Λογοτεχνείο, αρ. 124

Φίλιππος Δρακονταειδής, Το άγαλμα. Διήγησις αφελής, εκδ. Συντεχνία, 1984, σ. 86.

Ω, επισκεφθήκαμε πλήθος τέτοιες αποθήκες, διάσπαρτες σε όλο το Παρίσι. Η πιο ενδιαφέρουσα βρισκόταν στην περιοχή της Κουρμπεβουά, πίσω από κάτι παλιά σπιτάκια. Εκεί ήταν οι προτομές, οι σαρκοφάγοι, οι καθιστοί γενειοφόροι, οι όρθιοι στρατηλάτες, οι έφιπποι άγνωστοι, πάνω σε άλογα που στέκονταν στα πισινά τους πόδια, μεγάλα τα δίχτυα από αράχνες, δυνατό το ψύχος, λίγο το φως. Ποιο ήταν όλοι εκείνοι που αξιώθηκαν έναν αδριάντα, που παραμένει μακριά από τα μάτια των ανθρώπων; Ποια μοίρα κακιά τους τιμώρησε να ζουν φύρδην – μίγδην, εχθροί και φίλοι, άνθρωποι και ζώα, ανάκατες εποχές, επαγγέλματα και προσπάθειες, μέσα στην ίδια αποθήκη; Θεέ μου, όταν νυχτώνει και κοιτάζονται μεταξύ τους, πώς δεν ζωντανεύει το μάρμαρο; Τα ονόματά τους στα βάθρα, ονόματα ξεπλυμένα και χαμένα, ένα περίεργο νεκροταφείο μπροστά μας.