Χρόνια μετά την πρώτη έκδοση, ο Βομβιστής του Παρθενώνα επανεκδίδεται εμπλουτισμένος και πολλαπλώς διαφορετικός. Για ποιο λόγο και γιατί τώρα;
Η φιλοδοξία ήταν διπλή. Θέλησα να δουλέψω ξανά το βιβλίο επειδή έβλεπα ότι στην αρχική ιδέα υπήρχαν ζητήματα που α) δεν είχαν αναδειχτεί, ή/και β) δεν είχαν διατυπωθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο (ας μην ξεχνάμε ότι ο πρώτος «Βομβιστής» ήταν ένα πρωτόλειο κείμενο). Εδώ, βεβαίως, αναφαίνεται και το ζήτημα του Μάκρη. Η συγκυρία σε αυτό το σημείο ήταν καθηλωτική. Βλέπετε, ανακάλυψα τα της προκήρυξης του Μακρή λίγο μετά την έκδοση του βιβλίου. Πρέπει να ήταν στα 1998-1999. Δεν είχα ακόμη ίντερνετ στο σπίτι (δεν ήξερα καν ότι μου ήταν απαραίτητο) και επισκεπτόμουν περιστασιακά μια αίθουσα με υπολογιστές για το κοινό που είχε ανοίξει τότε η Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς σε ένα ισόγειο αριστερά επί της Ακαδημίας, λίγο μετά την οδό Κανάρη προς Σύνταγμα. Σήμερα είναι μια εγκαταλειμμένη άδεια αίθουσα πίσω από μια σκονισμένη τζαμαρία. Θυμάμαι λοιπόν πολύ καλά μια μέρα, όταν ανακάλυψα στην ιστοσελίδα των Νέων ένα παλαιότερο κείμενο της Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου για την προκήρυξη του Μακρή. Προσπάθησα να το εντοπίσω ξανά αλλά δεν το βρήκα, έχω μόνο μια παλιά κάπως ξεθωριασμένη εκτύπωση από εκείνη την ημέρα στη Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς. Ήταν μια συγκλονιστική ανακάλυψη επειδή είχα γράψει το βιβλίο δίχως να γνωρίζω το προηγούμενο του Μακρή και βρέθηκα έξαφνα εμπρός σε μια εκπληκτική σύμπτωση ιδεών. Όχι τόσο ως προς την ιδεολογική αφετηρία τη δική μου και του Μακρή, όσο ως προς την μυθοπλασία της. Θα μπορούσε ίσως να μιλήσει κανείς για μια αδιάγνωστη περίπτωση κρυπτομνησίας, ποιος ξέρει; Έκτοτε αναφερόμουν στον Μακρή όποτε μου ζητούσαν να μιλήσω για το βιβλίο, αλλά αισθανόμουν ότι ο Μακρής είχε δικαιωματικά θέση στον κόσμο του «Βομβιστή». Όταν δόθηκε η ευκαιρία, η τάξη αποκαταστάθηκε.
Η δομή του βιβλίου μοιάζει να ακολουθεί εκείνη της Λονδρέζικης Μέρας της Λώρας Τζάκσον: διαφορετικοί τρόποι γραφής ανά περιεχόμενο και αφηγητή. Σας προσελκύει όλο και περισσότερο ο συγκεκριμένος τρόπος ή ήταν ο ιδανικότερος για το συγκεκριμένο βιβλίο;
Ας ξεκινήσω λέγοντας ότι η μορφή του βιβλίου δεν άλλαξε άρδην από την πρώτη του εμφάνιση το 1996. Ήδη από τότε (από το πρώτο μου βιβλίο) με ενδιέφεραν οι ίδιες κατευθύνσεις οι οποίες –με διαφορετικούς τρόπους– εντοπίζονται σε όλα τα βιβλία που φέρουν το όνομά μου: πολλαπλές οπτικές γωνίες, συνύπαρξη ποικίλων λογοτεχνικών ειδών, απουσία μακροσκελούς γραμμικής αφήγησης, μια σχέση υποκατάστασης ανάμεσα στην επινόηση και το ιστορικό γεγονός. Συνεπώς, η εκ νέου επεξεργασία του «Βομβιστή» αποτελεί την ίδια στιγμή το κλείσιμο ενός κύκλου αλλά και την κατάληξη μιας διαδρομής. Αυτό φυσικά δεν προϋποθέτει με κανέναν τρόπο την ύπαρξη μιας μοναδικής, a priori κατάλληλης φόρμας για κάθε λογής συγγραφική επιδίωξη. Οποιοδήποτε θέμα μπορεί να εμφανίζεται σε οποιοδήποτε είδος. Ο «Βομβιστής» θα μπορούσε να γραφτεί με άπειρους άλλους τρόπους. Για να σας απαντήσω, λοιπόν, νομίζω ότι η πεζογραφία μου και ο τρόπος με τον οποίο σκέφτομαι για τη λογοτεχνία γίνονται όλο και περισσότερο μεταιχμιακοί. Η γραφή ισορροπεί ανάμεσα στο πρόσωπο και στο έργο, ανάμεσα στο πρόσωπο του συγγραφέα και στα πρόσωπα της μυθοπλασίας, ανάμεσα στο υπαινικτικό και στο σαφές, ανάμεσα στο αληθινό και στο επίπλαστο, ανάμεσα στα είδη. Η λογοτεχνία καλείται να αντικαταστήσει την πίστη στην (έστω υποκειμενική) ματιά με τον πληθυντικό στοχασμό: να επιδιώκουμε την πολλαπλότητα ή –αν προτιμάτε– την «ανοιχτότητα» των κειμένων.
