The Coral – Butterfly House (Deltasonic,2010)

 

Καθώς ακούω τους Κοραλένιους φίλους μου αναθυμούμαι κι αναθυμώνω μ’ εκείνους που πομπώδικα αντιδρούσαν στην αναβίωση της ψυχεδέλειας και του γκαράζ εκεί γύρω στα μέσα των 80ς. «Τι αναχρονισμός, τι αντιγραφή, τι μιμητισμός, τι έλλειψη προσαρμογής στο σήμερα, μουσικώς και περιβαλλοντικώς», έσκιζαν σχεδόν όλοι τα ρούχα τους. Τώρα οι ίδιοι ακριβώς χύνουν (μελάνι κυρίως) με τους διάφορους νεωκόρους του 2010, και είναι η σειρά μου να βάλω τα γέλια. Κοιτώ λοιπόν τις λίστες με τα καλύτερα της χρονιάς, έστω τις προτάσεις που βγαίνουν από τον μέσο όρο εντύπων, μπλογκς και συναφών εξωτερικεύσεων. Εδώ δε μιλάμε μόνο για ανυπαρξία τραγουδιών αλλά και για ωμέγα ποιότητος αντιγραφή μιας εποχής που πλάκα πλάκα είναι κι αυτή πίσω, αλλά όχι απλώς 20 (όπως ήταν η νεοψυχεδέλεια του 85) αλλά 30 χρόνια πριν!

Ε όχι. Αν είναι να υποστώ τους ανυπόφορους αναχρονισμούς των διαφόρων Drums. Yeasayer, Vampire Weekend, Hot Chip, These New Puritans, Gorillaz, MGMT, Caribou που βλέπω πως κοσμούν τις απελπισμένες ετήσιες ανασκοπήσεις, χίλιες φορές οι ευάεροι, ευήλιοι, μπουμπουκιασμένοι, ψυχεδελιασμένοι και ψυλλιασμένοι περί της σωστής ψυχεδελικής ποπ Coral. Χίλιες φορές η 60ς κομψοτεχνουργία τους, παρά η όποια επιλογή μεταξύ τόσο ξεκαρδιστικών κυκλοφοριών. Αυτοεξαιρούμαι από κάθε Ανασκόπηση του τίποτα.

Στον πέμπτο του δίσκο λοιπόν (χωρίς να υπολογίσουμε βέβαια την συλλογή με τα singles ούτε το ξεσαλωτικό μινάκι Nightfreak and the Sons of Becker) ύστερα από δίχρονη πίεση συνθέσεων και ετοιμασιών, το σχήμα απ’ το Merseyside, Wirral (στην παραέξω πλευρά του Liverpool) συνεχίζει μ’ έναν κιθαρίστα μείον (ο Bill Ryder-Jones έφυγε μετά το Roots and Echoes) αν και δεν διέκρινα καμία απολύτως διαφορά στις κιθάρες. Τα πέντε μέλη βρίσκονται ακόμα στην δεύτερη δεκαετία της ζωής τους: καμία έκπληξη, αυτή η μουσική πάντα έβγαινε από πολύ νεανικές καρδιές.

Απολαμβάνω λοιπόν τον συνδυασμό Αριζονικής σκόνης και αλαζονικής χίπικης αυθάδειας του More Than A Lover, το α λα The Byrds καμπάνισμα του Roving Jewel, την ελάττωση ταχύτητας αλλά αύξηση παλμών του Walking In The Winter. Ακούω μια κλασική βρετανική μπάντα ακριβώς του μέσου της δεκαετίας του 60, που αραδιάζει τρίλεπτα που μένουν στο μυαλό, κατρακυλάν προς τα χείλη, ανοίγουν χρώματα και ουρανούς. Ακούω δυο τυπικά σούπερ σινγκλάκια (Sandhills, Two Faces), αλλά τι λέω; Σχεδόν όλα εδώ μέσα είναι υποψήφια σιγκλάκια (με την έννοια των 60ς), με εξαίρεση τελικά αυτό που βγήκε ως σινγκλάκι, το 1000 Years. Μου μυρίζουν περάσματα από Beach Boys, Zombies, Scott Walker, μου αρέσει η ηρεμία της ταραχής τους με φολκ και κάντρι επιρροές. Και προσοχή στους πιτσιρικάδες που θυμούνται, λέει, τους Stone Roses. Δεν έχουν ακούσει ποτέ Love, δεν ξέρουν τι ακουγόταν στο San Francisco του 1967, δεν έμαθαν ποτέ για Mersey Ρεύματα και Βρετανικές Εισβολές.

Πολλοί αποδίδουν εύσημα στον παράγωντα (με ωμέγα πάντα) John Leckie αλλά δε μπορώ να φανταστώ τι παραπάνω έκανε ο τύπος απ’ το τυπικό καθήκον.Σε τέτοιου είδους μπάντες η θέση του κόουτς είναι απλώς να συγκρατεί τις ορμές των κιθαριστών, να ισορροπεί τα όργανα, να φροντίζει για τη σωστή δόση εφέ και φυσικά να λουστράρει τον ήχο. Μια περιορισμένη έκδοση του δίσκου περιλαμβάνει μια εξάδα κομματιών προς φολκ κατεύθυνση.

Βέβαια όπως πάντα το θέμα αλλάζει αν έχω να διαλέξω γενικώς δίσκους απ’ το είδος. Για άλλη μια φορά το πρωτότυπο κυριαρχεί οριστικά, και είναι τόσο ανεξάντλητη τη δεξαμενή του, είναι τόσο αχανής η παραγωγή τέτοιων δίσκων στα 60ς και στα 70ς, και πιστέψτε με, εκεί βρίσκονται ακόμα άγνωστα αριστουργήματα, που τα ακούει κανείς και αναρωτιέται τι κάνουμε μ’ όλους τους «σύγχρονους» εδώ μέσα….

Πρώτη δημοσίευση: mic.gr