Αρχείο για 9 Ιουλίου 2011

09
Ιολ.
11

Antonio Tabucchi – Ταξίδια και άλλα ταξίδια [μέρος B’]

Μέρος Β΄

Καθώς ο Ταμπούκι ξεφυλλίζει τον παλιό αγαπημένο του άτλαντα Ντε Αγκοστίνι για ένα πράγμα είναι βέβαιος: πως κάθε απεικόνιση του κόσμου είναι σχετική, τα χρώματα των γεωγραφικών χαρτών αλλάζουν, τα μεγέθη των χωρών μεταβάλλονται, οι μεθοριακές γραμμές μετατοπίζονται. Τα μόνα «σύνορα» που δεν θα αλλάξουν ποτέ είναι εκείνα του ανθρώπινου σώματος και αυτό που αισθάνονται όταν παραβιάζονται ή βασανίζονται.

«Το όνειρο του Αμαζονίου» (και το φερώνυμο βιβλίο του Μισέλ Μπροντώ) στρέφει το βλέμμα του στον τραυματισμένο πνεύμονα του πλανήτη μας, που ο πολιτισμός κατέστρεψε ως ένα εύκολο θήραμα. Η Αμαζονία, αυτή η τεράστια αποθήκη φυσικού πλούτου, έδρα μιας ατέλειωτης βιοποικιλότητας και ίσως θησαυρός της μελλοντικής ιατρικής μας δεν αποτελεί μονάχα το πιο ανησυχητικό παράδειγμα ανθρώπινης λαιμαργίας αλλά και τη μορφή μιας μεταφοράς του παρανοϊκού πολιτισμού μας, που όσο περισσότερα παράγει, τόσο περισσότερο καταβροχθίζει τον εαυτό του. Εκεί που… μετά τον Κάντιντο Ροντόν, άδολο τόσο ως όνομα όσο και ως χαρακτήρα, αθώο πιονέρο της μελλοντικής καταλήστευσης, παρελαύνουν όλες οι απεχθείς επιχειρήσεις του φασιστοειδούς δισεκατομμυριούχου Χένρυ Φορντ, τα μεγαλομανή σχέδια της σκληρής στρατιωτικής χούντας της Βραζιλίας,…η επίθεση της μυστηριώδους ημικρατικής εταιρείας CVRD που καθοδηγεί εκατομμύρια σκλάβους (τους garimpeiros) στη χρυσοφόρα εκμετάλλευση μέχρι την δορυφορική κατασκοπεία που ασκείται σήμερα στον Αμαζόνια.

«Η Εδέμ των ενοχών μας», μέσα από την  Ιστορία της βραζιλιάνικης λογοτεχνίας της Λουτσιάνα Στεγκάνιο («ένα εξαιρετικό ταξιδιωτικό βιβλίο»), αποκαλύπτει πως η Ευρώπη δεν ανακάλυψε τόσο τη Βραζιλία όσο τις δικές της πιο κρυφές επιθυμίες: την Απόδραση και το Αλλού. Και ότι η Βραζιλία της έδωσε σχεδόν αμέσως την προοπτική των μυθικών «Ευτυχισμένων Νήσων». Τι ειρωνεία: η seca (ξηρασία) ανάγκασε χιλιάδες retirantes να επιχειρήσουν ένα ταξίδι μέσα από τις πιο ερημικές περιοχές σε αναζήτηση μιας δικής τους Εδέμ που βρίσκεται στους αντίποδες της δικής μας: στην αναζήτηση της Μητρόπολης.

Ο συγγραφέας μοιράζεται την αισθητική συγκίνηση αλλά και την αίσθηση γαλήνης στο πάρκο με τα γλυπτά του Εδουάρδο Τσιλίδα («Στη γη των Βάσκων») όπου οι ανθρώπινες μορφές μικραίνουν, ο χώρος γιγαντώνεται, οι αναλογίες αλλάζουν και αλλάζει μέσα μας και η παράλογη ιδέα ότι είμαστε τα αφεντικά αυτής της γης. Στην μικρή Πλατεία του Αδάμαντα (Βαρκελώνη) θυμάται το φερώνυμο μυθιστόρημα της Μερσέ Ροντορέντα, το πιο συγκινητικό πάνω στις φρικαλεότητες του ισπανικού Εμφυλίου, ακριβώς επειδή δεν γίνεται ποτέ λόγος γι’ αυτόν, αλλά είναι συνεχώς παρών στις παράπλευρες συνέπειές του.