Μοιάζει η συγκυρία του 2010 και του 2011 να ταιριάζει όσο καμιά άλλη εποχή στον Βομβιστή του Παρθενώνα. Τα θέματα που θίγονται είναι πολλά, σχεδόν καταιγιστικά: το ένα ανοίγει στο άλλο. Η βία, η καταστροφή, η διάρρηξη με το παρελθόν, η χρήση και η ιδεολογική εκμετάλλευση των μνημείων, η εθνική ταυτότητα, η ευθύνη της γραφής. Υπήρξε συνειδητή αυτή η πυκνότητα νοημάτων και εκφάνσεων; Ποιο απ’ όλα κρίνετε περισσότερο κρίσιμο στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή;
Η δική μου έγνοια είναι για την επικαιρότητα (urgency) και την κοινωνικότητα (agency) που προσδοκούμε σήμερα από τη λογοτεχνία. Είναι μια σκέψη που καλλιεργώ και στη σειρά μηνιαίων δοκιμίων «Ο δανεισμένος λόγος» στη Νέα Εστία. Το να λέμε ότι ο συγγραφέας «παρουσιάζει μια εκδοχή» δεν σημαίνει τίποτα. Αυτό γινόταν ανέκαθεν στη λογοτεχνία. Επικαιρότητα σημαίνει πολυσημία. Ο Ρόρτυ το θέτει πολύ ωραία: «Κατέχουμε λιγότερες αλήθειες από τους πατεράδες μας, αλλά διαθέτουμε ασυγκρίτως περισσότερα εργαλεία». Το να λέμε ότι ο συγγραφέας παρουσιάζει τη γνώμη του («έτσι σκέφτεται ο Χρυσόπουλος») ή ίσως τη σκοπιά ενός μόνο προσώπου» (για παράδειγμα του βομβιστή Χ.Κ.) δεν σημαίνει πλέον πολλά πράγματα για μένα. Απαντώ λοιπόν ότι –στον βαθμό που γίνεται αντιληπτή– η πολλαπλότητα των υπονοημάτων είναι απολύτως εμπρόθετη. Πιστεύω ότι στη λογοτεχνία πρέπει να διακρίνονται όσες περισσότερες πιθανές ερμηνείες είναι δυνατόν. Δίχως να προκρίνεται κάποια εξ αυτών. Αφήνοντας το πεδίο ανοιχτό ακόμα και για την ανοίκεια ή την παρεκκλίνουσα ανάγνωση. Νομίζω αυτό συνέβη με ευεργετικό τρόπο στον «Βομβιστή» με ένα κείμενο που δημοσίευσε η Ελισάβετ Κοτζιά στην Καθημερινή και στο οποίο διατύπωνε κάποιες δόκιμες επιφυλάξεις σχετικά με την ποιητική της βίας (που προκύπτει οπωσδήποτε από το βιβλίο). Στο κείμενο αυτό απάντησα με ένα δικό μου κείμενο στην Ελευθεροτυπία διατυπώνοντας τα δικά μου επιχειρήματα. Μόνο έτσι πιστεύω ότι μπορεί να πραγματωθεί ένας ουσιαστικός διάλογος: με ευγένεια, αποφεύγοντας τις καθαρά προσωπικές αιχμές, επικεντρώνοντας στην ερμηνεία αλλά δίχως να αποκλείουμε την (έστω και δυναμική) αντιπαράθεση απόψεων. Γι’ αυτό και το σημαντικότερο για μένα είναι η καλλιέργεια της γραφής ως διακινδύνευση των ιδεών, όχι μόνο της φόρμας. Και η ουσιαστικότερη επιβράβευση δεν είναι αυτή που λέει «ο Χρυσόπουλος γράφει καλά», αλλά αυτή που συμπληρώνει: «το βιβλίο ανοίγει ένα ζήτημα που αφορά…».
