Εμίρ Κουστουρίτσα – Κι εγώ πού είμαι σ’ αυτή την ιστορία;

Αναμνήσεις από την ανύπαρκτη χώρα

Τα δωμάτια των ξενοδοχείων δεν ήταν το καλύτερό μου. Το ψυγείο βούιζε αδιάκοπα και το στρώμα του κρεβατιού είχε στη μέση μια γούβα, που μαρτυρούσε ότι χιλιάδες άτομα είχαν κοιμηθεί εκεί πριν από μένα. Πόσοι άνθρωποι πρέπει να έκαναν έρωτα πάνω σ’ αυτό το κρεβάτι! Γλεντζέδες κάθε είδους που έβλεπαν στις γυναίκες της Τσεχίας τον τέλειο συνδυασμό μιας οικοδέσποινας και μιας πόρνης. Το φωσφορίζον φως της ταμπέλας από νέον του απέναντι ξενοδοχείου αναβόσβηνε και η σκιά σταματούσε στον τοίχο ακριβώς πάνω από το κεφάλι μου. Ένιωθα αυτό το φως σαν έναν αφόρητο ήχο. Ανέκαθεν, δεν ξέρω γιατί, αυτό που βλέπω το ακούω κιόλας. Ενώ το τραμ διέσχιζε μουγκρίζοντας την πλατεία Βάτσλαβ, μου ήρθε η σκέψη ότι η ικανότητα να αισθάνομαι το φως σαν ήχο μπορεί να ήταν προσόν για έναν μελλοντικό σκηνοθέτη. [σ. 136]

Αυτή δεν είναι η μόνη εμπνευστήρια έκλαμψη του αχόρταγου κινηματογραφιστή, που μας εμπιστεύεται ανάλογες εξομολογήσεις εδώ κι εκεί στο αυτοβιογραφικό του γραπτό ντοκιμαντέρ. Πρώτα απ’ όλα όμως φροντίζει να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με τη λήθη, στην ευεργεσία και τις παγίδες της οποίας αφιερώνει την εισαγωγή του. Μετά τα δεινά των πολέμων στη Γιουγκοσλαβία και τον βομβαρδισμό της Σερβίας εξασκήθηκε κι ο ίδιος, όπως παραδέχεται, στο να ξεχνά ή τουλάχιστον να απωθεί τις σκέψεις που τον βασάνιζαν. Έτσι ανήκει κι αυτός σ’ όσους που θεωρούν τη λήθη παράγοντα επιβίωσης αλλά αρνούνται να υποκύψουν στις σημερινές λησμονικές τάσεις, ιδίως τη συνήθεια να ξεχνάμε όπως μας βολεύει, όπως δηλαδή έγινε και την θεωρία του «τέλους της ιστορίας» κατά τη δεκαετία του ’90.

Πλάνο, πίσω, παρελθόν, πάμε. 1961, ο Γκαγκάριν στην οθόνη μοιάζει με ιντερμέτζο της σερβικής τηλεόρασης, η λέξη σεξ ακούγεται σαν τα μπισκότα Κεκς, οι αργόσχολοι της Γκόριτσα φιλοσοφούν για τις γυναίκες, οι άνθρωπο στο Σεράγεβο περπατούν με την πλάτη κυρτωμένη (από την πολλή ζέστη ή το πολύ κρύο) και ο μικρός Εμίρ γνωρίζει τον σύντροφο Γιόσιπ Μπροζ Τίτο…για την ακρίβεια, δεν τον βλέπει ποτέ, καθώς η επίσκεψη του στρατάρχη αναβάλλεται για λόγους ασφαλείας, ενώ αργότερα η πολυαναμενόμενη παρουσία του στη σχολική γιορτή μοιάζει χαμένο όνειρο: η πομπή από μαύρες Μερσεντές πιτσιλάει με νερά τους παρευρισκόμενους κι εκείνος δεν προλαβαίνει να διακρίνει τον θεό πίσω από το τζάμι.