Ενθουσιάζεται με Το Θέατρο της Οδύνης (Odin Teatret) («Μια κινητή σκηνή που γυρίζει τον κόσμο»), που για να αντιμετωπίσει την απαγόρευση των θεαμάτων σε χώρες όπως το Περού (διότι συγκεντρώνουν πλήθη, και οι αρχές της χώρας δεν αγαπούν τα πλήθη, φοβούνται ότι μπορούν να προκαλέσουν distúrbios), σε κάποια παράσταση στις περουβιανές Άνδεις χρησιμοποίησε τη στρατηγική που έχει εφαρμόσει από τη Σαρδηνία μέχρι τον Αμαζόνιο: μια παράσταση ανταλλαγών, όπου και οι ίδιοι οι θεατές τους δείχνουν με τη σειρά τους κάτι δικό τους, ένα χορό ή μια δεξιότητα. Κι όλοι συμμετέχουν στο Μεγάλο Θέατρο του Κόσμου, στην πάλη πάλι εναντίον του άλλου που κρύβεται μέσα μας.

Και μας προσκαλεί («Η Λισαβόνα ενός βιβλίου μου») στην ονειρική διαδρομή του πρωταγωνιστή του μυθιστορήματός του Ρέκβιεμ. Μια παραίσθηση, από τον μόλο και το ναυτικό σταθμό της Αλκάνταρα (αγαπημένο τόπο του Άλβαρο ντε Κάμπος, ετερώνυμου του Πεσσόα) στο καφέ Μπραζιλέιρα (των διανοούμενων, των λογοτεχνικών περιοδικών), στο Νεκροταφείο των Απολαύσεων, στο Μουσείο των Πράσινων Παραθυριών, στη λέσχη και στην άκρη του Ωκεανού, όπου οι φάροι μοιάζει να στέλνουν κάποιο μήνυμα στον εραστή των άλογων διαδρομών, εκεί όπου ελλοχεύει η ατλαντική νύχτα, προτού επιστρέψουμε στη Λισαβόνα, στην μυθοπλασία του Ταμπούκι, στην ίδια τη Λογοτεχνία.

Πρόκειται για κείμενα ανέκδοτα ή δημοσιευμένα σε εφημερίδες (Corriere della Sera, La Repubblica, La Nación (Μεξικό), στο περιοδικό Grazia Casa, στην ρουμπρίκα Se passate da questi parti (Αν περάσετε από αυτά τα μέρη), στο Ulisse της αεροπορικής εταιρίας Alitalia, σε συλλογές, τόμους, ως εισαγωγικά σημειώματα και αλλού.

Εκδ. Άγρα, 2011, μτφ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, σ. 307 (Antonio Tabucchi, Viaggi e altri viaggi, 2010).

[Βλ. μέρος Α΄ στην αμέσως προηγούμενη ανάρτηση, εδώ]

09
Ιολ.
11

Antonio Tabucchi – Ταξίδια και άλλα ταξίδια

Ταξιδευτής και επιστροφεύς

Μέρος Α΄

Ένας τόπος δεν είναι ποτέ «ένας» τόπος: εκείνος ο τόπος είμαστε λιγάκι κει εμείς. Εξαρτάται από το πώς τον διαβάζουμε, από τη διαθεσιμότητά μας να τον δεχτούμε στα μάτια και στην ψυχή μας, από το αν είμαστε εύθυμοι ή μελαγχολικοί, σε ευφορία ή όχι, νέοι ή γέροι, αν νιώθουμε καλά (…) από το ποιοί είμαστε τη στιγμή κατά την οποία φτάνουμε σ’ εκείνον τον τόπο. Αυτά τα πράγματα τα μαθαίνει κανείς με τον χρόνο, ταξιδεύοντας γράφει ο Ταμπούκι («Οι δικές μου Αζόρες», σ. 208), εκφράζοντας το πνεύμα των ταξιδιωτικών του κειμένων – λεκτικών βλεμμάτων στο Κυότο, τη Νέα Υόρκη, τα Χανιά, τη Μελβούρνη, το Μπουένος Άιρες, τη Γένοβα, το Κάιρο, τα Καρπάθια, τη χώρα των Βάσκων, την Αμαζονία και αλλού. Για τον συγγραφέα ο κάθε ταξιδευμένος τόπος αποτελεί ένα είδος ραδιογραφίας του εαυτού μας· οι φωτογραφίες που βγάζουμε δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση ότι παίρνουμε κάτι μαζί μας, ενώ στην ουσία όσα μας προκαλεί είναι αδύνατο να φωτογραφηθούν, όπως συμβαίνει και με τα όνειρα που επιθυμούμε να διηγηθούμε αλλά δεν μπορούμε να μεταδώσουμε τη συγκίνησή τους.

