωνίσματος με μουσική ιδανική για περισυλλογή και αποκάθαρση των εντάσεων. Όσο κι αν ο κυνισμός μέσα μου με τραβάει μακριά από τέτοιες ηρεμισμένες μουσικές και πολυφορεμένες θεματικές, δεν μπόρεσα να μη σταθώ λίγο εδώ, να ακούσω τον δίσκο πολλές φορές και να μου φανεί σαν βάλσαμο μέσα στην φρικιαστική φετινή κακοφωνία.
Πρώτη δημοσίευση: εδώ.