Το ιστολόγιο του βιβλίου (βλ. προηγούμενη ανάρτηση) παραμένει διαρκώς ανοιχτό σε νέες προσθήκες, ερμηνείες, απόψεις. Πώς φανταστήκατε τη μορφή του, ποιες οι εντυπώσεις σας ως σήμερα; Μέχρι ποιο σημείο μπορεί να φτάσουν οι προσθήκες και οι συμμετοχές; Θα μπορούσε ένα αντίστοιχο «άνοιγμα» να γίνεται σε κάθε λογοτεχνικό βιβλίο; Θα το κάνατε για προηγούμενα ή επόμενα γραπτά σας;
Το άνοιγμα του ιστολογίου ακολουθεί την προηγούμενη σκέψη. Δεν πιστεύω στην στρατευμένη λογοτεχνία αλλά στον δραστήριο συγγραφέα. Εξηγούμαι: το κείμενο (στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό και δεν προδίδει τις αισθητικές αρχές του έργου) δεν μπορεί να προκρίνει μια μόνο θέση. Βεβαίως υπάρχουν και αποκλεισμοί ή/και απρόθετες επιπτώσεις: ένα έργο δεν μπορεί να περιέχει τα πάντα και την ίδια στιγμή «λέγει» περισσότερα από όσα βάζει εμπρόθετα ο συγγραφέας στο στόμα των ηρώων του. Μολαταύτα, το έργο πρέπει να επιζητεί την πολυφωνία. Αυτό όμως αφορά το έργο το ίδιο. Ο συγγραφέας –ως δρων υποκείμενο– δικαιούται (και θα έλεγα οφείλει) να έχει απόψεις και πολιτικές θέσεις, να τις κοινοποιεί και να αποκρίνεται στον δημόσιο λόγο. Γι’ αυτό άνοιξα το ιστολόγιο. Εκεί βρίσκουν θέση οι δικές μου τοποθετήσεις απέναντι στα ζητήματα που ανοίγει το βιβλίο, εκεί τοποθετείται το βιβλίο στο περικείμενο της επικαιρότητας. Επίσης, όπως και το προσωπικό μου ιστολόγιο, αποτελεί ένα αρχείο (βεβαίως σε δημόσια θέα) μέσω του οποίου εγώ ο ίδιος διαμορφώνω απόψεις και μπορώ να έχω μια συνολική εικόνα για το πώς αλλάζει διαρκώς το κοσμοείδωλο του βιβλίου.
Δεν έχω κάνει κάτι ανάλογο για τα άλλα βιβλία επειδή δεν πιστεύω ότι είναι απαραίτητο και χρήσιμο. Ό,τι αφορά τα άλλα βιβλία υπάρχει στο προσωπικό μου ιστολόγιο-αρχείο. Ο «Βομβιστής» όμως αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση επειδή –λόγω της διαρκούς σχέσης του με την επικαιρότητα– έχει μεταμορφωθεί σε ένα επαυξημένο έργο ή (αν θέλετε με πιο νέους όρους) συμπυκνώνει γύρω του ένα συνεχώς εμπλουτιζόμενο «νέφος πληροφοριών».
Προτίθεστε να επεκτείνετε τον λογοτεχνικό σας προβληματισμό όσον αφορά τα παραπάνω θέματα σε νέα γραπτά; Ο Βομβιστής ανοίγει θέματα που απαιτούν περαιτέρω μυθοπλαστική διερεύνηση.
