Οι θεματικές συλλογές διηγημάτων έχουν πάντα ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αφενός καταδεικνύουν πολλές και διαφορετικές πλευρές του εκάστοτε «επίκεντρου» με πλάγιους ή ευθύγραμμους φωτισμούς και υπό ποικίλες γωνίες σκόπευσης, αφετέρου αποτελούν ιδανική ευκαιρία για τους συμμετέχοντες συγγραφείς να πειραματιστούν με τη φόρμα και την γραφή εν γένει. Οι αναγνώστες εξάλλου έχουν την πρόσθετη δυνατότητα για μια γενικότερη εποπτεία ενός μέρους της σύγχρονης λογοτεχνικής μας συγκυρίας και για μια σύγκριση πενών πάνω σε κοινό «πεδίο δοκιμών». Ένα τέτοιο, μέχρι πρότινος παρθένο έδαφος αποτελεί η ευρύτερη κατηγορία των εγκλημάτων κατά της φύσης και του περιβάλλοντος, ορισμένα από τα οποία δεν έχουν ακόμα αποκτήσει νομοτυπική μορφή με σαφή αντικειμενική υπόσταση.
Η τυπολογία των φυσικών και ηθικών αυτουργών διαφέρει πλέον από εκείνη των «παραδοσιακών» εγκλημάτων, εφόσον οι παραβατικοί χαρακτήρες προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από την σφαίρα του δημόσιου βίου, ο δε αριθμός τους έχει διευρυνθεί σημαντικά. «Η Μεγαλόχαρη» του Ανδρέα Αποστολίδη αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα, καθώς μονές, σωματεία, αδελφότητες και εκκλησιαστικές ή μη οργανώσεις, δικηγόροι και υποθηκοφύλακες, δασάρχες, κτηματομεσίτες και κατασκευαστικές εταιρείες εμπλέκονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε ένα έγκλημα από την φύση του πολύπλοκο, καθώς κατακερματίζεται σε άλλα επιμέρους αδικήματα: υπεξαίρεση χρημάτων από κοινοτικά προγράμματα και αγροτικές επιδοτήσεις, παύση κάθε απόπειρας αναδάσωσης, νομιμοποίηση καταπατήσεων γης. Η ψυχρή ενορχήστρωσή του με καταμερισμό των παράνομων εργασιών και η διάδοση της «τέχνης του ελεγχόμενου εμπρησμού», στοιχεία δυστυχώς μιας σύγχρονης πραγματικότητας, καθιστούν το διήγημα ένα από τα πλέον ρεαλιστικά της συλλογής.
Η αλαζονική αντιμετώπιση των κανόνων της φύσης τιμωρείται υποδειγματικά από τον Γιάννη Ευσταθιάδη («Η σαρδέλα θα κολυμπήσει στην κονσέρβα»). Ένας μεγαλομανής επιχειρηματίας συλλαμβάνει την ιδέα παραγωγής ενός τροφίμου που θα φτάνει πραγματικά ζωντανό στον καταναλωτή: μια σαρδέλα που σπαρταρά στην κονσέρβα. Η σύλληψη της ιδέας του κυριολεκτικά ζωντανού προϊόντος με την αρχέτυπη γεύση (που βασίζεται στην προσέλκυση των ψαριών από ισχυρούς ηλεκτρομαγνήτες σε ειδικές εγκαταστάσεις και την διατήρησή τους στη ζωή με ένα εμφυτευμένο τσιπάκι) τον οδηγεί σε εξωφρενικότερα όνειρα για θαλασσινά, πουλερικά, πτηνά και λαχανικά «φρέσκα του θανάτου» – κατά τον στίχο του Γιάννη Βαρβέρη. Όμως προτού οι κονσέρβες καταστούν μικροσκοπικά ενυδρεία, θα γίνει ο ίδιος βορά στις ζωικές δυνάμεις της φύσης, αλλά και εμπορικό προϊόν σαν εκείνο που επιχείρησε να λανσάρει. Τα περί φυσικής εκδίκησης θίγονται και στο διήγημα του Νεοκλή Γαλανόπουλου («Ένας βουβός μάρτυρας») ως την πειστικότατη ανατροπή τους, καθώς οι τέσσερεις νεκροί δεν αποτελούν τελικά θύματα της «αδιάφορης θεότητας» αλλά της προσωπικής τους βλακείας.