Και όταν κάποιος έβαζε ένα εξαιρετικό γκολ σ’ ένα ποδοσφαιρικό ματς, σχολίαζαν: «Τι γκολ! Αληθινός Τίτο!» [σ. 50]

Για τον Εμίρ τελικά ο Τίτο ήταν παρόμοιος μ’ ένα φανάρι της οδού Γκορούσα: παντού παρόν, στημένο κάθε δέκα βήματα. Από τους οικογενειακούς φίλους άκουγε πως πρέπει να τον θεωρούν ως το πεπρωμένο τους. Ο πατέρας του είναι άλλη γνώμη: «Τους έμαθε να αγαπούν τον Στάλιν και τη Ρωσία και τους έστειλε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης για να ξεμάθουν να αγαπούν τον Στάλιν. Ήξερε ότι ήταν ο καλύτερος τρόπος να τους αλλάξει τα μυαλά, αφού είχε μάθει αυτήν τη μέθοδο από τον ίδιο τον Στάλιν». Και όπως είναι φυσικό, μπερδεύεται όταν κάποια στιγμή το ροκ εντ ρολ μπαίνει στο κρατικό κόμμα: «Εκεί στη Δύση οι μαλλιάδες μουτζώνουν τον Τζόνσον, και οι δικοί μας εδώ παίζουν μπροστά στον Τίτο για την Πρωτοχρονιά».

Είναι ακριβώς η παρουσία του αμφισβητία πατέρα που σταλάζει εντός του κριτικά και σαρκαστικά πνεύματα αλλά και μια εξαιρετική ευκαιρία: καθώς ο μικρός κοιμάται στο σαλόνι (θυμηθείτε τα ανάλογα πλάνα στο «Ο Μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές»), έχει την ευκαιρία να ακούει όλες τις συζητήσεις του πατέρα του με τους επισκέπτες φίλους. Άλλοι από τους οποίους είναι υποστηρικτές του καθεστώτος, άλλοι αντίθετοι, όλοι τους όμως συζητούν με το σαράκι του σαρκασμού. Ο Τίτο είναι ταμπού, άρα δεν σηκώνει συζήτηση, λέει ο ένας, τα ταμπού είναι δημιουργήματα των θρησκειών, άρα στο σοσιαλισμό δεν υπάρχουν, συνεπώς θα μιλάμε γι’ αυτόν, λέει ο άλλος.

Ένα βράδυ, ενώ ο πατέρας μου κουβέντιαζε με τον Σίμπα στην τραπεζαρία, έκανα πάλι τον κοιμισμένο. Αυτός ο καναπές έγινε γρήγορα η αρένα όπου, με τα μάτια κλειστά, διδασκόμουν τα μεγάλα μαθήματα της ζωής και της ιστορίας. [σ. 53]

Ο αναφερόμενος Σίμπα βέβαια κατηγορήθηκε γιατί είχε δηλώσει ότι κάποιος Γιόβα, που βρισκόταν ήδη στο Γκόλι Ότοκ [το Γυμνό Νησί της Αδριατικής, εφιαλτικός τόπος τιτοϊκής έμπνευσης], ήταν καλός άνθρωπος. Δεν υποψιαζόταν ότι η γνώμη του για τις ανθρώπινες αρετές ενός συντρόφου θα τον έστελνε στα κάτεργα. Κι ένας συμμαθητής του εξομολογείται: «Θα ήθελα πολύ να δουλεύω σε ταχυδρομείο, για να μπορώ κάθε μέρα να χτυπάω σφραγίδες στα γραμματόσημα με το κεφάλι του Τίτο».  Ο ίδιος ο αντιρρησίας πατέρας του κατάφερε και του έδιωξε οριστικά το φόβο του θανάτου.

Όποιος τυχόν αναμένει την χαοτική, μαγικορεαλιστική ή σουρεαλιστική γραφή των ταινιών του Κουστουρίτσα ή ανάλογη πολύπλοκη αφήγηση θα απογοητευτεί. Εδώ ο σκηνοθέτης των βαλκανίων και των βαλκανιστών μας προσκαλεί σε εξομολογήσεις μιας ζωής, με την απλούστερη δυνατή γλώσσα. Κι εμείς τα πίνουμε μαζί του συζητώντας για τη σύντομη ποδοσφαιρική του καριέρα, τα κορίτσια της Μπάνια Λούκα, τον αγώνα της οικογένειας για μεγαλύτερο κρατικό διαμέρισμα, τις γιορτές στο αθλητικό κέντρο του Σεράγεβο, τις γιουγκοσλαβικές κερκίδες:

Το ποδόσφαιρο έγινε στο εξής η καινούργια μου εμμονή. Ξανάβλεπα στα όνειρά μου τις διάφορες φάσεις των αγώνων, τις επαναλάμβανα ξανά και ξανά. Γιατί αυτά τα ματς στα χαλίκια του Κόσεβο ήταν πραγματικό θέαμα. Ό,τι απαγορευόταν στο κυρίως στάδιο, όπου έπαιζε η ομάδα του Σαράγεβο, επιτρεπόταν εκεί. Οι συναντήσεις του τοπικού πρωταθλήματος συγκέντρωναν όχι μόνο τους μεθυσμένους και τους τοπικούς αρχηγίσκους συμμοριών, αλλά και απαιτητικούς διανοούμενους που αρνούνταν να παρακολουθήσουν μας της Πρώτης Κατηγορίας γιατί κατά τη γνώμη τους ήταν συνήθως στημένα. Εδώ κραύγαζα, βλαστημούσαν, τραγουδούσαν και το διασκέδαζαν με ρακίγια από δαμάσκηνα και μπάρμπεκιου. Συχνά το θέαμα ήταν περισσότερο στο κοινό παρά στο γήπεδο. [σ. 104]

…κι ακόμα, την επιρροή του συγγραφέα Ράντογιε Ντομάνοβις που του ενέπνευσε ιδέες και συλλογισμούς –  ακολουθώντας την ερζεγοβινική του ρίζα και να φτάνει σε λογικά συμπεράσματα από σύντομα μονοπάτια – και την απόλυτη λογοτεχνική του πίστη στον Ίβο Άντριτς: «όταν μιλάς για τα Βαλκάνια ως τραγική περιοχή, δεν έχεις καταλάβει τίποτε αν δεν έχεις διαβάσει ούτε μια γραμμή του Άντριτς». Από τις πάμπτωχες λέσχες και τα φεστιβάλ των ερασιτεχνικών ταινιών ως «τα καρνέ των σημειώσεων του Underground», ο Κουστουρίτσα αδυνατεί να διαχωρίσει τον κινηματογράφο του από την ζωή της χώρας του. Ειδικά το περί Underground κεφάλαιο αποτελεί το οριακό του κατάθεμα για την Νοτιοσλαβία που κάποτε έζησε (ακόμα θυμάμαι την εντύπωση αυτού του ονόματος και της διαφορετικής του σημαίας σ’ ένα επίτομο πάπυρος λαρούς των δικών μου παιδικών χρόνων), την Γιουγκοσλαβία που κάποτε υπήρχε σαν χώρα και τους ανθρώπους της, που αγάπησαν έναν ηγέτη που θάφτηκε κρυφά και ανώνυμα σε άγνωστο κήπο, κοροϊδεύοντας ακόμα και στον θάνατό του έναν ολόκληρο λαό που είχε αφήσει Υπό την Γην.

Εκδ. Πατάκη, 2012, μτφ. Μαριάννα Κουτάλου, σ. 412 [Emir Kusturica, Smrt je neprovjerena glasina, 2010. Ακριβής μετάφραση του πρωτότυπου τίτλου: Ο θάνατος είναι µια ανεξακρίβωτη φήµη. Η ελληνική έκδοση ακολουθεί τον γαλλικό και ιταλικό: Où suis – je dans cette histoire?]

Τα πλάνα από τις ταινίες Ο καιρός των τσιγγάνων (2), Η ζωή είναι ένα θαύμα, Underground. Πρώτη δημοσίευση: mic.gr.