Κοιτώντας προς τα πίσω, έρχεται στον νου μια δήλωση του Πωλ Ρικαίρ που μιλά περισσότερο για προβλήματα παρά για θέματα: «Σκέπτομαι πάντα με όρους προβλημάτων. Η συνέχεια της εργασίας μου διασφαλίζεται από τις εκκρεμότητες που κάθε βιβλίο δημιουργεί και στις οποίες επανέρχομαι». Ετούτη η αρχή έχει εφαρμοστεί στον «Βομβιστή» ως μια αρχαιολογία (έχει ενδιαφέρον εδώ ένα κείμενο για τον «Βομβιστή» που δημοσίευσε η αρχαιολόγος του παν/μίου του Michigan Δέσποινα Μαργωμένου στην Athens Review of Books). Αυτό που θέλω να πω (συνεχίζοντας την αρχαιολογική μεταφορά) είναι ότι ο «Βομβιστής» αποτελεί μια συλλογή ενδείξεων για τα ζητήματα / θέματα / προβληματισμούς που επισημαίνετε. Αλλά η συγκεκριμένη ανασκαφή έχει ολοκληρωθεί. Τα ευρήματα που ανασύρθηκαν αποτελούν πλέον αποθησαυρισμένη γνώση για μια επόμενη ανασκαφή σε κάποιο άλλο χωράφι. Με άλλα λόγια, οτιδήποτε προέκυψε από τη συγγραφή του βιβλίου (αυτά που έμαθα εγώ κατά την εκ νέου επεξεργασία του, αυτά που γράφτηκαν για το βιβλίο, αυτά που μου είπαν, αυτά που κλήθηκα –όπως καλή ώρα– να πω για το βιβλίο) ανήκουν πλέον στην επικράτεια εντός της οποίας θα γραφτεί το επόμενο βιβλίο. Το ενδιαφέρον για μένα είναι ότι, σε αντίθεση με προηγούμενα βιβλία, λόγω της σχέσης του «Βομβιστή» με την επικαιρότητα και την ύπαρξη του blog, τα ζητήματα αυτά παραμένουν «ζωντανά». Είναι σαν η ηχώ του βιβλίου να συνεχίζει να ταξιδεύει.
Ξέχωρο αλλά μείζον ζήτημα αποτελεί η ηθική της γραφής και της διακινδύνευσης. Υπάρχουν όρια εδώ; Στην έκδοση των κειμένων του Γ.Β. Μακρή παραλείπονται τα άρθρα 3 έως 9 της προκήρυξης που αναφέρονται στο οργανωτικό μέρος της όλης επιχείρησης. Αν κάποιος εφάρμοζε κατά γράμμα τυχόν βολικές οδηγίες ποια θα ήταν – αν υπήρχε – η ευθύνη του Γ.Β. Μακρή, του Ε.Χ. Γονατά, του εκδότη του βιβλίου και η δική σας;
Εδώ είμαι κάθετος και υπερασπίζομαι με σθένος τη λογοτεχνία. Τα βιβλία προστατεύονται λόγω της υπόδειξης του είδους στη σελίδα του τίτλου: μυθιστόρημα, νουβέλα, διήγημα… κ.ο.κ. Αν το ξεχάσουμε αυτό δεν θα μπορέσουμε ποτέ πια να ξαναγράψουμε λογοτεχνία. Ετούτη η συνθήκη προστατεύει επίσης καθ’ ολοκληρίαν και την ιδιότητα του συγγραφέα ως συγγραφέα. Προσοχή, όχι το πρόσωπο γενικώς, αλλά με την ιδιότητα του συγγραφέα ενός βιβλίου. Από εκεί και πέρα, όπως σας είπα και πριν, ο συγγραφέας –ως δρων πολιτικό υποκείμενο– δικαιούται να έχει απόψεις και θέσεις αλλά οφείλει να είναι υπεύθυνος γι’ αυτές. Η αντίληψη αυτή είναι μια ωρίμανση που αφορά εμένα προσωπικά και διαφοροποιεί τον 28χρονο συγγραφέα του πρώτου «Βομβιστή» από τον 42χρονο συγγραφέα της νέας έκδοσης. Ας εξηγηθώ: Ο βομβιστής Χ.Κ. της πρώτης έκδοσης (από την οποία απουσιάζει ο Γιώργος Μακρής) είναι ένας Αθηναίος που αποφασίζει να προχωρήσει στην καταστροφή του μνημείου για τους δικούς του λόγους, τους οποίους ο ίδιος εξηγεί στο βιβλίο. Αυτό όμως δεν με ενδιαφέρει πλέον στην δεύτερη και οριστική εκδοχή. Η σκέψη επικεντρώνεται τώρα στο ότι ο βομβιστής Χ.