Η σκηνογράφηση ενός ρημαγμένου περιβάλλοντος ως του πλέον κατάλληλου φόντου για μια άλλη παράλογη ιστορία προτείνεται από τον Χρήστο Χαρτοματσίδη («Ο Super G από την Καλκάντζα») και θυμίζει μερικές έξοχες μετακομμουνιστικές βαλκανικές ταινίες. Ένα «ιερό» παιδί θαυματουργεί δίπλα στο βρώμικο ποτάμι και τους σκουπιδότοπους της τσιγγάνικης συνοικίας, καθώς μια περίεργη χημική σκόνη κατακλύζει την ατμόσφαιρα και τα ζώα μεταλλάσσονται ή αποδεκατίζονται από ασθένειες. Η ζοφερή εικόνα της μετατροπής της χώρας σε αποθετήριο τοξικών αποβλήτων αποτελεί τον καμβά και της αστυνομικής ιστορίας του Ανδρέα Μιχαηλίδη («Έγκλημα διπλής αντικατάστασης»). Άραγε οι νέες πόλεις – χωματερές θα αποτελούν απλώς το ιδανικό σκηνικό ανάλογων σουρεαλιστικών ιστοριών ή μήπως θα μπορούν και να τις «προκαλέσουν»;
Στους «Ιππόκαμπους» της Νένης Ευθυμιάδη δυο αδελφές αντιπροσωπεύουν τις διαφορετικές και ουδέποτε εφαπτόμενες ιδεολογικές κοσμοθεάσεις του προβλήματος. Η μεγαλύτερη αδυνατεί να καταλάβει την ανεξήγητη συμπεριφορά της μικρότερης, φιλοξενούμενης στη συζυγική της εστία, που πενθεί για άγνωστα πρόσωπα και θλίβεται για το επερχόμενο τέλος του κόσμου. Βέβαιη για την σχιζοφρένειά της αποπειράται τρόπους «ευσπλαχνικής» δολοφονίας της. Για άλλη μια φορά η εικόνα για τον άλλο αποδεικνύεται λανθασμένη: η ψυχολογική συντριβή της νεαρής ερείδεται στον τρόμο για τις κλιματολογικές αλλαγές, τον θρήνο για πρόσωπα υπαρκτά και τον οίκτο για το ζεύγος που αρνιέται την πραγματικότητα αναζητώντας «μικρές καραμέλες ευτυχίας». Όταν ο πλανήτης υποστεί ανεπανόρθωτη καταστροφή και οι ιππόκαμποι κινηθούν στα όρη και στα βουνά προς ένα νέο καταφύγιο, μέχρι πότε η ζωή θα «ανακαλύπτει λύσεις εναλλακτικές για να προσαρμοστεί»;
Η ηρωίδα της Ελένης Γκίκα («Κάκτος σε σχήμα καμέλιας»), περιπατήτρια αγρών και ανθοκηπίων, ζει και αναπνέει με τα λουλούδια, με βάση τα οποία ταξινομεί διαθέσεις, τόπους, συγγραφείς. Όταν μια σπάνιας μορφής αλλεργία καθιστά απαγορευτική την οποιαδήποτε επαφή μαζί τους, αναζητά άλλες προσομοιωτικές ψευδαισθήσεις ανθοφορίας όπως η αφή φωτογραφιών και η γραφή. Καθώς όμως ο «ολάνθιστος κήπος στο κεφάλι της» θεριεύει, επιλέγει τις δυο πλέον ακραίες εξόδους από το αναπάντεχο στερητικό: την καθολική ρύπανση του αττικών εξοχών και την αυτοκτονική της μετάλλαξη από τα αλλεργιογόνα άνθη. Το ρομαντικό – λυρικό στοιχείο της αυτοθυσίας στο δηλητήριο της χλωροφύλλης ακυρώνεται από την εφιαλτική διαπίστωση του ακαριαία ευάλωτου της χλωρίδας: ένας ολιγόλεπτος αεροψεκασμός αρκεί για να ερημώσει ένα ολόκληρο τοπίο.