Τζούλια Γκανάσου – Ομφάλιος λώρος

Βιοανηθικότητα ή Οι  ακραίοι ακροβάτες

Δυο τόποι εφιαλτικών ορίων, δυο επικράτειες της απόλυτης νεωτερικότητας: τα γραφεία μιας πολυεθνικής και η τέντα ενός τσίρκου. Μια εποχή που είναι το εφιαλτικότερο δυνατό παρόν που κάποτε ήταν μέλλον. Και δυο ήρωες: από τη μία η αφηγήτρια Κυριακή, κατά κόσμο Σάντυ, υπάλληλος / υποκείμενη πολυεθνικής εταιρείας Υγείας, Νεότητας και Αιώνιας Ομορφιάς και φιλόδοξη διαχειρίστρια της Ζωής με βάση την κυτταρική αξιοποίηση του ομφάλιου λώρου. Από την άλλη ο ακροβάτης Φίλιππος, ριψοκίνδυνος τσιρκολάνος της ακρότητας, οργανικό μέλος θεάματος αξιοπαρατήρητων στην όψη ανθρώπων, πειραματιζόμενος με το ίδιο του το σώμα, προς διέγερση των θεατών και υπερδιέγερση του ιδίου.

Η Σάντυ μιλάει πρωτοπρόσωπα, σε ζεστό ενεστώτα και μοιράζεται την επιβεβαιωτική αίσθηση της επιτυχημένης, της δυνατής και της άτρωτης κάθε φορά που η εταιρεία αποδέχεται τις ιδέες της. Σκέφτεται διαρκώς με διαφημιστικούς όρους· ακόμα και οι προσωπικές της στιγμές πιστώνονται στην υπηρεσία της διαφήμισης, εμπνέοντας και το ανάλογο σλόγκαν. Ο εφιάλτης των σλόγκαν: οφείλεται να παράγονται ακατάπαυστα, κάθε ώρα και στιγμή. Αλλά σ’ αυτό είναι εξπέρ, κι όποτε τα ανανεώνει αισθάνεται ξανά επιτυχημένη, δυνατή, άτρωτη.

Απέναντι στους «υπηκόους» των δυο ανθρωποβόρων επικρατειών ελάχιστες εξαιρέσεις μοιάζουν να αντιστέκονται. Ο Μάνος, ταγμένος αναχωρητής και αναζητητής της ψυχικής ηρεμίας με πάσης φύσεως τρόπους και υποκατάστατα. ύστατος φυγόδικος του πολιτισμού, επενδύει τις τελευταίες του ελπίδες για ποιοτική ζωή στην απόδραση στη φύση, στην φάρμα βιολογικών προϊόντων και στην εκμετάλλευση βοτάνων του Παρνασσού. Και από το τσίρκο, μόνο η Κορίνα, η κουτσή χορεύτρια, επιμένει να αντιστέκεται, σχεδιάζοντας σύντομα να αφήσει την μεγάλη συλλογή από πρόσθετα πόδια (που διακοσμούν το σπίτι της σαν έπαθλα) και να βγει στο δρόμο να κάνει τέχνη με το σώμα που της έδωσε η ζωή.

Η εφιαλτικότητα του κόσμου τους θορυβεί στο φόντο των ιστοριών. Εταιρικό πρόγραμμα ενάντια στη φθορά, βιοτράπεζες με ομφαλοπλακουντιαίο αίμα, προγράμματα κρυοσυντήρησης των βλαστικών κυττάρων, κρατήσεις και προπωλήσεις, ανταγωνιστικές δημόσιες τράπεζες αίματος. Αν το τσίρκο έχει ως θέαμα τον ίδιο τον άνθρωπο, τον άνθρωπο που φτάνει το σώμα του στα άκρα, η εταιρεία επιθυμεί να τον εμπορευτεί – για την ακρίβεια να τον επισκευάσει, να τον αναζωογονήσει, να αντικαταστήσει τη φθορά με την υπερβιωσιμότητά του. Ιδού το κόρπους της νεωτερικής ζωής: εμπόριο των πάντων, συνεπώς και του τελευταίου ανεμπόρευτου υλικού αγαθού, του σώματος, κυριαρχία των πολυεθνικών και επί των συνειδήσεων, οριστική κατάλυση πασών των ορίων. Και βέβαια ο απαραίτητος κινητήριος μοχλός της νέας συνειδησιακής βιομηχανίας είναι η ίδια η διαφημιστική εκστρατεία – προώθηση προϊόντων, ταιριασμένη σε κάθε είδος καταναλωτή:

στηριζόμαστε στην απαίτηση του ορθολογιστή για απτά παραδείγματα, στη ροπή του εμπειριστή για σημάδια των αισθήσεων, στην πεποίθηση του θρήσκου για την αναγκαιότητα της πίστης, στην αποφασιστικότητα του αγνωστικιστή για ανυπαρξία εξηγήσεων, στην επιλογή του δεσμώτη να λιαστεί, στην ανάγκη του ανθρώπου να βρει ένα νήμα να πιαστεί, στην εμμονή για μακροχρόνια ζωή….[σ. 128]

Κι αν ο χρόνος δεν φτάνει, ας προστεθούν επιπρόσθετα χέρια στους εργαζόμενους. «Το φυσικό σώμα δεν είναι αρκετό», μόλις φτιάχτηκε το σλόγκαν, μόλις λανσαρίστηκε ένα νέο προϊόν. Παρατηρώ το τρίτο χέρι ασυναίσθητα: αν το ακουμπούσα χτες στην καρδιά, θα ένιωθα τότε τους χτύπους; Δεν έχει σημασία αν η φίλη της αφηγήτριας Σοφία τολμά και αγκαλιάζει χωρίς χέρια. Άλλωστε η Σάντυ στις δύσκολες στιγμές της κρεμάει τις μαριονέτες της στο ταβάνι, για να ξεχνάει ποια είναι, μας λέει, αλλά στο βάθος πιστεύω, της υποδεικνύουν αμετάκλητα τι ακριβώς είναι.

Η ίδια παρά τις «καλές» της προθέσεις θα βρεθεί αντιμέτωπη με το ύστατο εφιαλτικό αντίκρισμα των εμπνεύσεών της: τα όρια της προσωπικής ευθύνης και την έκταση της συνυπευθυνότητας. Πασχίζει να διώξει από το μυαλό της το ενδεχόμενο τα προωθούμενα βιολογικά προϊόντα να έχουν καρκινογόνα συντηρητικά, πείθεται πως το ζήτημα δεν ανήκει στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της, πως δεν μπορεί να κάνει κάτι, άλλωστε όλοι το κάνουν. Η πολυδιάσπαση και ο υπερκαταμερισμός των αρμοδιοτήτων, ένας ακόμα ύμνος στους νεωτερικούς μηχανισμούς!

Διάλογοι και κινηματογραφικότητα ζωντανεύουν το κείμενο που εναλλάσσει τις  διαρκώς σπινταριστές καθημερινότητες των παραπαιόντων χαρακτήρων με τις εσωτερικές τους διαδρομές και τις μυθολογικές προεκτάσεις των νέων τους καταστάσεων. Στο ενδιάμεσο, σαν ύστατα ιντερμέδια απόδρασης από μια ζωή που δεν έχει επιστροφή, οι χαρακτήρες αναπνέουν ανάσες περισυλλογής και ζουν γλυκές ή ένθερμες ερωτικές στιγμές – σαν σε σύντομη απόδραση από το αυτοκαταστροφικό τους σήμερα κι αυτό στην ουσία είναι το μόνο σημείο όπου λησμονούνται τα πάντα και ξαναγίνονται οι άνθρωποι που ήταν.

Αλλά η κούρσα είναι πλέον ανεξέλεγκτη. Οι χαρακτήρες οδεύουν ολοταχώς προς το αύριο που οι ίδιοι τοποθέτησαν στον ορίζοντά τους. Όπως το καθημερινό περιβάλλον των μεν ακροβατών, μετά την παράσταση, είναι η αλάνα του τσίρκου με τις σκουριασμένες κλούβες και τα τροχόσπιτα, των δε υπαλλήλων τα ασφυκτικά κουβούκλια με τον ελάχιστο δυνατό χώρο, χώροι δηλαδή στερημένοι κάθε ορίζοντα και αποχυμωμένοι από κάθε ζωή, έτσι και τα οράματά τους δεν μπορούν να πάνε μακριά, όσο κι αν διατείνονται το αντίθετο.

Αν υφίσταται η σημασία της βιοηθικής, εδώ δημιουργείται η έννοια της βιοανηθικότητας.

Εκδ. Γκοβόστη, 2011, σελ. 204.