Κ. εμπνέεται / ακολουθεί το κάλεσμα ενός διανοούμενου (του Μακρή αλλά και όσων προϋπήρξαν αυτού). Δηλαδή ενστερνίζεται το ρομαντικό ιδεώδες της «δημιουργικής καταστροφής». Καταλαβαίνετε τη διαφορά; Δεν με απασχολεί απλώς ένας πολίτης που αποφασίζει να δράσει. Με απασχολεί ο τρόπος με τον οποίο ο ήρωας του βιβλίου (και κατ’ επέκτασιν όλοι εμείς) κατανοεί / παρανοεί την τέχνη, την ιδεολογία της και το κάλεσμα προς κοινωνική δράση. Ακριβώς εδώ τοποθετείται για μένα και το ζήτημα της νεοελληνικής ταυτότητας. Είναι (όπως κάθε ταυτότητα) ζήτημα ερμηνείας και όχι πρωτογενές βίωμα. Γι’ αυτό είναι απαραίτητη η παρουσία του Μακρή. Και κάτι ακόμη. Το ίδιο το βιβλίο «Ο βομβιστής του Παρθενώνα» και εγώ ως συγγραφέας του, αποτελούμε έναν εγκιβωτισμό του ίδιου συλλογισμού που περιέχεται στη νουβέλα: Με ποιον τρόπο εγώ (ως συγγραφέας) κατανοώ / παρανοώ το κάλεσμα που εκπροσωπεί ο Μακρής αναπαράγοντας / αναπαριστώντας την πράξη της καταστροφής γράφοντας και εκδίδοντας το βιβλίο; Αυτός είναι ο αναστοχασμός που με απασχολεί όταν ως συγγραφέας απευθύνομαι στο κοινωνικό σώμα.
Ο Γιώργος Β. Μακρής αποτέλεσε μια σπάνια και ιδιάζουσα περίπτωση συγγραφέα. Ποια η σχέση σας με το έργο του; Σας έδωσε ο ίδιος την έμπνευση για τον Βομβιστή ή επρόκειτο για μια αναπάντεχη λογοτεχνική συνάντηση;
Ο Μακρής προέκυψε, όπως περιέγραψα παραπάνω, από ένα γύρισμα της τύχης. Νομίζω, πάντως, ότι για μένα το παράδειγμα ήταν ανέκαθεν εκείνο του «μονομανούς», δηλαδή ενός προσώπου που βιώνει την ύπαρξή του και τον κόσμο μέσα από μια κυρίαρχη ιδιότητα (ή μια ιδεοληψία), η οποία το ορίζει καθ’ ολοκληρίαν (θα έλεγα ότι σε μερικές περιπτώσεις το δυναστεύει). Στη «Σουνυάτα» το παράδειγμα είναι εκείνο του Αντωνίου Περλ, ενός προσώπου που διακατέχεται από μια θανατοφιλική μεταφυσική εμμονή που καταλήγει στη θεοδικία. Το θέμα του είναι η μεταφυσική. Στον «Μανικιουρίστα» η μεταφυσική αντικαθίστανται από την αισθητική. Ο Φίλιππος Ντόσταλ αναζητά (και εξουσιάζεται) από μια ιδιότυπη έκφραση της ομορφιάς. Μαγεύεται από την ανατομική ποικιλότητα και την εκφραστικότητα των χεριών. Το «Φανταστικό μουσείο» (2005) θεματοποίησε με μεγαλύτερη ευθύτητα τις ζωές των συγγραφέων, αναζητώντας (ή μάλλον περιγράφοντας με διάφορους τρόπους και αφορμές) την πηγή εκείνης της παρόρμησης που κάνει έναν άνθρωπο να ζει από τις λέξεις. Το θέμα του είναι η ταυτότητα. Η «Λονδρέζικη μέρα της Λώρας Τζάκσον» επικεντρώνεται σε ένα πρόσωπο που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην επινόηση και την επίγνωση, ανάμεσα στην Σωκρατική προτροπή να γνωρίσεις τον εαυτό σου και στην Νιτσεϊκή προσταγή να τον κατασκευάσεις ο ίδιος. Το θέμα του είναι η αυτογνωσία. Στην περίπτωση του «Βομβιστή» ο κεντρικός ήρωας εκπροσωπεί μια δυναστική εμμονή με τη συμβολική εξουσία του Παρθενώνα και ό,τι εκείνος εκπροσωπεί στην ιδεολογική διαμάχη παράδοσης – νεωτερικότητας. Το θέμα του είναι η ιδεολογία και η πράξη.