Οι παλαιότερες πλην διαχρονικές περιβαλλοντικές επενέργειες των μικρών συνοικιακών εργοστασίων ή εργαστηρίων επαναφέρονται στο διήγημα του Τάσου Καλούτσα («Το χυτήριο»). Ο άλλοτε επίφοβος και απαγορευμένος τόπος που εμπότιζε με μυριάδες κόκκους σκόνης τα σώματα και τα πνευμόνια των εργατών παραμένει αποπνικτικός για το θυμικό του αφηγητή, «σαν την μολυσματική ατμόσφαιρα της χύτευσης», ενώ το μαυρισμένο χώμα του λάκκου μοιάζει να καθρεφτίζει τα ακάθαρτα μνημονικά υποστρώματα της παιδικής του ηλικίας. Εμπνευσμένη από άρθρα εγχώριου και ξένου Τύπου, η «Επιχείρηση “βακτήρια”» της Χρύσας Σπυροπούλου (που επιμελήθηκε τον τόμο) υπενθυμίζει την πλέον σύγχρονη μορφή με την οποία η γνώση και οι φορείς της μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο μιας παραβατικής συμπεριφοράς. Η απαγωγή ενός επιστήμονα με σκοπό την παράνομη εμπορία του έργου του (δημιουργία τεχνητών μικροοργανισμών για την παραγωγή βιοκαυσίμων) υποδεικνύει την υποκατάσταση της πολεμικής τεχνολογίας από την πράσινη επιστήμη στον κατάλογο των απειλούμενων αγαθών. Στο άμεσο και απώτερο μέλλον, με λιγότερα ή περισσότερα στοιχεία φαντασίας κινούνται και τα υπόλοιπα διηγήματα των Δ. Κούρτοβικ, Ν. Γ. Ξυδάκη, Γ. Πανούση, Μ. Πανώριου και Γ. Ρηγάτου.
Από μορφολογική άποψη διαπιστώνεται μια γενικότερη διάθεση πειραματισμού με τη φόρμα, συχνά με διάσπαση των διηγημάτων σε επιμέρους ενότητες, παραπομπές σε πηγές και εμπνεύσεις, εναλλαγές αφηγηματικών φωνών και κειμενικών ειδών, ακόμα και φωτογραφία και σκίτσο (της «καινοτομίας» του Γ. Ευσταθιάδη). Θεματολογικά η προαναφερθείσα χρονολογική αναγωγή των περισσότερων ιστοριών σε μελλοντικά ή φαντασιακά κλίματα, αφήνει απ’ έξω μια σειρά από «οικολογικά» εγκλήματα του άμεσου παρόντος να περιμένουν την λογοτεχνική τους αποκρυστάλλωση. Μένει η σχετική, τραγικά επίκαιρη κραυγή της ηρωίδας των «Ιππόκαμπων»: Παράδοξο, αλλά ποτέ δε φανταστήκαμε πως η ολική καταστροφή αφορά τη γενιά μας. Στην δράση μας παραμείναμε οι ρομαντικοί μελλοντολόγοι, νομίζαμε ότι μαχόμαστε για χάρη των παιδιών που πρόκειται να γεννηθούν και ποτέ δεν υποψιαστήκαμε πως η απειλή στρεφόταν εναντίον μας.
Εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 2009, σελ. 452.
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 24 (χειμώνας 2010-2011). Οι φωτογραφίες από Κασπία, Λάγκος (Νιγηρία), Οχάιο, Ρουάντα.