Η καλή και απαιτητική λογοτεχνία, σαν το σουσάμι ανάμεσα στα δόντια, μπορεί και πρέπει να ενοχλεί. Με το απροσδόκητο μήνυμα, το αλλόκοτο περιεχόμενο, το λοξό ύφος, μπορεί και πρέπει να απαντά στις αλλόκοτες προκλήσεις της κατακερματισμένης καθημερινότητας όπου επικρατεί ο εγωισμός, η απληστία και η αρπακτικότητα. Και όχι να μας εφησυχάζει κλεισμένη στο γυάλινο πύργο της αυταρέσκειας και στο κατά συρροή ξεπατίκωμα ποιημάτων, μεταφράσεων, κριτικών ξένων βιβλίων από το Διαδίκτυο…
γράφει ο Ντίνος Σιώτης στο κείμενο Επιπλέουν, ακριβώς στο κέντρο του τεύχους και στο επίκεντρο ενός αφιερώματος που αφορά όλα όσα μας εκνευρίζουν, μας εξοργίζουν και μας αηδιάζουν στη Λογοτεχνία και τη «λογοτεχνία», κοινώς μάς οδηγούν στην έκφραση ΟΥΦ!. Και για εκείνους που είναι στυλωμένοι στην ανασφάλεια έλλειψης ταλέντου και στα δανεικά δεκανίκια της υπερδιακειμενικότητας (transtextualité)… ή αρθρογραφούν κατά της εξωστρέφειας της ποίησης και των δημόσιων εκδηλώσεων, λησμονώντας ότι ακόμα και η απλή έκδοση βιβλίου είναι πράξη εσωστρεφής…ή δεν θέλουν η ποίηση να βγαίνει στους δρόμους, να διαβάζεται σε δημόσιους χώρους, να δημοσιεύεται στις εφημερίδες και να τοιχοκολλάται στις κολώνες αλλά να ναρκισσεύεται στα γυάλινα δέντρα της πραγματικότητας των διακοπών της.
Ενδεικτικά είναι τα θέματα ορισμένων εντός κλίματος δοκιμίων – Λογοκλοπή για όλους (Roger Cohen), Commedia dell’ arte ή μια απάντηση στο ερώτημα: Γιατί οι σύγχρονοι συγγραφείς δεν απαντούν στο ερώτημα: Ποιοι σύγχρονοι συγγραφείς έχουν υπερεκτιμηθεί; (Γιώργος Μπλάνας), Πλαστά απομνημονεύματα και μυθοπλασίες που υποκαθιστούν την Ιστορία (Jill Lepore) – ενώ ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, ανάμεσα σε δεκάδες «Δεν αντέχω» γράφει: Δεν αντέχω, πιο πολύ απ’ όλα, τον εαυτό μου, όταν κάνει συμβιβασμούς, του βουλώνει, αποφεύγει να πει την αλήθεια, κάτι που γίνεται, αν και όχι αρκετά συχνά, ελπίζω. Στο Γράμμα από το Μπουένος Άιρες ο Ρήγας Καππάτος μας θυμίζει για την Λογοκρισία του Ταγκό, απ’ όπου συγκρατώ τη δήλωση του αρχιεπισκόπου του Μπουένος Άιρες Γουστάβο Φραντζέσκι ότι ο αμοραλισμός που συμβολίζει ο Κάρλος Γαρδέλ είναι μια καθαρή αναρχία [1935]. Βέβαια δέκα χρόνια αργότερα έγινε πρόεδρος της Ειδικής Επιτροπής που θα διέκρινε τα αποδεκτά και τα μη αποδεκτά ταγκό. Άρα, συμπεραίνω, προήδρευσε επί Αμοραλιστών και Αναρχικών. Γιατί το μέλι του Προεδρεύειν υπερισχύει ισχυρισμών…
Πλέον σπαρταριστός όλων αποδεικνύεται ο Anis Shivani που επιλέγει το πιο λεπτό θέμα: Υπερεκτιμημένοι συγγραφείς. Ενδεικτικά: ο Τζων Άσμπερυ ευθύνεται περισσότερο από όλους τους άλλους για την μετατροπή της αμερικανικής ποίησης των τελευταίων δεκαετιών του εικοστού αιώνα σε μια ερμητικού χαρακτήρα, αυτό-περιχαρακωμένη, εντελώς ιδιωτική υπόθεση ενώ ο Τζόναθαν Σάφραν Φόερ καβάλησε το τρένο των παχιών αγελάδων που τρεφόντουσαν από τις 11/9 οπότε και έγραψε το Απίστευτα Δυνατά και Απίστευτα Κοντά, όπου περιγράφει έναν Τζόναθαν Σάφραν Φόερ εννιά χρονών, που έχει το μυαλό ενός Τζόναθαν Σάφραν Φόερ είκοσι οκτώ ετών. Αφού έκανε είσπραξη χάρη στις 11/9, και επειδή δεν υπήρχε άλλο χρυσωρυχείο να λεηλατήσει, μετακινήθηκε προς δοκιμιακού τύπου κείμενα και έγραψε το Eating Animals, όπου κρέμεται από το σακάκι του Τζ. Μ. Κουτσί. Διαβάζεται, αλλά δεν έχει ούτε μια πρωτότυπη σκέψη. Όταν έγινε πατέρας σταμάτησε να τρώει ζώα, όχι όμως και να ξοδεύει πολύτιμο χαρτί που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί διαφορετικά…