Έξω από το κείμενο και τη μυθοπλασία: ποιες είναι οι προσωπικές σας σκέψεις για τις σκέψεις και την πράξη του Χ.Κ.; Πρόκειται για χαρακτήρα που έστω και μέσα στην ελλειπτικότητά του δύσκολα προσπερνιέται κι ακόμα δυσκολότερα ξεχνιέται.
Ο Χ.Κ. έχει τη γοητεία του ρομαντικού διανοούμενου που επιθυμεί να αλλάξει άρδην τον κόσμο με μια κίνηση κατακλυσμικών επιπτώσεων. Αυτή η παρόρμηση είναι ουσιαστικά αφελής. Δεν συμβαίνει το ίδιο με την περίπτωση του Μακρή. Ο Μακρής δεν είναι αφελής, έχει μια υπόγεια αίσθηση του χιούμορ που διαβρώνει τα πάντα και απουσιάζει από τον λόγο του Χ.Κ. Γι’ αυτό και ο Χ.Κ. πιστεύω ότι παρανοεί εκ βάθρων τον Γιώργο Μακρή. Παρ’ όλα αυτά, όπως επισημαίνει ο Σοπενάουερ: «Ένα αληθές συμπέρασμα μπορεί να προκύψει από ψευδείς θέσεις». Τα ζητήματα που επισημαίνει ο Χ.Κ. είναι ορθά και εξόχως επίκαιρα. Μόνο που οφείλουμε να υπογραμμίσουμε, όπως επισημαίνει και ο Γιάννης Χαμηλάκης (The Nation and its Ruins, OUP, 2007), ότι η επιδίωξή μας δεν μπορεί να είναι απλώς να αποκαθηλώσουμε τα επινοημένα στοιχεία της κουλτούρας μας ως μη αυθεντικά. Η σφοδρή επιθυμία πολλών να ισοπεδώσουν λ.χ. την εθνικιστική μυθολογία, δίχως να λαμβάνουν υπόψη τις περίπλοκες ηθικές και πολιτικές επιπτώσεις, καταλήγει να είναι μια επικίνδυνη και εντέλει αναποτελεσματική παρόρμηση. Το ζητούμενο είναι μια αλλαγή παραδείγματος, η οποία θα αποδομήσει την φοβική, καθηλωτική και τραγικά ανεπαρκή εκδοχή του νεοελληνικού αυτοειδώλου, δίχως όμως να απαρνείται συλλήβδην τα επιτεύγματα του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι ως τώρα φαντάζονταν, ονειρεύονταν και οργάνωναν την προσωπική και την κοινωνική τους ζωή. Αυτό είναι και το νόημα της φράσης του Τζόρτζιο Αγκάμπεν, με την οποία τελειώνει το βιβλίο: «Η βεβήλωση του αβεβήλωτου είναι το πολιτικό καθήκον της γενιάς που έρχεται». Πολύ θα ήθελα να το ακούσω ως σύνθημα της πλατείας.
Στις φωτογραφίες: Ο συγγραφέας μπροστά σε μελλοντικά αρχαιολογικά ευρήματα (φωτ. Γιάννης Ισιδώρου). / Ο Παρθενώνας μέσα από έναν φακό του. / Η κατά Γκυστάβ Κουρμπέ καταστροφή της Στήλης του Βαντώμ, καταστροφή στην οποία συμμετείχε ενεργά. / Το δια χειρός F. T. Marinetti Μανιφέστο του Φουτουρισμού [Θέση 10: Επιθυμούμε την κατεδάφιση μουσείων και βιβλιοθηκών]. / Σελίδα εκ των Γραπτών Γιώργου Β. Μακρή: οι κολόνες κουρασμένες πια απ’ την ορθοστασία θέλουν τον ύπνο πέφτοντας κομματιαστά / Γ.Β.Μ.
Η ανάρτηση για τον Βομβιστή του Παρθενώνα εδώ. Ο συγγραφέας στο Αίθριο εδώ.