«Sorry you missed the sixties» τιτλοφορήθηκε η έκθεσή του κορυφαίου φωτογράφου Φίλιπ Τάουσεντ και το συλλυπητήριο τούτο σκώμμα μεταφέρεται στα γήπεδα αλλοτινών δεκαετιών. Αυτό που χάθηκε εδώ και αναζητήθηκε στην στήλη Ημερολόγιο Ποδοσφαίρου της αθλητικής εφημερίδας Sportday (2008-2010) είναι η αθωότητα και η μαγεία του ποδοσφαίρου της ερασιτεχνικής και ημιεπαγγελματικής εποχής. Οι συγκρίσεις του χθες με το σήμερα είναι αναπόφευκτες: διαφορετικοί άσοι μεγαλουργούσαν στο ξερό γήπεδο χωρίς την τηλεοπτική χρυσόσκονη, οι αντίπαλοι οπαδοί κάθονταν μαζί στις εξέδρες με τα τσιμεντένια καθίσματα και τα φελιζόλ. Ήταν «εποχές θριάμβου για το μελάνι και το χαρτί»: δημοσιογράφοι «έγραφαν ματς» από το σκάμμα ή τα υποτυπώδη θεωρεία, φωτογράφοι αποτύπωναν τις κορυφαίες στιγμές (όπως η μονομαχία Κούδα – Καψή που κοσμεί τα προποτζίδικα της Θεσσαλονίκης) και τις επίμαχες φάσεις με τις «γκράνφλεξ». Ο θεσμός του Κυπέλλου Ελλάδος προκαλούσε δέος αντίστοιχο με το ογκώδες τρόπαιο, οι αρχηγοί ενέπνεαν σεβασμό. Σήμερα οι ομάδες δεν έχουν σταθερό κορμό αλλά είναι μιας ή δυο χρήσεων: οι νεοαποκτηθέντες διώκονται ή μοσχοπουλιούνται ακυρώνοντας κάθε συναισθηματική αφομοίωση των οπαδών, η κοινή κοινωνική εμφάνιση παικτών αντίπαλων ομάδων θεωρείται έγκλημα, ντέρμπι συχνά γίνονται με οπαδούς της μιας ομάδας ή σε άδειες κερκίδες.
Αναπόφευκτα το βάρος της μνήμης πέφτει στις μεγάλες θεσσαλονικιώτικες ομάδες που, αντίθετα με τις αντίστοιχες αθηναϊκές που διεκδικούν την χαρά της νίκης «αορίστου χρόνου», αντιπαραθέτουν τις δικές τους άτυπες πρωτιές, ελκύοντας φιλάθλους, όπως ο Ηρακλής τον Αλμπέρτο Ναρ, από το στοιχείο της μη αναγνωρισμένης αυθεντίας, της μειοψηφίας που διώκεται αλλά επιμένει να υπάρχει, του περιπλανώμενου που συνεχίζει χωρίς ελπίδα στεγαστικής αποκατάστασης. Η μυθολογία τους άλλωστε θερμαίνεται από τους λογοτέχνες της πόλης: ο Μανόλης Αναγνωστάκης φεύγει τελευταίος από το γήπεδο, περιμένοντας με τους φίλους του έξω από τα αποδυτήρια τους παίκτες με την μπριγιαντίνη στο μαλλί, ώστε να τους «αναλύσουν» μετά στα σκαλάκια της Παναγίας των Χαλκέων, ο Περικλής Σφυρίδης ως γιατρός του Άρη τρυπώνει στα αποδυτήρια του ΠΑΟΚ για να μιλήσει με τον Κούδα, ο Πάνος Θεοδωρίδης αναζητά τους παλαίμαχους στα ταπεινά μαγαζιά τους και στις αναλογίες με τους ποιητές: Θα με ξεχάσουν σαν τον Καπερνέκα./Όταν η φλόγα μου μπλαβιάσει, θα παίρνουν κάποιοι τον στίχο μου για μια αναφορά.