Ο Γουίλιαμ Τ. Βόλμαν έχει μια σταθερή κλίση προς τον σαδομαζοχιστικό μισογυνισμό, στοιχείο το οποίο προσπερνούν οι έντρομοι κριτικοί του. Πήδηξε στο κενό που έχουν αφήσει οι περίοδοι μακράς σιωπής του Πίντσον, αποφασισμένος να γεννάει έναν Πίντσον κάθε χρόνο. Είναι η επιτομή του ηθικού κενού της αμερικανικής μυθιστοριογραφίας, μετά την κατάρρευση του μεταμοντερνισμού τη δεκαετία του 1970, ενώ η Τζούμπα Λαχίρι αρνείται κατηγορηματικά να γράψει για οτιδήποτε άλλο εκτός από προνομιούχους μετανάστες από την Ινδία (Μπενγκόλ) που έχουν διδακτορικό, ζουν στο Κέιμπριτζ Σκουέαρ και έχουν προσαρμοστεί τέλεια στην αμερικανική αξιοκρατική πυραμίδα. Καλλιεργεί την περσόνα μιας ντροπαλής συγγραφέως που ό,τι καλό της έτυχε είναι εξ ουρανού (ίσως να χει και δίκιο) Υπάρχει κάτι που λέγεται μυθοπλασία του New Yorker…Διαβάστε μια από τις προσεχείς της ιστορίες και θα καταλάβετε τι εννοώ…
Στις Δανέζικες Σελίδες επιμελεία της Χρύσας Σπυροπούλου, διαβάζουμε διηγήματα και ποιήματα από την Δανία, όψεις της δανέζικης λογοτεχνίας χθες και σήμερα, γράμματα από την Κοπεγχάγη κ.ά. Στο διήγημα οι Osvaldo Soriano, Αντώνιος Ρουσοχατζάκης, Γεωργία Βολανάκη, Βασίλης Εργατικός, Ελένη Σβορώνου, στο δοκίμιο οι Μάνος Στεφανίδης, Κατερίνα Δ. Σχοινά (Σημειώσεις για τον Εχθρό του ποιητή του Γιώργου Χειμωνά), Caleb Crain (Το λυκόφως των βιβλίων ή Πώς θα είναι η ζωή όταν πάψεις να διαβάζεις), στο μαγνητόφωνο ο Ντέιβιντ Μάμετ, στην ποίηση οι Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, Έλσα Κορνέτη κ.ά.
Όμως ο εκδότης των (δε)κάτων Ντίνος Σιώτης μας κοινοποιεί και τις σημειώσεις του όσον αφορά την σύλληψη της ιδέας, την πραγματοποίηση, την οργάνωση και την απόλαυση του Πρώτου Διεθνούς Λογοτεχνικού Φεστιβάλ Τήνου που οργάνωσε το περιοδικό και η Κοινωνία των (δε)κάτων. Μέσα στο ανοιχτό, ορθάνοιχτο, εξομολογητικό και σπαρταριστό κείμενο αλιεύω, μεταξύ των προσκλήσεων σε ξένους συγγραφείς που δεν μπόρεσαν να έρθουν, την ομολογία του Ντον ΝτεΛίλλο πως δεν θέλει να έρθει ξανά στην Ελλάδα για να μην στραπατσάρει την όμορφη εικόνα που διατηρεί από την Αθήνα κι από την χώρα μας από την δεκαετία του ’70 που έγραψε τα Ονόματα. Σαν κι εμάς λοιπόν κι εσείς κύριε ΝτεΛίλλο, κι εγώ που νόμιζα πως μόνο οι κοινοί θνητοί αποφεύγουμε να λουστούμε τέτοιες απογοητεύσεις!
Οι παρόντες ήταν υπεραρκετοί – μεταξύ των οποίων ο βραζιλιάνος ποιητής Λέντο Ίβο, η καναδή Αν Κάρσον, η ρωσίδα Βέρα Πάβλοβα, ο ιταλός Φράνκο Λόι, ο ελληνομεξικανός Ομέρο Αρίτζις, ο πολωνός Άνταμ Ζαγκαγιέφσκι, ο γάλλος Πιέρ Ασουλίν, ο περουβιανός Σαντιάγο Ρονκαλιόλο, η Ζυράνα Ζατέλη, ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, ο Τίτος Πατρίκιος κ.ά. – και ο απολογισμός πολυσέλιδος. Οι Ορχάν Παμούκ, Ισμαήλ Κανταρέ και Ζέιντι Σμιθ απαξίωσαν ν’ απαντήσουν – μια ένδειξη, πιθανώς, της μεγάλης ιδέας που έχουν για τον εαυτό τους (και αγένειας, ας προσθέσω, που αποτελεί η μη απάντηση σε τέτοια πρόσκληση, που θα τους κόστιζε, με πρόχειρους υπολογισμούς, γύρω στα 2 δευτερόλεπτα). ΟΥΦ!
Στις φωτογραφίες: Carlos Gardel (στον τοίχο, όχι στο πεζοδρόμιο), Osvaldo Soriano, Anne Carson.
3 Σχόλια to “Περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 23 (φθινόπωρο 2010)”