Αρχείο για 30 Σεπτεμβρίου 2012

30
Σεπτ.
12

Εμβόλιμον, τεύχος 61 – 62 (Καλοκαίρι – Φθινόπωρο 2011)

Αγαπητέ κύριε, αναρωτιέμαι αν σας απασχόλησε ποτέ το ερώτημα: ποιον λατρεύει κανείς σ’ ένα λογοτέχνημα; Είναι ένα κόλπο για να λατρεύει κάποιος τον εαυτό του; Είναι ένας τρόπος για να χτίζει γύρω του ένα φρούριο από ιδέες και εικόνες; Είναι ένας τρόπος για να κρυφτεί; Είναι μια παγίδα θηραμάτων ή μια παράξενη θεραπεία τους;

Το πιστεύετε εσείς πώς μπορεί κανείς πραγματικά να παγιδεύσει τον χρόνο; Μήπως το μόνο που πετυχαίνει είναι να παγιδευτεί αμετάκλητα απ’ αυτόν; Ο ίδιος φαίνεται έχετε τόση καλοσύνη ώστε στα έργα σας δεν ανακαλείτε το παρελθόν αλλά κατά κάποιο τρόπο ανασταίνετε χωρίς πικρία μια τάξη πραγμάτων που γνωρίσατε. Καταφέρατε να βγάλετε από μέσα της το κεντρί της πικρίας και της απουσίας δικαιοσύνης. Σε τούτο συνίσταται νομίζω η ανάσταση. (Νατάσα Κεσμέτη, Η τέχνη της πόζας, σ. 36 του τεύχους)

Ολοκληρώνεται σήμερα η παρουσίαση των έξι τελευταίων τευχών του Εμβόλιμου (πέντε διπλών και ενός «μονού» και με ελαφρώς ανορθόδοξη σειρά), μια παρουσίαση που μπορεί να μην εμφανιζόταν, ως όφειλε, κατά το χρόνο της έκδοσης του κάθε τεύχους, αλλά τουλάχιστον ακολούθησε την δική μας αναγνωστική άποψη πως τα εγχώρια λογοτεχνικά περιοδικά, και σίγουρα το Εμβόλιμον, δεν διαβάζονται μια κι έξω, μονορούφι, αλλά παίρνουν μια θέση στο ράφι εκείνο της βιβλιοθήκης που είναι «διαθέσιμο» για κάθε στιγμή, ευκαιρία και διάθεση. Στην ουσία έρχεσαι κι επανέρχεσαι σ’ αυτά ανάλογα με την αναγνωστική επιθυμία που ικανοποιούν τα αυτοτελή τους κείμενα: πεζό, ποίηση, κριτική, δοκίμιο, μελέτημα, άλλου είδους σημειώματα. Είναι άλλωστε γνωστό πως οι αναγνώστες μπορούν να βρουν παλαιότερα τεύχη (που είναι το ίδιο – δηλαδή πάντα – επίκαιρα με κάθε τρέχον τεύχος) επικοινωνώντας με το εκάστοτε περιοδικό.

Το πεζογραφικό κομμάτι του τεύχους συμπληρώνουν οι Μαρία Κουγιουμτζή, Ειρήνη Μαργαρίτη, Πάνος Σταθόγιαννης, Νανά Πλευρίτου, Μαίρη Γούβα (για έναν έρωτα μέσω αλληλογραφίας και των οσμών της, που επιχειρεί να ολοκληρωθεί ακριβώς μέσα στα όριά τους), Σταμάτης Γκαβέτας, Jean Cocteau («Διάλογοι»), Γρηγόρης Τεχλεμετζής κ.ά. Στο ποιητικό οι Εύα Μοδινού, Τάσος Πορφύρης, Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Λένα Παππά, Αναστασία Γιάτση, Κώστας Ριζάκης, Χρίστος Παπαγεωργίου, Γιώργος Θεοχάρης, Πάνος Καπώνης, Λουκάς Παπαδάκης, Σταύρος Σταμπόγλης, Μαρία Σκιαδαρέση, Φαρούκ Τουντζάι, Ευσταθία Δήμου, Σοφία Κολοτούρου, Κώστας Γαρμπής, Στέλιος Λουκάς, Μαρία Τσιράκου, Στέλλα Γεωργιάδου, κ.ά. Στο δοκιμιακό, οι Φοίβος Πιομπίνος (Η Ελλάδα ως ομφαλός και ο Δικέφαλος Αετός), Σώτος Αλεξίου (Στην ταβέρνα «ΑΕΤΟΣ» κάθε βράδυ ο δαιμόνιος Τσιτσάνης), Αναστασία Γκίτση (Οι ποιητές / Γέφυρες χασμάτων), εκκινώντας από τη φράση της Sarah Kane δεν είναι ότι δεν ξέρουμε αλλά ότι δεν νιώθουμε) και ο Πάνος Καπώνης, για τον Βασίλη Στεριάδη. Στην εικονογράφηση του τεύχους ο Σπύρος Κουρσάρης.