Προσωπικές μνήμες (Χιώτης, Καζαντζίδης και Νιλ Σεντάκα στα μεγάφωνα, σαββατιάτικες μεταδόσεις στο ασπρόμαυρο ΕΙΡΤ, γειτονικά ντέρμπι μικρών πόλεων) εμπλέκονται με μυθοποιητικές ιστορίες: ο Αντωνιάδης έχει ως μόνη παρέα έναν περιπτερά της Λεωφόρου, ο Μίμης Παπαιωάννου επί δοκιμή τραγουδιστής στη Στουτγάρδη κάνει ντρίπλες στα δέντρα μιας αλάνας, οι οπαδοί του ΠΑΟΚ μένοντας ακόμα στα προσφυγικά τολ χρηματοδοτούν την κατασκευή της Τούμπας. Η συναισθηματική γραφή του Μπλιάτκα συγκρατείται από ένα «δημοσιογραφικό», χωρίς ίχνος λογοτεχνικότητας ύφος οδηγώντας σε μια ευγενή ισορροπία προσωπικού ενθυμήματος και ιστορικού χρονογραφήματος, διανθισμένης με μαυρόασπρες φωτογραφίες. Ήταν άραγε όλα τόσο μαγικά ή εξιδανικεύονται από την νεότητα; Στο απόσπασμα αδημοσίευτου διηγήματος του Γιώργου Σκαμπαρδώνη ο έφηβος συγγραφέας συμμετέχει στο παιχνίδι των πέναλτι σε μεγάλους τερματοφύλακες στο λούνα παρκ της Διεθνούς Έκθεσης. Ένα γκολ στον Νίκο Χρηστίδη το κρατά μαζί του για χρόνια, μέχρι να μάθει από τον ίδιο πως αφηνόταν που και που κάποιο σουτ να μπει στα δίχτυα. Τελικά να παραμένει κανείς πιστός σε προσωπικούς και συλλογικούς μύθους;
Υ.Γ. Ιστορίες για την Αμερική του Αλκέτα, τον Μπόμπι Μουρ και τον Τζιάνι Ριβιέρα, το Γουέμπλεϊ, από το πρώτο γήπεδο του ΠΑΟΚ στο Συντριβάνι, με φόντο το Επταπύργιο και μια υπόγεια στοά να οδηγεί από την Ηλεκτρική Εταιρεία στα άθλια αλλά ιστορικά αποδυτήρια, από τα εγκαίνια της Τούμπας με την ντακότα της πολεμικής αεροπορίας να πετά μπάλες στο γήπεδο. Η μπάντα του Παπαφείου στα εγκαίνια του Καυταντζογλείου, η νύχτα (του Ιουνίου 1976) που «χάθηκε η μπάλα» – το μοναδικό κύπελλο του Ηρακλή, ο πατέρας του Ντίνου Χριστιανόπουλου με αυτοσχέδιο πανό που έγραφε «Μπιτζίμ ΠΑΟΚ» (Να ζήσει ο ΠΑΟΚ) και το οποίο, όταν γυρνούσε από ήττα, καταχώνιαζε λυπημένος. Κάποιος στη γιορτή κρασιού στο Άλσος της Νέας Ελβετίας βρήκε μπάλα που έφτασε μέχρι εκεί από σουτ του Καπερνέκα. Εκείνος που τον έλεγαν Πέμπτο Μπητλ (φωτ.) κι ήταν ο Καλύτερος, οι σπουδαίοι Μίμηδες και τόσοι ανώνυμοι: όλα κι όλοι περνούν για λίγο από δω.
Εκδ. Τόπος, 2010, σ. 259.
Πρώτη δημοσίευση: Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, τεύχος 637, 8.1.2011 (και εδώ), εκτός από το υστερόγραφο, που προστίθεται αποκλειστικά στο Πανδοχείο.