Η Ινδία, για παράδειγμα, υπήρξε το κατεξοχήν «άλλο» μέρος, εκφραστής μιας Ανατολής αντιτιθέμενης σε μια αποικιοκρατική, πολεμοχαρή και βαθιά κουρασμένη Δύση. Πέρα από την ανικανότητα του Κίπλινγκ να την καταλάβει ή το ψυχρό συμπέρασμα του Φόρστερ (που στο Πέρασμα στην Ινδία την αντιμετώπισε ως μεταφορά της οικουμενικής ασυνεννοησίας ανάμεσα στους αποίκους, τους αποικούμενους και τους ίδιους τους εαυτούς τους), ο Ρολλάν έψαχνε την ανοχή και τη μεγάλη οικουμενική σύμπνοια, ο Μαλρώ τον Άνθρωπο και την αίσθηση της ύπαρξης, ο Έσσε ένα Απόλυτο Απρόσωπο. Μόνο ο Παζολίνι την είδε όχι με τα μάτια της Δύσης αλλά ουσιαστικά, με τις αισθήσεις, αντιλαμβανόμενος πως εκείνη μας παρασύρει σε κυκλικό ταξίδι στο τέλος του οποίου βρισκόμαστε πραγματικά μπροστά στον εαυτό μας («Πολλές απόψεις για την Ινδία»).

«Το σύνδρομο του Σταντάλ», βέβαια, απειλεί με μια «σύγκρουση» αισθητικής φύσης κάθε ταξιδιώτη των πόλεων τέχνης. Καθώς «ο σύγχρονος τουρίστας δεν είναι πια ο επισκέπτης που παραμένει πιστός στις αρχές της εμβρίθειας και της θεωρητικής κάλυψης αλλά είναι το σύμβολο μιας φευγαλέας γνώσης», στο ταξίδι όπου όλα προβλεπόμενα, οργανωμένα και ακίνδυνα, πάντα παραμονεύει η δυνατότητα μιας εσωτερικής περιπέτειας, συχνά ως απώλεια της αίσθησης μιας προσωπικής ταυτότητας. Γιατί οι εθισμένοι στην ασχήμια του κόσμου και στην τηλεοπτική οθόνη πάντα μπορούμε να αρρωστήσουμε από την ομορφιά.

«Το αντίθετο σύνδρομο» προκαλεί εντονότερη δυσφορία, διαφορετικής φύσεως. Στην Ιερουσαλήμ π.χ. όπου μια μακριά λίστα θρησκειών και δογμάτων εναλλάσσονται με βάση ένα σκληρό ωρολόγιο καθημερινό πρόγραμμα προς τιμή του Θεού, του οποίου εμφανίζονται ως μόνοι αληθινοί ερμηνευτές, είναι φυσικό ο επισκέπτης να πιστέψει ότι υπάρχουν τρεις ξεχωριστοί θεοί – γέροι καβγατζήδες που δεν ανέχονται ο ένας τον άλλον, σαν τις χήρες του ίδιου μακαρίτη, το πνεύμα του οποίου, αν πράγματι υπήρξε, έχει στο μεταξύ μετακομίσει, αφήνοντας ένα κενό που γεμίζουν οι οπαδοί του, εκφράζοντας μονάχα τον εαυτό τους και προστατεύοντας το Τίποτα.

Εκδ. Άγρα, 2011, μτφ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, σ. 307 (Antonio Tabucchi, Viaggi e altri viaggi, 2010).

Πρώτη δημοσίευση: Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, 9.7.2011 (και εδώ).  Ακολουθεί Β΄ μέρος, στην αμέσως επόμενη ανάρτηση, δημοσιευμένο αποκλειστικά στο Πανδοχείο.




Ιουλίου 2011
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123
45678910
11121314151617
18192021222324
25262728293031

Blog Stats

  • 1.132.184 hits

Αρχείο