Από τις παλαιές αλλά ακόμα αντηχούσες φωνές ο Jean Cocteau κονταροχτυπιέται με τον δικό του αντίπαλο: Του χρόνου γνωρίζω τις ψευτιές/Και τις αγνοώ συγχρόνως/Μονάχα μέσα στου ονείρου το νερό/Τους νόμους του απορρυθμίζει/[…]/Χρόνε θα θελα να σε τσακώσω να κάνεις λάθος/Τις πονηριές σου να νικήσω να επισκεφτώ/Το μέλλον σου το ψεύτικο δίπλα-δίπλα/Με την ψεύτική σου αρχαιότητα. [«Ο χρόνος ποτέ δεν αλλάζει», μτφ. Ελένη Κόλλια]. Και ο Gonzalo Rojas [1917 – 2011], ο Χιλιανός ποιητής, με την γεμάτη από τις αναμνήσεις των ορυχείων και του κάρβουνου παιδική ηλικία, ο πολιτιστικός σύμβουλος που διόρισε ο Allende στην Κίνα και την Κούβα, ο αποστερημένος από υπηκοότητα και άδεια διδασκαλίας από την δικτατορία του Pinochet, αναπολεί τα δικά του μπορντέλα της νεότητας και της αγαπημένης του ιέρειας. Και ο κύκλος του παλαιού και του παλαιού εντός μας που επιχειρεί να ζήσει μέσα από το νέο και το καινούργιο εκτός μας κλείνει πάλι με το κείμενο της Κεσμέτη:

Τα σχολεία άρχισαν να ρημάζουν μαζί με τα χωριά που με ταχύ ρυθμό ερήμωναν. Πέθαναν οι περισσότεροι από τους φίλους μου και από τους αντιπάλους συγγραφείς, όσους τέλος πάντων επιθυμούσα να εξουδετερώσω ή να μειώσω, ώστε να ξεχωρίζω ανεμπόδιστος. Η γραφή μου άρχισε να θεωρείται «περιφερειακή» και ο μύθος μου να παρακμάζει. Φούντωνε πάλι η νοσταλγία για το «κέντρο» μόνο που αυτή τη φορά ήταν παγκόσμιο ή πιο σωστά παγκοσμιοποιημένο κι έτσι κανείς δε γνώριζε πού ακριβώς ήταν. Οπωσδήποτε τα «παλιά κλάματα» όπως τα παλιά βουνά, δεν συγκινούσαν σχεδόν κανέναν. Αν τα τελευταία μπορούσαν να ξαναβαφτιστούν με κάποιο άλλο όνομα, έστω κι από την Παταγωνία, τη Νέα Γουινέα ή την Ισλανδία των ντοκυμαντέρ, θα ήταν περισσότερο υποφερτά. Τότε έχασα λίγο λίγο και την όρασή μου. Όπως άλλοτε φανταζόμουνα το μέλλον μου, έτσι τώρα παρατηρούσα σε μια φανταστική εσωτερική οθόνη το παρελθόν μου, όπου δεν μπορούσα να διακρίνω παρά μεγάλα ή μικρά κενά.

Στις εικόνες: Jean Cocteau, Gonzalo Rojas.




Σεπτεμβρίου 2012
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 12
3456789
10111213141516
17181920212223
24252627282930

Blog Stats

  • 1.138.516 hits

Αρχείο